Μέρος ΙΒ’
Δείτε τα προηγούμενα: Μέρος Α΄, Β΄, Γ΄, Δ’, Ε’, ΣΤ’, Ζ’, H’, Θ΄, Ι’, ΙΑ΄
Η αναφορά του Καρλ Σεμενκόφ ξεκινάει με την επισήμανση ότι ο Πάρνης έστειλε επιστολές στον Χρουστσόφ και τον Σελέπιν ισχυριζόμενος ότι «τον καταδιώκουν η Κ.Ε. του ΚΚ Ελλάδας και το Διεθνές Τμήμα του ΚΚΣΕ». Από την πληθώρα των περιπτώσεων κοψίματος των έργων του που αναφέρει ο Πάρνης στις επιστολές του προς τα δύο ανώτατα στελέχη της σοβιετικής ιεραρχίας, ο Σεμενκόφ περιορίζεται σε δύο υποστηρίζοντας ότι ο μεν ρόλος της Ελληνίδας μάνας αποκλείστηκε από την απονομή του «Βραβείου Λένιν» στην Πασέναγια επειδή το «Νησί της Αφροδίτης» δεν αποδίδει με αληθοφάνεια τον απελευθερωτικό αγώνα του κυπριακού λαού και η παραγωγή της ταινίας πάνω στο σενάριο του Πάρνη «Ο πυγμάχος βαρέων βαρών» σταμάτησε «γιατί η σκηνοθετική του γραμμή ήταν λαθεμένη»!
Παρακάτω επισημαίνει ότι «ο Α. Πάρνης είναι υπερβολικά εγωιστής και σίγουρος για τον εαυτό του. Και αμφίβολος από πολιτική πλευρά. Συνεχίζει να είναι σκληρός αντίπαλος της ηγεσίας του ΚΚΕ έχοντας πάντα στενή επαφή με τον διαγραμμένο από το κόμμα πρώην γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη και τους οπαδούς του στην Τασκένδη. Οι προσπάθειες της τωρινής ηγεσίας του ΚΚΕ, του προέδρου σ. Γκρόζου και του γραμματέα της Κ.Ε. σ. Δημητρίου και άλλων, να βοηθήσουν τον Πάρνη αποκρούστηκαν σκαιότατα. Για ανατρεπτικές ενέργειες ενάντια στο ΚΚΕ ο Α. Πάρνης διαγράφτηκε από το κόμμα».
Δηλαδή, ενώ υποστηρίζει ότι δεν καταδιώκεται ο Πάρνης ως άτομο, παρά μόνο το έργο του απορρίπτεται ως ανεπαρκές, όλο το κατηγορητήριο στρέφεται εναντίον του Έλληνα συγγραφέα ως αντικομματικού και ζαχαριαδικού!
Ο Καρλ Αφανάσιεβιτς Σεμενκόφ, στέλεχος του Διεθνούς Τμήματος της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ και υπεύθυνος για τις σχέσεις με το ΚΚΕ, σίγουρα δεν ήταν της αντίληψης «αφήστε εκατό λουλούδια ν’ ανθίσουν»!
