Μέρος Ε΄
Δείτε τα προηγούμενα Μέρος Α΄, Β΄, Γ΄, Δ’
Στο χαρακτηρισμένο ως απόρρητο έγγραφο που υπογράφει ο Μπασκίροφ και περιλαμβάνεται στο σοβιετικό φάκελο του Αλέξη Πάρνη, αναφέρονται ονόματα ανθρώπων με τους οποίους είχε επαφές ο Πάρνης. Ο συντάκτης του κειμένου επικαλείται την καταγγελία του κομματικού στελέχους Σταμάτη […] ότι «στο Φεστιβάλ Νεολαίας ήταν κι ο αντιδραστικός δημοσιογράφος Τσιμπιδάρος» με τον οποίο συνομίλησε ο Πάρνης. «Τα πιο κοντινά φιλικά πρόσωπα στον Πάρνη είναι, από τους Έλληνες οι: Ανέστης Στολτίδης […], Βασίλης Μάος […], Μαρίκα Ακριτίδου […]. Από τους σοβιετικούς οι: Πολεβόι Μπορίς (συγγραφέας), Σίμονοφ Κωνσταντίν (συγγραφέας), Τσερνισόβα Τατιάνα (ασχολείται με την ελληνική φιλολογία στο Κίεβο). Επίσης έχει καλές σχέσεις με τον Χικμέτ.»
Είναι φανερό ότι κατέγραφαν τους φίλους του. Εκτός από τις κατηγορίες που βασίζονται σε πληροφόρηση από παράγοντες του ΚΚΕ, υπάρχει και σαφής αναφορά στην εύνοια που επιδεικνύουν προσωπικότητες του πνευματικού κόσμου σ’ αυτόν τον αποσυνάγωγο Έλληνα συγγραφέα.
Ο συντάκτης του κειμένου τονίζει ότι «η Τατιάνα Τσερνισόβα από το Κίεβο, φιλόλογος και μεταφράστρια ελληνικών βιβλίων κ.λπ., θαυμάζει τον Πάρνη και κάνει ό,τι μπορεί για να τον προβάλει». Επί πλέον, ο συντάκτης του εγγράφου κατηγορεί τον Πάρνη ότι μίλησε απαξιωτικά για τον Ρίτσο και «δεν πήρε μέρος στην εκστρατεία για τον Έλληνα πατριώτη Μανώλη Γλέζο». Στις «λεπτομέρειες» του κατηγορητηρίου ξεχωρίζει η υποσημείωση που συνοδεύει, σε παρένθεση, την επισήμανση του Μπασκίροφ ότι και ο σπουδαίος Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ «θαυμάζει και προβάλλει» τον Πάρνη όπως προκύπτει από μια «συζήτηση με τον Μενέλαο Λουντέμη». Η σχέση του Έλληνα με τον Τούρκο δεν ήταν κρυφή, αλλά πώς ήξεραν οι Σοβιετικοί τι είπε ο Χικμέτ στον Λουντέμη για τον Πάρνη;
Η Ελληνίστρια
Η γλωσσολόγος Τατιάνα Τσερνισόβα δεν είναι γνωστή στους Έλληνες, αλλά είναι μία από τις σημαντικότερες ελληνίστριες της Σοβιετικής Ένωσης. Αφιέρωσε τη ζωή της στον ελληνικό πολιτισμό, αλλά και στον πολιτισμό των γηγενών Ελλήνων της Ουκρανίας. Από τα πρώτα ονόματα που άκουσα όταν άρχισα να ασχολούμαι με την ιστορία και τον πολιτισμό των Ελλήνων της Ουκρανίας ήταν και το όνομα της Τσερνισόβα η οποία ήταν σπουδαία φιλόλογος και σύζυγος του Αντρέα Μπελέτσκη (όπως έγραφε ο ίδιος το όνομά του στα ελληνικά), του σημαντικότερου ερευνητή της κουλτούρας και ιδίως των διαλέκτων των Ελλήνων της