Η ταραχώδης πορεία της σοσιαλδημοκρατίας και οι αναγκαίες απαντήσεις για τη συγκυρία

του Βασίλη Ασημακόπουλου*

 

«Η αστική τάξη από άρχουσα θέλει να γίνει και κυβερνώσα»

Καρλ Μαρξ

 

Η 3η Διεθνής ήδη από τη δεκαετία του ’20 στην πολεμική κατά της σοσιαλδημοκρατίας, θεωρούσε ότι οι συγκεκριμένοι κομματικοί σχηματισμοί – από τη διάσπαση των οποίων είχαν προέλθει τα κομμουνιστικά κόμματα στις περισσότερες περιπτώσεις – είχαν διπλή φύση. Ήταν κόμματα εργατικά-αστικά, που οργάνωναν τη διαμεσολάβηση εργατικών συμφερόντων μέσα στο αστικό κράτος και ταυτόχρονα την αστική ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη[1]. Στην ίδια κατεύθυνση, αλλά στο πεδίο της εγχώριας επιστημονικής ανάλυσης του κομματικού φαινομένου, οι σύγχρονοι πολιτικοί σχηματισμοί και ιδίως τα σοσιαλιστικά/σοσιαλδημοκρατικά, σε μια γόνιμη κατά τη γνώμη μας προσέγγιση, αναλύονται στην κίνησή τους ως κόμματα διπλής συνάρθρωσης των σχέσεων εκπροσώπησης των (κυριαρχούμενων) κοινωνικών τάξεων και των σχέσεων νομιμοποίησης του (καπιταλιστικού) κράτους[2].

Έχοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω, γίνεται κατανοητή η κίνηση των σοσιαλιστικών/σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, η κατεύθυνση της εσωκομματικής τους πάλης, ως ειδικότερη πολιτική έκφραση της ταξικής πάλης και της εξέλιξης της κοινωνικής δομής των εθνικών σχηματισμών όπου δρουν, που την ιστορική περίοδο η οποία ανοίγει μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, λαμβάνει τη μορφή ενός διαρκούς αναθεωρητισμού, ο οποίος είτε δηλώνεται εμφατικά σε κομματικά γεγονότα, είτε απλώς καταγράφεται κάποια στιγμή, ενώ έχει στην πράξη ήδη συντελεστεί δια της διολισθήσεως ως αποτέλεσμα της προχωρημένης κρατικοποίησης-ενσωμάτωσής τους, της κατίσχυσης δηλαδή των σχέσεων νομιμοποίησης του καπιταλιστικού κράτους.