Το 2003, σε μια αποκαλυπτική συνομιλία του με τον δημοσιογράφο της εφημερίδας «Το Βήμα» Λ. Σταυρόπουλο, τριάντα χρόνια μετά την αυτοκτονία του Ζαχαριάδη, στη Σιβηρία, ο Σεμενκόφ δεν αποδέχεται καμία ευθύνη του ΚΚΣΕ και του ΚΚΕ για την «τύχη» του πρώην Γ.Γ. του ελληνικού κόμματος. Ούτε για τα 17 χρόνια της εξορίας του Έλληνα ηγέτη ούτε για την άρνησή τους να του επιτρέψουν να ζήσει ως πολιτικός πρόσφυγας (του είχαν αφαιρέσει την ιδιότητα) και όχι φρουρούμενος ως έγκλειστος ή να του επιτρέψουν να φύγει από την ΕΣΣΔ. Ακόμα και για την απόφασή του να αυτοκτονήσει -εάν δεν εισακουόταν το αίτημα που είχε κατ’ επανάληψη υποβάλει- για την οποία τους είχε εγγράφως ειδοποιήσει, αυτοί δεν ευθύνονται. Τα ‘θελε και τα ‘παθε. Αυτή ήταν μέχρι το τέλος η άποψη του Σεμενκόφ. Αφού δεν παραδεχόταν τα λάθη του, ό,τι έπαθε ο Ζαχαριάδης το έπαθε από δικό του φταίξιμο. Ενώ αν συμμορφωνόταν…
Κατά τον Σεμενκόφ, ο Ζαχαριάδης ήθελε να πάει στη Σιβηρία! Και τότε γιατί έκανε απόπειρες απόδρασης και απεργίες πείνας; Γιατί έγραφε γράμματα με τα οποία ζητούσε να αρθούν τα περιοριστικά μέτρα σε βάρος του; Γιατί ζητούσε διαβατήριο; Γιατί εξαντλήθηκε η υπομονή του και σχεδίασε συνειδητά την «αποχώρησή» του;
Ο Σεμενκόφ παραδέχτηκε χωρίς τύψεις ότι όταν πήγαν με τον Κώστα Λουλέ στο Σουργκούτ για να μεταπείσουν τον Ζαχαριάδη, ένα μήνα πριν το τέλος της διορίας που αυτός είχε ορίσει, και οι δύο πίστευαν ότι αν δεν ικανοποιούσαν το αίτημά του να απελευθερωθεί μετά από 17 χρόνια εξορίας, χωρίς καν να έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε αδίκημα από τη σοβιετική δικαιοσύνη, θα πραγματοποιούσε την απειλή του. Παρ’ όλ’ αυτά, τον άφησαν να το κάνει. Τους έλυνε το πρόβλημα. Ο Ζαχαριάδης ήταν καταδικασμένος από τις ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΚΚΣΕ να πεθάνει στη Σιβηρία αφού «δεν αναγνώρισε ούτε ένα λάθος του» υπό το κράτος του τεράστιου εκβιασμού που του ασκούσαν. Μάλιστα, ο Σεμενκόφ επισήμανε ότι η Κ.Ε. του ΚΚΕ στην 7η Ολομέλεια του 1964 το είχε αυτό επαναβεβαιώσει. Έπρεπε ο Ζαχαριάδης να υποκύψει και να ταπεινωθεί προκειμένου να του δοθεί η άδεια να φύγει από την εξορία.
Το ίδιο κυνική ήταν η άποψη του Σεμενκόφ όταν ρωτήθηκε γιατί απέκρυψαν ότι ο Ζαχαριάδης αυτοκτόνησε ανακοινώνοντας ψευδώς ότι είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή. «Πάντως η καθοδήγηση του ΚΚΕ είχε ενημερωθεί αμέσως από εμένα τηλεφωνικώς» δήλωσε ο Σεμενκόφ. Δηλαδή, κι αυτοί διέδωσαν και συντήρησαν το ίδιο ψέμα για άλλα 20 χρόνια! Αυτό και μόνο δεν δείχνει ενοχή;
Ο Σήφης Ζαχαριάδης, στην απάντησή του σε όσα υποστήριξε ο Σεμενκόφ, δήλωσε τα εξής: «Ο πατέρας μου έζησε και πέθανε κομμουνιστής. Και παρ’ όλο που είχε έρθει σε ιδεολογικοπολιτική σύγκρουση με την τότε ηγεσία του KKE, παρέμεινε πιστός στην ιστορική αποστολή του κόμματος αυτού που το θεωρούσε δικό του κόμμα. Ο K. A. Σεμενκόφ ήταν πιστός στη σοβιετική εξουσία. H διαφορά ήταν η εξής: Ο Ζαχαριάδης πίστευε στη σοβιετική εξουσία γιατί ήταν σοβιετική, ενώ ο Σεμενκόφ γιατί ήταν εξουσία.» («Το Βήμα», 10 Αυγούστου 2003)