Κριμαίας και της Αζοφικής. Όλοι οι σημαντικοί Ελληνιστές που γνώρισα και κατέγραψα τις απόψεις τους αναφέρονται στον Μπελέτσκη και την Τσερνισόβα με μέγιστο σεβασμό και ευγνωμοσύνη. Ο Αλεξάντρ Πονομαρίφ, η Νίνα Κλιμένκο, ο Ευγένιος Τσερνούχιν, η Μαργαρίτα Αρατζιώνη και όλοι οι συνάδελφοί τους στα τμήματα ελληνικών σπουδών στα πανεπιστήμια του Κιέβου, της Οδησσού, του Λβιβ, του Χαρκόβου, της Μαριούπολης και της Συμφερούπολης εκθείαζαν το ζευγάρι για το ρόλο του στις νεοελληνικές σπουδές. Μάλιστα, έχουν ιδρύσει τον «Επιστημονικό Ιστορικό Φιλολογικό Σύλλογο» που φέρει το όνομα του Αντρέα Μπελέτσκη. Οι δύο διανοητές άφησαν εποχή στα γράμματα. Μετέφρασαν στα ουκρανικά από Ηρόδοτο μέχρι Καζαντζάκη. Αυτή είναι η Τατιάνα Τσερνισόβα που «καταχωρήθηκε» μαζί με τους άλλους ως υποστηρίκτρια του ασυμβίβαστου Πάρνη.
Ο δικός μας Χικμέτ
Ο Ναζίμ Χικμέτ εντόπισε τον Πάρνη ως νέο ποιητή στη Μόσχα. Και τον γνώρισε καλύτερα στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία, το 1955. Ο Χικμέτ συμμετείχε, μαζί με τον Χιλιανό συγγραφέα Πάμπλο Νερούντα, τον Ολλανδό κινηματογραφιστή Γιόρις Ίβενς και τον Κουβανό ποιητή Νικολάς Γκιγιέν, στην επιτροπή που έδωσε το πρώτο βραβείο ποίησης στον Πάρνη για το επικό του ποίημα «Νίκος Μπελογιάννης». Η φιλική και λογοτεχνική τους σχέση εξελίχθηκε στη Μόσχα όπου είχε εγκατασταθεί ο Τούρκος συγγραφέας από το 1951 που του χαρίστηκε το υπόλοιπο της ποινής του και απελευθερώθηκε από τις φυλακές της πατρίδας του ύστερα από 13 περίπου χρόνια εγκλεισμού.
Από την αρχή των συζητήσεών μας, ο Πάρνης διηγιόταν μια πολύ ενδιαφέρουσα παράπλευρη ιστορία. Στη Μόσχα, ο Χικμέτ τον είχε φέρει σε επαφή με μία φίλη που μπορούσε να του παραχωρήσει ένα δωμάτιο στο μεγάλο της διαμέρισμα για να μένει σε καλές συνθήκες, κοντά στη σχολή του, χωρίς να πληρώνει ενοίκιο. Μόνο όταν ξαναβρέθηκε στη Μόσχα το 1989, έμαθε ο Πάρνης την αλήθεια: ο Χικμέτ πλήρωνε 200 ρούβλια ενοίκιο έχοντας συμφωνήσει με την οικοδέσποινα να το κρατήσει μυστικό από τον Πάρνη. Αλλά αυτή δεν ήταν η μόνη ανιδιοτελής γενναιοδωρία του.
Όταν ο Ζαχαριάδης εκτοπίστηκε στη βόρεια Ρωσία, ο Χικμέτ τού έστειλε μέσω του Πάρνη ένα σεβαστό ποσό για να τον στηρίξει. Σ’ αυτή τη χρηματική βοήθεια αναφέρεται ο Ζαχαριάδης στο γράμμα που έστειλε στον Αλέξη Πάρνη στις 2 Αυγούστου 1956. Ο Χικμέτ είχε συναντηθεί για πρώτη φορά με τον Ζαχαριάδη στην τιμητική φρουρά στη σωρό του Λένιν, το 1924. Τέτοιας ποιότητας άνθρωπος ήταν.