Στην ιστορία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας  στο συνέδριο του SPD στο Μαντ Γκόντεσμπερκ (1959) καταγράφεται και διακηρυκτικά η απόρριψη του τελικού επαναστατικού σκοπού του κόμματος, του εξελικτικού σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και αντικαθίσταται από την κοινωνική διαχείριση του καπιταλισμού, ενώ ο μαρξισμός αποσιωπάται. Η άρνηση του τελικού σκοπού, συμβάδιζε στη συγκυρία με τη ρητά αντι-σοβιετική γεωπολιτική τοποθέτηση. Στη γαλλική σοσιαλδημοκρατία, το ιστορικό συνέδριο του Επινέ (1971) κατέγραψε τη ριζοσπαστικοποίηση του κόμματος, ως αποτέλεσμα του κλίματος του ’68, ακολούθησε  το κοινό πρόγραμμα σοσιαλιστών-κομμουνιστών (1972), η ριζοσπαστική κυβερνητική εμπειρία των ετών 1981-1982 που τη διαδέχθηκε ο συμβιβασμός του 1983 και η εγκατάλειψη των μαρξιστικών αναφορών στο συνέδριο της Τουλούζης το 1985. Κρίσιμοι κόμβοι ήταν η κρατικοποίηση του κόμματος σε συνδυασμό με την φιλο-ΕΟΚική και γενικότερα φιλο-δυτική γραμμή στο γεωπολιτικό ανταγωνισμό ήδη από την ριζοσπαστική περίοδο του γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος.[3] Στην ισπανική εμπειρία η αναθεωρητική στροφή είχε ήδη ολοκληρωθεί τη δεκαετία του ’70, πριν την πρώτη εκλογική νίκη (1982). Στο  26ο συνέδριο του (εξόριστου) PSOE στη γαλλική πόλη Σουρενς (1972) η ανανεωτική πτέρυγα επικράτησε της παραδοσιακής. Στο 27ο συνέδριο (1976) – και πρώτο στη μεταφρανκική Ισπανία – το κόμμα αυτοχαρακτηρίζεται ακόμα μαρξιστικό, κάτι που ρητά θα αλλάξει στο έκτακτο συνέδριο (1979), που μεθόδευσε και οργανωτικά έλεγξε το δίδυμο Γκονζάλες-Γκουέρα, αποτέλεσμα της ανοιχτά φιλο-ΕΟΚ γραμμής της ηγετικής ομάδας των Ισπανών σοσιαλιστών, με την ειδικότερη μορφή της πρόσδεσης στο SPD. Η ελληνική εμπειρία είναι μάλλον γνωστή. Η (οριστική) στροφή του 1985 (οικονομική και γεωπολιτική) αιτιολογείται στα κομματικά ντοκουμέντα της περιόδου 1986-1988[4], που συγκροτούν το αναθεωρητικό αφήγημα της κρατικοποιημένης γραφειοκρατίας του ΠΑΣΟΚ.

Την περίοδο μετά το ’89-’90, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία περνά έναν νέο αναθεωρητισμό[5]. Την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, διαδέχεται η σοσιαλφιλελεύθερη πολιτική κατεύθυνση, θεμελιωμένη σε μια ορισμένη θεώρηση του ρεαλισμού-πραγματισμού[6]. Η δυναμική της διεθνοποίησης του καπιταλισμού, ήδη κυρίαρχη τάση από τη δεκαετία του ’70 και κινούμενη από τα κάτω, θεσμοποιείται και από τα πάνω (νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση). Η ηγεμονική μορφή που λαμβάνει είναι η υπεριμπεριαλιστική νεοφιλελεύθερη οργάνωση του κόσμου και των κοινωνιών σε τρία κατά βάση ανταγωνιστικά γεωπολιτικά-γεωοικονομικά μπλοκ[7]. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα απ’ αυτά. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ήδη οργανικά αστικοποιημένα, ως ιδεολογικοί και υλικοί μηχανισμοί των εθνικών κρατών στα οποία δρουν, αλλά και υπερεθνικοί ταυτόχρονα, βρίσκονται στον πυρήνα της (νεο)φιλελεύθερης γραμμής, υπηρετώντας το υπεριμπεριαλιστικό σχέδιο στην πολιτική του μορφή και οργανώνοντας τη συναίνεση των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων, εγγράφοντας παράλληλα την τριτογενοποίηση των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών, τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, την άνοδο των μικρο-μεσο αστικών στρωμάτων που κινούνται δυναμικά στις διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα. Ορισμένα κομματικά επεισόδια σ’ αυτή τη διαδρομή είναι: α) η (συμβολικού χαρακτήρα) κατάργηση του άρθρου IV του καταστατικού του Εργατικού Κόμματος της Αγγλίας (1995) περί κοινωνικοποιήσεων των μέσων παραγωγής ως τελικού σκοπού του κόμματος, η περαιτέρω μείωση της εκπροσώπησης των συνδικάτων στα όργανα του κόμματος και η ανάδυση του Νέου Εργατικού Κόμματος, β) η υιοθέτηση της ‘μεταρρυθμιστικής’ ατζέντας 2010 από την ηγεσία του SPD και η αντικατάσταση του βασικού προγράμματος που είχε εγκριθεί στο συνέδριο του Βερολίνου το 1989, γ) η αδυναμία-άρνηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων να ανατρέψουν τη συνθήκη της Ε.Ε. (Μάαστριχτ) όταν είχαν την κυβερνητική πλειψηφία στα τέλη της δεκαετίας του ’90 σε 12 από τα 15 κράτη-μέλη της Ε.Ε., δ) η υποστήριξη των φιλο-ΕΕ ψηφοδελτίων στα δημοψηφίσματα της περιόδου μετά το ’90 ε) Η νίκη της εκσυγχρονιστικής μερίδας της γραφειοκρατίας έναντι της παραδοσιακής στο 4ο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ (1996) ως αποτέλεσμα μιας ήδη συντελεσμένης εξέλιξης, που έλυσε την αντίφαση μεταξύ εκσυγχρονιστικής κυβερνητικής πρακτικής και στοιχείων παραδοσιακού λόγου ΠΑΣΟΚ όπως αυτός είχε αντιφατικά διαμορφωθεί και που επιβίωναν ακόμα και στο ηγετικό επίπεδο την περίοδο ‘85-‘95, με διαφορές έμφασης[8]. Η γιωργοπαπανδρεϊκή εκδοχή από το 2004 και μετά αποτέλεσε την ultra εκσυγχρονιστική-δεξιά συνέχεια.