Με αυτό και μόνο το δεδομένο, μπορεί κανείς βάσιμα να αντιληφθεί ότι ο πυρήνας της γραφειοκρατίας που συμπεριφερόταν έτσι στον Ζαχαριάδη, δεν θα σταματούσε σε τίποτα προκειμένου να εξουδετερώσει τον Πάρνη που επέμενε να δηλώνει «ζαχαριαδικός». Ο ένας ήταν από τους σημαντικότερους παγκοσμίως ηγέτες του κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα και ο άλλος ένας μοναχικός και άγνωστος στην ίδια την πατρίδα του συγγραφέας. Είχε αντέξει τα χτυπήματα κάτω από τη μέση των πρώην συντρόφων του επειδή οι Σοβιετικοί συγγραφείς, με ισχυρότατο κοινωνικό έρεισμα, ήρωες του αντιφασιστικού πολέμου, αλλά και με τις ιδιότητες του στελέχους του ΚΚΣΕ, του Ανωτάτου Σοβιέτ, των ενώσεων συγγραφέων και δημοσιογράφων και των έγκυρων εντύπων που διεύθυναν, είχαν πάρει το μέρος του από το 1956-7 που ο Πάρνης έπεσε σε δυσμένεια και διαγράφτηκε από το ΚΚΕ. Αλλά, τελικά, η μάχη ήταν άνιση, γιατί στην κορυφή του ΚΚΣΕ το ειδικό βάρος του ΚΚΕ –συνεπικουρούμενου από το ΑΚΕΛ- ήταν πολύ μεγαλύτερο από το ειδικό βάρος του Πάρνη. Έξι χρόνια είχε κρατήσει αυτό το «αντάρτικο» και ο Πάρνης είχε αντέξει. Οπότε, η γραφειοκρατία πήρε τις οριστικές της αποφάσεις: καλύτερα να παρακάμψει και να δυσαρεστήσει τους συντρόφους διανοούμενους παρά να αγνοήσει τη διορισμένη ηγεσία του ΚΚΕ μειώνοντας ακόμα περισσότερο την προβληματική της νομιμοποίηση, αλλά και την ηγεσία του ΑΚΕΛ που είχε να παίξει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Για τους σοβιετικούς ιθύνοντες, ο Πάρνης θα έμπαινε σε αυστηρό εμπάργκο. Στο τέλος Φεβρουαρίου του 1962, η απόφαση ήταν αμετάκλητη. Το έργο του Πάρνη τίθεται στο σύνολό του εκτός κυκλοφορίας.
Με τη φράση «Τον Φεβρουάριο τρέχοντος με πρόταση του Πολιτιστικού Τμήματος της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ αποφασίστηκε ο τερματισμός της εκλαΐκευσης του Α. Πάρνη και του έργου του στην ΕΣΣΔ», κλείνει ο Καρλ Σεμενκόφ την αναφορά του. Ο Πάρνης -με τη σφραγίδα του ΚΚΣΕ- εξοστρακίζεται στη σφαίρα της ανυπαρξίας. Το σχετικό απόρρητο έγγραφο περιλαμβάνεται στο σοβιετικό φάκελο του Αλέξη Πάρνη, με ημερομηνία 28 Φεβρουαρίου 1962…
Στέλιος Ελληνιάδης
Υπέρ και κατά του Πάρνη
Η περίπτωση Πάρνη βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα την πολυπλοκότητα των φαινομένων. Αυτοί που συμβάλανε στην αναγνώριση του έργου του και συνέχισαν να συμπαραστέκονται σθεναρά στον Έλληνα συγγραφέα όταν αυτός έπεσε σε δυσμένεια και αντιμετώπιζε την εχθρότητα των ηγεσιών του ΚΚΕ και του ΑΚΕΛ, αλλά και ισχυρών παραγόντων της σοβιετικής εξουσίας, όπως επιβεβαιώνεται από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο ντοσιέ «Φάκελος Αλέξη Πάρνη», δεν ήταν αντιφρονούντες. Συγγραφείς, σκηνοθέτες, μεταφραστές, ηθοποιοί κ.λπ. ήταν μέλη του ΚΚΣΕ, παρασημοφορεμένοι για τη συμμετοχή τους στην επανάσταση και τον αντιφασιστικό πόλεμο, ένθερμοι υποστηρικτές της Σοβιετικής Ένωσης και σημαντικοί παράγοντες της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής ολόκληρου του σοσιαλιστικού μπλοκ. Άνθρωποι προσκείμενοι στο σοβιετικό καθεστώς. Κι όμως, στάθηκαν ανυποχώρητα στο πλευρό του Πάρνη που είχε το στίγμα του «αντικομματικού» και επέμεναν να δημοσιεύουν έργα του ακόμα και στη φάση που υπήρχε άνωθεν γραμμή αποκλεισμού του. Αναμφίβολα υπήρχε μία διαπάλη μέσα στους κύκλους των διανοουμένων και των καλλιτεχνών που ξεκινάει πριν από την επανάσταση του 1917 και συνεχίζεται μεταπολεμικά. Για παράδειγμα, ο Σούρκοφ ήταν εξαιρετικά επικριτικός για τον Πάστερνακ, αλλά σε συνεννόηση με την Αχμάτοβα υποστήριξε τον Μπρόντσκι. Ο Τίχονοφ δυσαρέστησε πολλούς όταν έδειξε διαλλακτικότητα με την Αχμάτοβα και τον Ζότσενκο. Και ο Τβαρντόβσκι ξάφνιασε τους πάντες όταν δημοσίευσε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα του Σολζενίτσιν «Μια μέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς» στο περιοδικό «Νόβι Μιρ», το 1962.