Στο βιβλίο του «Οι αιτίες για τις ήττες, τη διάσπαση του ΚΚΕ και της ελληνικής Αριστεράς», ο Γούσιας, μέλος του Πολιτικού Γραφείου και αντιστράτηγος του ΔΣΕ, γράφει «αυτός (αναφερόμενος στον Στ. Γιαννακόπουλο ή Π. Ανταίο) κήρυξε εξοντωτικό πόλεμο στη Μόσχα κατά του αγωνιστή και θεατρικού συγγραφέα Αλέξη Πάρνη (και) αν δεν επενέβαινε ο αγωνιστής ποιητής Ναζίμ Χικμέτ θα είχε σταλεί στη Σιβηρία». Τόσο επικίνδυνη ήταν η κατάσταση για τον Πάρνη και τόσο σθεναρή η στήριξή του από τον Χικμέτ, όπως αποδεικνύεται από τις αναφορές στο όνομά του σε πολλά από τα έγγραφα που περιέχονται στο σοβιετικό φάκελο που ανακάλυψε ο ιστορικός Νίκος Παπαδάτος.
Αλλά πέρα από την αγωνιστικότητα, τη φιλία και συντροφικότητα, φαίνεται από τα «συμφραζόμενα» ότι ο Χικμέτ εκτιμούσε πολύ το συγγραφικό έργο του Πάρνη. Διανοούμενοι αυτού του βεληνεκούς, με μεγάλη συνέπεια και κύρος, δεν θα έβαζαν αβασάνιστα τις υπογραφές τους κάτω από έργα που δεν τα πίστευαν. Αναμφίβολα, η θητεία του Πάρνη στους κοινούς αγώνες και το σθένος με το οποίο υπερασπιζόταν τις «αντικομματικές» θέσεις του χωρίς να φοβάται τις συνέπειες, δεν θα άφηναν ανεπηρέαστο ούτε τον Χικμέτ. Αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός από τις ενέργειες που είχαν άμεση συνάφεια με τον σύντροφο πολίτη Πάρνη και εκδηλώνονταν είτε με πράξεις συναδελφικότητας είτε με πράξεις αλληλεγγύης και προστασίας, ο Χικμέτ δεν παρέλειψε τον Πάρνη από τη συνολική αξιολόγηση του σοβιετικού θεάτρου του οποίου ήταν αφοσιωμένος μύστης.
Ο Χικμέτ έλεγε ότι από το θέατρο είχε επηρεαστεί περισσότερο στη συγγραφή του και όχι από τη λογοτεχνία. Στα απομνημονεύματά του που γράφτηκαν μερικούς μήνες πριν από τον πρόωρο –σε ηλικία μόλις 61 ετών– θάνατό του (3 Ιουνίου 1963), ο Χικμέτ σχολιάζει το ρωσικό-σοβιετικό θέατρο εκθειάζοντας τα έργα μεγάλων συγγραφέων και σκηνοθετών, όπως οι Γκόγκολ, Γκόρκι, Οστρόφσκι, Στανισλάφσκι, Μέγιερχολντ, Βαχτάνγκοφ κ.ά. Αναλύει ό,τι αξιοσημείωτο έχει παρακολουθήσει στα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση, αλλά και από το 1951 που εγκαθίσταται οριστικά στη Μόσχα. Σ’ αυτό τον απολογισμό (βλ. σάιτ «Κατιούσα»), αναφερόμενος στη ναυαρχίδα των θεάτρων γράφει «από τις τότε παραστάσεις του ‘‘Θεάτρου Μάλι’’, δεν θυμάμαι τίποτα. Από την πρόσφατη δουλειά του, μου άρεσε το ‘‘Νησί της Αφροδίτης’’ του Αλέξη Πάρνη.»
