Το γεγονός πως ένα ακροδεξιό, ανοιχτά ρατσιστικό κόμμα στη Σουηδία εκλέγεται για πρώτη φορά στο κοινοβούλιο, έχοντας μάλιστα και ρυθμιστικό ρόλο στο σχηματισμό κυβέρνησης, όπως και η πιθανή για πρώτη φορά εδώ και ογδόντα χρόνια παραμονή των σοσιαλδημοκρατών εκτός κυβέρνησης για δεύτερη τετραετία, ήταν η είδηση που έβγαλαν οι εκλογές στη Σουηδία. Ωστόσο, αυτό το οποίο έρχονται να επιβεβαιώσουν και τα δυο γεγονότα είναι το ανομολόγητο τέλος του περίφημου «σουηδικού μοντέλου» και αυτό στην πραγματικότητα δεν αποτελεί είδηση, αφού η στροφή έχει συντελεστεί εδώ και πολλά χρόνια από τους ίδιους τους σοσιαλδημοκράτες.
Μια από τις σχετικά ισχυρές οικονομίες του ανεπτυγμένου κόσμου και παραμένοντας έξω από το ευρώ η Σουηδία μέχρι σήμερα χτυπήθηκε από την κρίση λιγότερο απ’ όσο οι χώρες της ευρωζώνης ή η Βρετανία παρά το εκτεταμένο τραπεζικό άνοιγμα προς τις καταρρέουσες οικονομίες της Βαλτικής. Όμως, η εδώ και δύο δεκαετίες ακολουθούμενη πολιτική της «δημοσιονομικής υπευθυνότητας», η οποία συνεχίστηκε από τον κεντροδεξιό συνασπισμό που ανέλαβε το 2006, περιλαμβάνει ένα σχετικά εκτεταμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, σημαντικές περικοπές κοινωνικών δαπανών, μειώσεις στις συντάξεις, απαλλαγές για τους εργοδότες στο ασφαλιστικό και άλλα. Η οικονομική κρίση και οι πολιτικές αντιμετώπισής της έχουν εκτινάξει το ποσοστό ανεργίας στο δυσθεώρητο για σκανδιναβική χώρα 9,5% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, που στους νέους αγγίζει το 25%.
Η έντονη προεκλογική φιλολογία του κεντροαριστερού συνασπισμού (στον οποίο συμμετέχει και το κυρίως κόμμα της Αριστεράς) για μέτρα μείωσης της ανεργίας δεν έπεισε προφανώς τους ψηφοφόρους για κάποια εναλλακτική πολιτική ή μια πολιτική διαφορετική από αυτήν που είχαν ακολουθήσει οι σοσιαλδημοκράτες μέχρι το 2006. Αντίθετα, οι περικοπές και η εκτίναξη της ανεργίας λειαίνουν -όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη- το έδαφος για την αύξηση της επιρροής της ακροδεξιάς. Τα τελευταία χρόνια δεν ήταν μόνο οι ακροδεξιοί «Σουηδοί Δημοκράτες» που εκλέγουν πλέον με 5,7% είκοσι έδρες στο Ρίκσταγκ, αλλά και πολιτικοί από άλλους χώρους που εξέπεμπαν ρατσιστικά μηνύματα.
Ωστόσο, προεκλογικά υπήρξαν αντιδράσεις απέναντι στον αυξανόμενο ρατσισμό. Και το κλίμα στη σουηδική κοινωνία είναι ακόμη τέτοιο που, στις πρώτες του δηλώσεις, ο κεντροδεξιός ηγέτης Ράινφελντ έσπευσε να δηλώσει πως δεν υπάρχει ζήτημα συνεργασίας με τους «Σουηδούς Δημοκράτες». Αλλά και η οποιαδήποτε άλλη συνεργασία του κεντροδεξιού συνασπισμού με κάποιο κόμμα από τον αντίπαλο κεντροαριστερό συνασπισμό μοιάζει προς το παρόν πολύ δύσκολη. Ξανά εκλογές; Θα δούμε…
Η έντονη προεκλογική φιλολογία του κεντροαριστερού συνασπισμού (στον οποίο συμμετέχει και το κυρίως κόμμα της Αριστεράς) για μέτρα μείωσης της ανεργίας δεν έπεισε προφανώς τους ψηφοφόρους για κάποια εναλλακτική πολιτική ή μια πολιτική διαφορετική από αυτήν που είχαν ακολουθήσει οι σοσιαλδημοκράτες μέχρι το 2006. Αντίθετα, οι περικοπές και η εκτίναξη της ανεργίας λειαίνουν -όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη- το έδαφος για την αύξηση της επιρροής της ακροδεξιάς. Τα τελευταία χρόνια δεν ήταν μόνο οι ακροδεξιοί «Σουηδοί Δημοκράτες» που εκλέγουν πλέον με 5,7% είκοσι έδρες στο Ρίκσταγκ, αλλά και πολιτικοί από άλλους χώρους που εξέπεμπαν ρατσιστικά μηνύματα.
Ωστόσο, προεκλογικά υπήρξαν αντιδράσεις απέναντι στον αυξανόμενο ρατσισμό. Και το κλίμα στη σουηδική κοινωνία είναι ακόμη τέτοιο που, στις πρώτες του δηλώσεις, ο κεντροδεξιός ηγέτης Ράινφελντ έσπευσε να δηλώσει πως δεν υπάρχει ζήτημα συνεργασίας με τους «Σουηδούς Δημοκράτες». Αλλά και η οποιαδήποτε άλλη συνεργασία του κεντροδεξιού συνασπισμού με κάποιο κόμμα από τον αντίπαλο κεντροαριστερό συνασπισμό μοιάζει προς το παρόν πολύ δύσκολη. Ξανά εκλογές; Θα δούμε…
Γ.Τ.
Σχόλια