Υπήρχαν στους πρωταγωνιστές πολλές και όχι πάντοτε συγκλίνουσες απόψεις για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, την ελευθερία του λόγου, το βαθμό συμβολής του καθενός στο κοινό εγχείρημα, τα αξιολογικά κριτήρια για την ποιότητα των πνευματικών και καλλιτεχνικών έργων κ.λπ. Και διαφορετικός βαθμός σύμπλευσης, ανεκτικότητας ή αδιαλλαξίας. Στη φάση του Ψυχρού Πολέμου, ο Πάστερνακ προκάλεσε δυσαρέσκεια εξ αιτίας της αντισοβιετικής καμπάνιας που συνόδευσε την έκδοση του «Δρ. Ζιβάγκο» από τους Δυτικούς. Λόγω της ψυχροπολεμικής φόρτισης, αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ το 1958 από τους Σουηδούς και αποσύρθηκε στο όμορφο σπίτι του στο «χωριό» των συγγραφέων Περεντέλκινο όπου έμενε κι ο Πάρνης. Ο Σολζενίτσιν αποδέχτηκε το Νόμπελ που του δόθηκε το 1970 για το μυθιστόρημά του «Μια μέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς» που είχε δημοσιευτεί πριν από οκτώ χρόνια στη Σοβιετική Ένωση από τον Τβαρντόβσκι, ο οποίος το 1960 είχε δημοσιεύσει και το «Νησί της Αφροδίτης» του «αντικομματικού» Πάρνη. Αντίθετα από τον Πάστερνακ, ο Σολζενίτσιν ταυτίστηκε με τον Ψυχρό Πόλεμο και εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ όταν απελάθηκε από την ΕΣΣΔ. Βέβαια, το άστρο του έδυσε όταν δεν τον χρειάζονταν πια και όταν κατηγόρησε τους Εβραίους της Σοβιετικής Ένωσης ότι πρωτοστατούσαν στις διώξεις των αντιφρονούντων, «τα δύο τρίτα στην Τσεκά του Κιέβου ήταν Εβραίοι» γράφει στο βιβλίο του «Διακόσια χρόνια μαζί», καθώς και ότι στο στρατόπεδο που είχε εγκλειστεί ο ίδιος, οι Εβραίοι κρατούμενοι είχαν καλύτερη μεταχείριση από τους άλλους, αφήνοντας πολλά υπονοούμενα να αιωρούνται. Οι Δυτικοί προσπάθησαν και προσπαθούν με άπειρες επινοήσεις, να κατατάξουν στους «αντιφρονούντες» ακόμα και τον Μαγιακόφσκι, που ύμνησε την επανάσταση και το σοσιαλιστικό καθεστώς όσο κανένας άλλος!