Επίσης, στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου «Νίκος Μπελογιάννης» στη ρωσική γλώσσα, ο Χικμέτ γράφει «πριν ακόμα γνωριστούμε με τον Πάρνη, πριν μιλήσουμε, πριν ανταλλάξουμε την πρώτη χειραψία, μου έτυχε να γνωρίσω τους στίχους του. Κι αυτοί κι ό,τι θα διάβαζα μετά μ’ άρεσε πολύ.»
Ο Χικμέτ θαύμαζε τον επαναστάτη Ζαχαριάδη που ήταν επικεφαλής του μεγάλου αντιιμπεριαλιστικού πατριωτικού μετώπου στην Ελλάδα. Στη φυλακή ακόμα, με 28 χρόνια κάθειρξη στην πλάτη του, έγραψε το 1948 το συγκλονιστικό ποίημα «Στηθάγχη», που όλοι το γνωρίζουμε από τις θαυμάσιες μελοποιήσεις του Μάνου Λοΐζου και του Θάνου Μικρούτσικου, με τις φωνές του Μάνου και της Μαρίας Δημητριάδη, σε απόδοση του Γιάννη Ρίτσου.
“Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα
η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται
με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το κίτρινο ποτάμι
Κι ύστερα, γιατρέ, την κάθε αυγή
την κάθε αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα
πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται”
Τον Απρίλη του 1952, σε αντιστοιχία με τον Πικάσο που σκιτσάρισε τον Μπελογιάννη με το γαρίφαλο, δημοσίευσε το περίφημο ποίημά του «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο» και δραστηριοποιήθηκε με παρεμβάσεις σε διάφορες χώρες για τη διάσωση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Θεωρούσε τους Έλληνες και Τούρκους αδέλφια με κοινούς εχθρούς, διαχωρίζοντας τους λαούς από τις φαύλες εξουσίες, του Πλαστήρα και του Μεντερές, τότε. Η «γνήσια Ελλάδα» έλεγε «είναι η Ελλάδα του Μπελογιάννη και των χιλιάδων Ελλήνων που υποφέρουν στις φυλακές». Και αργότερα παρότρυνε τους συμπατριώτες του στην Κύπρο να παλέψουν μαζί με τους Έλληνες ενάντια στον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Μπορεί τα ποιήματά του να άργησαν να μεταφραστούν στα ελληνικά, αλλά η ανταπόκρισή τους στην Ελλάδα ρίζωσε την παρουσία του Χικμέτ στο συλλογικό μας μνημονικό. Είναι καταδικός μας ο Χικμέτ!
Οι Σοβιετικοί διανοούμενοι
Τι ήταν, όμως, αυτό που έκανε τον Πάρνη τόσο συμπαθή και δημοφιλή σ’ αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους; Είναι λογικό να υπάρχουν δυσκολίες στο να καταλάβουμε όλους τους λόγους που σημαντικότατες φυσιογνωμίες της πνευματικής ζωής είχαν δημιουργήσει ένα πλέγμα προστασίας γύρω από τον Πάρνη, έναν ποιητή που ήταν άγνωστος στην πατρίδα του. Κι αυτές πηγάζουν από τις διαφορές που υπάρχουν στις κουλτούρες των λαών, αλλά και στις ειδικές συνθήκες κατά την περίοδο που λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα.