Οι διασπάσεις της νέας σοσιαλδημοκρατίας (Λαφοντέν στη Γερμανία πάλη απέναντι στην αντζέντα 2010, Μελανσόν στη Γαλλία, πάλη απέναντι στο Ευρωσύνταγμα, ενίσχυση του ριζοσπαστικού σοσιαλιστικού κόμματος στην Ολλανδία –Μαρεϊνσεν- στη συγκυρία του δημοψηφίσματος ενάντια στο Ευρωσύνταγμα, κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ τη μνημονιακή περίοδο κλπ) έχουν στοιχειακά τα χαρακτηριστικά της τοποθέτησης στην κυρίαρχη αντίθεση της συγκυρίας, υπεριμπεριαλισμός απέναντι στην εθνική-δημοκρατική γραμμή με ανοιχτή την κοινωνική προοπτική. Γι’ αυτό έχουν ιστορικό και κοινωνικό βάθος. Γι’ αυτό το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν αδύνατο να στηρίξει Μελανσόν στον α΄ γύρο των προεδρικών εκλογών, ακόμα και αν με τη στάση του άφησε την αριστερά χωρίς υποψήφιο στο β΄ γύρο. Γιατί δεν είναι πλέον αριστερά ή ορθότερα τοποθετείται υπέρ της ηγεμονικής αστικής στρατηγικής στη συγκυρία, που είναι ο υπεριμπεριαλιστικός νεοφιλελευθερισμός. Γι’ αυτό από την άλλη οι ψηφοφόροι του Μελανσόν δεν χειραγωγήθηκαν από ένα ψευδο-αντιφασιστικό μιντιακό μέτωπο υπέρ του Μακρόν, κινούμενοι στο λευκό-άκυρο-αποχή στο β΄ γύρο. Κατανόησαν αυτό που εκπροσωπούσε η υποψηφιότητα Μακρόν. Την αστική τάξη – στην κυρίαρχη μερίδα του πολυεθνικού, μονοπωλιακού, χρηματιστικού κεφαλαίου- που από άρχουσα θέλει να γίνει και κυβερνώσα. Χωρίς ενδιάμεσους ή μειώνοντας το ρόλο των διαμεσολαβητών.