Στη Δύση, σπουδαίοι Σοβιετικοί επιστήμονες, διανοούμενοι, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, τραγουδοποιοί, ζωγράφοι κ.ά. αγνοήθηκαν ή θάφτηκαν σκόπιμα και συστηματικά ανεξάρτητα από την αξία τους. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Γι’ αυτό προβλήθηκαν κυρίως αυτοί που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν –κατά περίπτωση και χωρίς τη θέλησή τους- στην προπαγανδιστική μηχανή του Ψυχρού Πολέμου. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που υποστήριξαν τον Πάρνη στην αντιπαράθεσή του με την ηγεσία του ΚΚΕ, του ΑΚΕΛ και τους σκληροπυρηνικούς του ΚΚΣΕ, δεν έγιναν αποδεκτοί στη Δύση. Σίμονοφ, Τβαρντόφσκι, Πολεβόι, Σούρκοφ, Ορλόφ, Κουλεσόφ, Φεντίν, Ιβανόφ, Κομισαρζέφσκι, Πασέναγια, Μπιστρίτσκαγια, Σμιρνόφ, Σλούτσκι, Ραζγκοβόροφ, Βανσέκιν, Χολόποφ, Σούστικοφ, Σοκολόφ, Γεράσιμοφ, Ζαχάρτσενκο, Μαρτίνοφ, Σλούτσκι, Ροζντέσβενσκι, Βικοκούροφ, Σβετλόφ, Τρίφονοφ, Βινογκράντοφ, Μελέσιν, Γκοντσαρόφ, Λουκίν και άλλοι ποιητές, συγγραφείς, μεταφραστές και καλλιτέχνες που συμπαραστάθηκαν στον Πάρνη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο, ως συνεργάτες, συνάδελφοι ή σύντροφοι, ανήκουν στη μεγάλη κατηγορία των δημιουργών που το έργο τους υποβαθμίστηκε ή δεν αναγνωρίστηκε καθόλου στη Δύση.
Στέλιος Ελληνιάδης
Φίλοι του Πάρνη
Κονσταντίν Μιχαήλοβιτς Σίμονοφ
Πολύ μεγάλη προσωπικότητα στην ΕΣΣΔ. Διακρίθηκε ως πολεμικός ανταποκριτής σε Μογκολία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία και κάλυψε τη μάχη για την κατάληψη του Βερολίνου. Αποστρατεύθηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη και έγραψε ποιήματα και μυθιστορήματα που έγιναν ταινίες, θεατρικά έργα και στίχους που μελοποιήθηκαν.
Η μητέρα του ήταν πριγκίπισσα και ο πατέρας του αξιωματικός στον τσαρικό στρατό. Σπούδασε δημοσιογραφία στην Ακαδημία «Λένιν» στο Λένινγκραντ, σπούδασε μηχανικός και αργότερα φοίτησε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μαξίμ Γκόρκι μελετώντας Ιστορία, φιλοσοφία και λογοτεχνία.
Τιμήθηκε με πολλά μετάλλια και βραβεία, μεταξύ των οποίων ο τίτλος «Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας», τα βραβεία «Λένιν» και «Στάλιν» και παράσημα για την άμυνα της Οδησσού και την άμυνα του Στάλινγκραντ. Από το 1936 έγραφε στα έντυπα «Νέα Φρουρά» και «Οκτώβρης». Διετέλεσε βουλευτής και διευθυντής του περιοδικού «Νόβι Μιρ» και της «Λιτερατούρναγια Γκαζέτα» και για πολλά χρόνια γραμματέας της Ένωσης Συγγραφέων της ΕΣΣΔ. Στο διάστημα 1958-1960 εργάστηκε στην Τασκένδη ως ανταποκριτής της «Πράβδα» στην Κεντρική Ασία, όπου διαμόρφωσε προσωπική αντίληψη για τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Ταξίδεψε ως δημοσιογράφος στην Ιαπωνία, τις ΗΠΑ και την Κίνα. Το ποίημά του «Περίμενέ με» συγκλόνισε τους λαούς της Σοβιετικής Ένωσης και θεωρείται κλασικό, όπως και το μυθιστόρημά του «Ζωντανοί και νεκροί» (στα ελληνικά, εκδ. Θεμέλιο).