Οι διανοούμενοι είχαν πάρει μεγάλες πρωτοβουλίες για να ξαλαφρώσουν ψυχολογικά τον συντετριμμένο από τις συνέπειες της γερμανικής εισβολής τον πολυεθνικό λαό της ρημαγμένης Σοβιετικής Ένωσης. Σχεδόν δεν υπήρχε οικογένεια χωρίς θύματα. Οι περισσότερες πόλεις και τα χωριά της Ουκρανίας, της Ρωσίας και της Λευκορωσίας είχαν ισοπεδωθεί, οι υποδομές και οι παραγωγικές μονάδες ειδών πρώτης ανάγκης είχαν καταστραφεί και εκατομμύρια άνθρωποι είχαν μετακινηθεί βίαια από τις εστίες τους. Στο τεράστιο έργο της ανοικοδόμησης οι διανοούμενοι είχαν ενεργητικό ρόλο. Γι’ αυτό, για πολλά χρόνια μετά τη νίκη, συνέχισαν να γράφουν ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα και τραγούδια με θέματα από τον πόλεμο, τον άφθαστο ηρωισμό και τις ασύλληπτες απώλειες και κακουχίες των ανθρώπων, μαχητών και αμάχων.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, δεν είναι παρακινδυνευμένο να θεωρήσει κανείς ότι ο Αλέξης Πάρνης συμβόλιζε τους ανθρώπους που σε μια άλλη χώρα έδωσαν τον ίδιο αγώνα, υπέστησαν ανάλογες συμφορές και, το χειρότερο, δεν δικαιώθηκαν καν. Ξένος στη Σοβιετική Ένωση, χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, συνέχισε να γράφει με φλόγα και πάθος για τους αγώνες του λαού του και για τους ήρωες του. Και, μάλιστα, με ύφος που γινόταν κατανοητό από τους Ρώσους και τους Ουκρανούς, με ποιητική γλώσσα που χρησιμοποιούσε κοινά εργαλεία και κώδικες, όπως την ομοιοκαταληξία και το ρεαλισμό που είναι συμβατά με τη ρώσικη ποίηση.
Επίσης, η υποστήριξη που απολάμβανε ο Πάρνης ακόμα και μετά τη διαγραφή του από το ΚΚΕ, μάλλον είχε ένα μεγαλύτερο συμβολισμό, μια ευρύτερη διάσταση. Ήταν και αποτέλεσμα της εκτίμησης που έτρεφαν για τον Νίκο Ζαχαριάδη οι σοβιετικοί διανοούμενοι και αντιλαμβάνονταν ότι η καθαίρεσή του από τη θέση του γενικού γραμματέα έγινε με πραξικόπημα που οργανώθηκε στο Κρεμλίνο. Εξάλλου, όπως λέει ο Πάρνης, πολλοί σοβιετικοί διανοούμενοι είχαν αρνητική γνώμη για τις εκκαθαρίσεις που εφαρμόζονταν σε βάρος πολιτών που έπεφταν σε δυσμένεια. Κι αν δεν το εκφράζανε ανοιχτά, στήριζαν με τον τρόπο τους αυτούς που το έκαναν. Για τους διανοούμενους που στάθηκαν στο πλευρό του Πάρνη, ο Ζαχαριάδης και όσοι έμειναν πιστοί στον ηγέτη τους ήταν αγωνιστές και όχι τυχοδιώκτες και εχθροί του λαού όπως τους παρουσίαζαν όσοι συντάχθηκαν με τις επιλογές των Σοβιετικών αξιωματούχων και προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν με αφορισμούς την ανατροπή της νόμιμης ηγεσίας του ΚΚΕ.
(στο επόμενο:Φάκελος Αλέξη Πάρνη: αποκλεισμός, ανακωχή, θαύμα!)