Αυτός είναι και ένας δομικός λόγος για τον οποίον τα εγχώρια εγχειρήματα της λεγόμενης κεντροαριστεράς, δεν υπερβαίνουν τον ορίζοντα των ατομικών αγωνιών ενός μεγάλου – και προς το παρόν κατακερματισμένου – συνασπισμού κομματικών παραγόντων, ασχέτως αν ο πολιτικός συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ τους παρέχει αντικειμενικά χώρο[9]. Η κυρίαρχη αντίθεση της συγκυρίας μορφοποιήθηκε ανάμεσα στους σοσιαλιστές υπέρ του μνημονίου και στους σοσιαλιστές έναντια στο μνημόνιο, οδηγώντας στην εκλογική εδηκοποίηση του ΠΑΣΟΚ, στους σοσιαλιστές του ναι στο δημοψήφισμα το 2015 και στους σοσιαλιστές του όχι[10]. Στους ‘Μένουμε Ευρώπη’ απέναντι στο εθνικο-λαϊκό μπλοκ. Γι’ αυτό και η «αριστερή» εσωκομματική αντιπολίτευση στο ΣΥΡΙΖΑ του ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ θέλει να πάει με το ‘ΠΑΣΟΚ που βρωμάει’ σύμφωνα με τη σχετική  ιδιαιτέρως εύγλωττη διατύπωση πρώην υπουργού[11].

Το ζήτημα για τους αριστερούς σοσιαλιστές και την αριστερά ευρύτερα είναι να τοποθετηθεί με ευκρίνεια στην κυρίαρχη αντίθεση στη συγκυρία, στην πάλη απέναντι στο νεοφιλελεύθερο υπεριμπεριαλισμό. Αν μπορεί. Απαντώντας στα ειδικότερα και συγκεκριμένα ζητήματα κάθε εθνικού κοινωνικού σχηματισμού, πέρα από στενά οικονομίστικες θεωρήσεις, που τελικά η ιστορία απέδειξε ότι είναι ενσωματώσιμες[12]. Διαφορετικά η αμφισβήτηση του κατεστημένου θα λαμβάνει κυρίαρχα τη μορφή ενός Τραμπ και όχι ενός Σάντερς, το Brexit θα το καθοδηγούν οι συντηρητικοί και όχι οι εργατικοί του αριστερού Γκόρμπιν,  την αντισυστημική ψήφο στη Γαλλία θα την κερδίζει η Λεπέν αντί του Μελανσόν και γενικότερα τα αντι-ΕΕ και αντι-παγκοσμιοποιητικά κινήματα θα ηγεμονεύονται από εθνικιστικούς κομματικούς σχηματισμούς στον πολιτικό ανταγωνισμό. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται…

———————-

[1] Βλ. την έκδοση της Γ΄ Διεθνούς Για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως αναφέρεται στο Μπύσι-Γκλυκσμαν Κ.- Θερμπορν Γ, Η σοσιαλδημοκρατική πρόκληση, εκδ. Θεμέλιο, 1984, σελ. 66-67, Παπακωνσταντίνου Π., Αριστερά, κυβέρνηση και κράτος. Κλασικές αναλύσεις, σύγχρονες εμπειρίες, εκδ. Α.Α. Λιβάνη, 2015, σελ. 167

[2] Βερναρδάκης Χ. – Μαυρής Γ., Η έννοια της σχέσης εκπροσώπησης, περ. Θέσεις, τχ. 18ο/1987, Βερναρδάκης Χ., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1974-1985. Σχέσεις εκπροσώπησης και σχέσεις νομιμοποίησης στο φως του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού, αδημ. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1995.

[3] Για μια κριτική του Κοινού Προγράμματος σοσιαλιστικών-κομμουνιστών ακριβώς στη συγκεκριμένη διάσταση βλ. Παπανδρέου Α., Ο Ευρωκομμουνισμός δεν είναι ο δρόμος για τον σοσιαλισμό στην Ελλάδα, εφημ. Εξόρμηση, 11-3-1977

[4] Βλ. 2η Ειδική Σύνοδος ΚΕ ΠΑΣΟΚ (λεγόμενη σύνοδος της Χαλκίδας, 1986), περ. Σοσιαλιστική Θεωρία και Πράξη, τχ. 2ο/1986, 22η Σύνοδος Κ.Ε. ΠΑΣΟΚ (1987), περ. Σοσιαλιστική Θεωρία και Πράξη, τχ. 3ο/1987, Παπανδρέου Α. Το ΠΑΣΟΚ μπροστά στο παρόν και το μέλλον της Ελλάδας (γνωστό και ως Μανιφέστο), εκδ. ΠΑΣΟΚ, 1988. Πρόκειται για την αντικατάσταση της θεωρίας της εξάρτησης που αποτέλεσε κεντρικό αναλυτικό εργαλείο – σε φθίνουσα πορεία- την περίοδο 1974-1985, από τις θεωρίες του εκσυγχρονισμού.