Νικολάι Σεμιόνοβιτς Τίχονοφ
Καταγόταν από λαϊκή οικογένεια, αποφοίτησε από την Εμπορική Σχολή της Πετρούπολης, υπηρέτησε ως εθελοντής στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατατάχθηκε στον Κόκκινο Στρατό το 1918. Στο Λένινγκραντ, ήταν μέλος –μαζί με Γ. Ζαμιάτιν, Μ. Ζότσενκο κ.ά.- της πρωτοποριακής λογοτεχνικής ομάδας που σύχναζε στο Σπίτι των Τεχνών και έγινε γνωστή ως «Αδελφοί του Σεραπίου». Στη δεκαετία του 1920 ήταν ήδη δημοφιλής με τα ποιήματά του «Μπαλάντα των νυχιών», «Μπαλάντα του μπλε πακέτου», «Λιποτάκτης» κ.ά. Πολέμησε στο φινλανδικό μέτωπο και συμμετείχε στην άμυνα του Λένινγκραντ στη διάρκεια της τρομακτικής πολιορκίας από τα ναζιστικά στρατεύματα. Το ποίημά του «Ο Κίροφ είναι μαζί μας» τον εξύψωσε περισσότερο. Το 1944 έγινε πρόεδρος της Ένωσης Συγγραφέων της ΕΣΣΔ και από το 1946 αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας. Ήταν αναπληρωτής πρόεδρος της Επιτροπής Βραβείων Στάλιν στους τομείς λογοτεχνίας και τέχνης, βουλευτής και τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» για την Ειρήνη. Το 1966 ανακηρύχτηκε «Ήρωας της σοσιαλιστικής εργασίας». Από το 1949 ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Σοβιετικής Επιτροπής για την Ειρήνη, την οποία υπηρέτησε μέχρι το θάνατό του, το 1979.
Αλεξέι Αλεξάντροβιτς Σούρκοφ
Σοβιετικός ποιητής και λογοτεχνικός κριτικός, δημοσιογράφος. Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας (1969) και αποδέκτης δύο Βραβείων Στάλιν (1946, 1951). Οι πρόγονοί του ήταν δουλοπάροικοι. Από 12 ετών, εργάστηκε ως μαθητευόμενος σε εργαστήρια ξυλουργικής, σε τυπογραφείο και στο λιμάνι της Πετρούπολης. Τα πρώτα ποιήματά του δημοσιεύθηκαν στην «Κόκκινη εφημερίδα».
Το 1918 κατατάχθηκε στον Κόκκινο Στρατό. Το 1924, ποιήματά του δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Πράβδα». Έγινε μέλος του ΚΚΣΕ το 1925 και εκπρόσωπος στο Κογκρέσο των Προλεταριακών Συγγραφέων. Το 1934-1939 δίδαξε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο της Ένωσης Συγγραφέων της ΕΣΣΔ. Διετέλεσε αναπληρωτής συντάκτης του περιοδικού «Λογοτεχνικές σπουδές», υπό την επίβλεψη του Γκόρκι.
Συμμετείχε στο μεγάλο πόλεμο και διακρίθηκε ως πολεμικός ανταποκριτής. Το 1940-1941 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού «Νόβι Μιρ». Μελοποιήθηκαν πολλά ποιήματά του που περιλήφθηκαν σε κινηματογραφικές ταινίες. Συμμετείχε στη συζήτηση για το σχέδιο του νέου ύμνου της ΕΣΣΔ. Το 1944-1953 ήταν στέλεχος της «Λιτερατούρναγια γκαζέτα» και του περιοδικού «Ογκανιόκ». Από το 1962, αρχισυντάκτης της λογοτεχνικής εγκυκλοπαίδειας. Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου του ΚΚΣΕ (1952-1956), υποψήφιο μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ (1956-1966), αναπληρωτής βουλευτής του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ (από το 1954) κ.λπ. Ο Σούρκοφ έγραψε επίσης κριτικά δοκίμια και έκανε μεταφράσεις ποιημάτων του Ταράς Σεβτσένκο, του Ιβάν Φρανκό, του Μάο ΤσεΤουνγκ, του Νικολάς Γκιγιέν και άλλων.
Σημείωση
Τα βιογραφικά σημειώματα συντάχθηκαν με στοιχεία από: Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα, Αρχείο Μάλι Τεάτρ, Αρχείο προσωπικοτήτων Ρωσίας, Βικιπαίδεια, Ανθολογία Ρώσικης Ποίησης (εκδ. Καστανιώτη) κ.ά.