Να σταματήσουμε τον δήμιο
Άλλη μια κατηγορία προερχόμενη από κύκλους του κόμματος, ήταν ότι δεν πήρε μέρος στην εκστρατεία σωτηρίας του Μανώλη Γλέζου που δικαζόταν στο Τακτικό Στρατοδικείο Αθηνών το 1959, μαζί με άλλους κατηγορούμενους για κατασκοπία. Όμως, η απόκρουση αυτής της κατηγορίας από τον Πάρνη στηρίζεται σε ένα αδιάσειστο στοιχείο: το ποίημα που έγραψε για τον Γλέζο και δημοσιεύτηκε στην έγκυρη «Λιτερατούρναγια Γκαζέτα» υπό τον τίτλο «Να σταματήσουμε το δήμιο», στις 11 Ιουλίου 1959. Η δίκη του Γλέζου και των συγκατηγορουμένων του για κατασκοπία είχε ξεκινήσει δύο μέρες πριν στο Τακτικό Στρατοδικείο Αθηνών. Επί πρωθυπουργίας Καραμανλή, δέκα χρόνια μετά τη λήξη του «εμφυλίου», οι πολιτικές υποθέσεις εξακολουθούσαν να εκδικάζονται από τα στρατοδικεία. Από τον Μάιο είχε αναπτυχθεί διεθνής κινητοποίηση αλληλεγγύης με μπροστάρηδες προσωπικότητες επιπέδου Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Αλμπέρ Καμύ κ.ά. Τελικά, ο Γλέζος καταδικάστηκε στις 22 Ιουλίου 1959 σε 5 χρόνια φυλάκιση, 4 χρόνια εκτόπιση και 8 χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, αλλά απελευθερώθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1962 προκειμένου να καταλαγιάσει η διεθνής κατακραυγή.
Σημειωτέον ότι σε μεταγενέστερη επιστολή του Πάρνη προς τον υπουργό Εσωτερικών της ΕΣΣΔ, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι οι κομματικοί, το 1957, τον είχαν εμποδίσει να συναντηθεί με τον Γλέζο κατά την επίσκεψή του στη Μόσχα.
Στ. Ελλ.
Ο Παρθενώνας κατηγορεί
του Αλέξη Πάρνη
Στις 9 Ιούλη στην Αθήνα άρχισε η άθλια δίκη του μεγάλου Έλληνα Μανώλη Γλέζου. Η Ελληνική αντίδραση ανέλαβε τον κατάπτυστο ρόλο του απολογητή μιας φασιστικής ενέργειας οργανώνοντας αυτή την πολιτική δικονομική προβοκάτσια. Για να καμουφλάρουν τη βρωμιά τους οι προβοκάτορες της Αθήνας, έφιαξαν το μύθο της «κομμουνιστικής απειλής» παριστάνοντας τους υπερασπιστές της ελληνικής «κρατικής Ασφάλειας».
Όμως ο ελληνικός λαός ξέρει τα πολιτικά πράγματα πολύ καλύτερα απ’ ό,τι νομίζουν οι κυβερνητικοί παράγοντες της Αθήνας. Όλοι οι γνήσιοι Έλληνες πατριώτες έχουν κινητοποιηθεί για να σώσουν τον Μανώλη Γλέζο. Εκατοντάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν έξω από το δικαστικό κτήριο για να εκφράσουν την αντίθεσή τους στη δικαστική αυθαιρεσία απαιτώντας την απελευθέρωση του ήρωα που ο γνωστός του άθλος στα σκληρά χρόνια της χιτλερικής κατοχής, έκανε τόσο περήφανη τη χώρα του.
Σταματήστε τους δήμιους. Λευτεριά στο Μανώλη Γλέζο! -φωνάζουν σ’ όλο τον κόσμο οι άνθρωποι καλής θέλησης.
Στρατοδικείο… Τη βαριά του θύρα χτυπάει δυνατά ένας επίμονος επισκέπτης.
Είναι πολύ γέρος αλλά ευθυτενής σαν ομηρικό έπος, λαλίστατος σαν ανοιξιάτικη πηγή.
– Κάνε πίσω! -φωνάζει ο φρουρός. Ποιός είσαι εσύ;
– Ο Παρθενώνας είμαι! Δε με γνώρισες;
Είμαι ο χρόνος που ποτέ δεν κάνει πίσω.
Δρασκέλισε το κατώφλι, μπήκε στην αίθουσα.