[5] Για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας υπάρχει μια εξαιρετικά πλούσια βιβλιογραφία. Βλ. ενδεικτικά Σασσούν Ντ., Εκατό χρόνια σοσιαλισμού, τ. 2, εκδ. Καστανιώτη, 2001, Moschonas G., In the name of Social Democracy. The great transformation : 1945 to the present, London, Verso, 2002, Κατσούλης Η., Νέα σοσιαλδημοκρατία. Περιεχόμενα πολιτικής, θεσμοί, οργανωτικές δομές, εκδ. Ι. Σιδέρης 2002, Μποτόπουλος Κ., Σοσιαλιστές και εξουσία. Ελλάδα-Γαλλία-Ισπανία στη δεκαετία του ’80, εκδ. Πόλις, 1994, Μπελαντής Δ., Αριστερά και εξουσία. Ο «δημοκρατικός δρόμος» προς το σοσιαλισμό, εκδ. Τόπος, 2014 και ας μας επιτραπεί το υπό έκδοση βιβλίο μας Πρώτη φορά Αριστερά. Αντιθέσεις, αντιφάσεις, εσωτερικές συγκρούσεις στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1990 και οι βάσεις του πολιτικού μεταμορφισμού του .

[6] Γκίντενς Α., Ο τρίτος δρόμος. Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας, εκδ. Πόλις, 1998.

[7] Φωτόπουλος Τ., Η νεοφιλελεύθερη συναίνεση και η κρίση της οικονομίας ανάπτυξης, εκδ. Γόρδιος, 1993, σελ. 265

[8] Οι διασπάσεις-αποχωρήσεις από το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1996-2004 (ΔΗΚΚΙ, Δ.Π.Ε.), αλλά και ορισμένες δευτερεύουσες πολιτικο-οργανωτικά όψεις της εσωκομματικής αντιπολίτευσης της ίδιας περιόδου, διεκδίκησαν μια διαφορετική προοπτική στη συνέχεια του δημοκρατικού χώρου, αλλά ηττήθηκαν σ’ εκείνη τη συγκυρία. Θα επανεμφανιστούν με διάφορες μορφές στους χρόνους της αντιμνημονιακής πάλης.

[9] Για μια αποτίμηση της εμπειρίας ΣΥΡΙΖΑ, βλ. το Αφιέρωμα Ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς προσωπείο, περ. Τετράδια, τχ. 66ο-67ο/2016.

[10] Για την κίνηση των αριστερών σοσιαλιστών στη συγκυρία 2009-2016, από μια επιμέρους οπτική-συνιστώσα, βλ. Έξοδος. Στο δρόμο για τη λαϊκή μεταπολίτευση, εκδ. Νέος Αγωνιστής/ Στοχαστής, 2012, Ασημακόπουλος Β., Πορεία Αριστερά. Επισημάνσεις και εκτιμήσεις για την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ και άλλες ιστορίες… εκδ. Γόρδιος, 2016.

[11] Για το ζήτημα της κεντροαριστεροποίησης του ΣΥΡΙΖΑ, βλ. Ρινάλντι Ρ. «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε…» Μία κατάθεση για τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, εκδ. Α/συνέχεια, 2016

[12] Για το κομβικό αυτό ζήτημα ενδεικτικά βλ. Τουμανίδης Π., Εσωτερική κρίση, πλέγμα εξάρτησης και ελληνοτουρκικές σχέσεις, περ. Τετράδια, τχ. 68ο– 69ο/2017

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!