Αγρίεψε ο δικαστής με τον απρόσκλητο επισκέπτη:
– Γιατί ξεπρόβαλες δίχως κλήση;
– Ο γήλιος δε χρειάζεται πρόσκληση για ν’ ανατείλει! Ούτε ο κεραυνός ζητάει την άδεια για να βροντήξει.
Είμαι κι εγώ ένα στοιχείο που ενεργεί αυτόβουλα.
– Ποιο είναι τ’ όνομά σου;
– Παρθενώνας!
– Επώνυμο;
– Αιώνιος!
– Επάγγελμα;
– Δάσκαλος του ωραίου!
– Ορκίσου ότι θα πεις την πάσαν αλήθεια!
– Ορκίζομαι. Η αλήθεια είναι η γλώσσα του ωραίου. Σκοπεύω να μιλήσω στη μητρική μου γλώσσα!
– Τέλος πάντων. Τι ξέρεις για τον κατηγορούμενο;
Πότε συναντήθηκες μαζί του για πρώτη φορά;
– Παλιά, πολύ παλιά… Εδώ και δύο χιλιετίες…
Μιλάμε θαρρώ μ’ ένα παράφρονα γέροντα,
ο κατηγορούμενος δεν είναι ούτε σαράντα…
– Λεν υπολογίζετε καθόλου σωστά.
Ο κατηγορούμενος είναι άνθρωπος του άθλου.
Κι έχει γεννηθεί σ’ αμνημόνευτα χρόνια μαζί με τη γενναιότητα και το θυμό.
Όταν σήκωσα τ’ ανάστημά μου σ’ αυτή τη γη, εκείνος ήταν κιόλας γεννημένος κι η δόξα του ήταν πασίγνωστη,
Τον θυμάμαι να περνάει με το δόρυ και την ασπίδα, τότε στους Περσικούς πολέμους, είτε κρατώντας το καριοφίλι τον καιρό του σουλτάνου, όταν είχαν κάνει εμένα, τον Παρθενώνα, απλό τζαμί.
Το βήμα του ταίριαζε πολύ με το χτύπο της καρδιάς μου. Κι ύστερα έφτασε η μαύρη χρονιά του φασίστα, που ’ρθε και σήκωσε τη μαύρη σημαία στο βράχο μου. Ήταν το χέρι ενός άνεμου εφιάλτη που με χαστούκιζε κι εγώ νοιώθοντας σα δάκρυ την αυγινή δροσιά στα μάγουλά μου φώναζα τον άνθρωπο του άθλου να ’ρθει τρεχάτος για να με σώσει απ’ την ντροπή.
Κι εκείνος ήρθε βαδίζοντας ανάλαφρα σαν τ’ αστέρια για να σκαρφαλώσει στο χιτλερικό κοντάρι και ν’ αρπάξει την εχτρική σημαία που φτερούγιζε σα μαύρο όρνιο πάνω από την ελληνική λεία του.
Κι ύστερα σιωπή… Κανείς, ούτε εχτρός, ούτε φίλος,
δεν είδε το Μανώλη Γλέζο που άφησε το κοντάρι φεύγοντας για την αιωνιότητα της δόξας… – Παρθενώνα! Σιωπή! Σε εγκαλούμε στην τάξη.
Εδώ γίνεται δικαστήριο…»
– Ναι! Όμως ο πρόεδρός του είμαι εγώ!
Έχω πάρει αυτό το δικαίωμα από την Ιστορία, είπε ο Παρθενώνας κι όρθωσε το ανάστημά του ορίζοντας τους είκοσι αιώνες της ηλικίας του σαν ένορκους της σημαντικής αυτής δίκης πριν ανεβεί στην έδρα για να χτυπήσει τον κώδωνα:
– Άρχεται η συνεδρίασις!
(«Λιτερατούρναγια Γκαζέτα», 11 Ιουλίου 1959)