Σχετικά με το χρόνο που κατατέθηκε η πρόταση μομφής, αρχικά θα αναφερθώ σε έναν προβληματισμό που διατυπώθηκε για το εάν θα έπρεπε να είχε κατατεθεί τον Ιούνιο, με δεδομένη την κατάσταση του κινήματος, η οποία τότε υπήρξε σαφώς πιο μαζική και πιο έντονη.
Η πρόταση μομφής τότε, υπολογιζόμενη σαν ένα μικρό αλλά υπαρκτό εργαλείο άσκησης πολιτικής, θα συνεπικουρούσε άραγε το κίνημα ή θα μετέφερε τη σύγκρουση σε ένα άλλο πεδίο, το κοινοβουλευτικό πεδίο και μόνον;
Θα ήταν τελικά ένα εργαλείο τόνωσης του κινήματος ή όπως και άλλες φορές (Σύνταγμα, Μεσοπρόθεσμο) μία ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση θα «έστελνε» τον κόσμο σπίτι του, έχοντας υποστεί ακόμη μία κοινοβουλευτική ήττα; Εκτιμώντας τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων, πιστεύω το δεύτερο.
Μιλώντας όμως για την πρόταση καθαυτή, εκτιμώ ότι το πολιτικό περιβάλλον σήμερα είναι πολύ πιο ώριμο, με την έννοια ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία κυβέρνηση η οποία είναι έτοιμη να περάσει νέα, πολύ επώδυνα μέτρα, μέτρα εξοντωτικά και προκειμένου να περάσει αυτά τα μέτρα δίνει καθημερινά μαθήματα βίαιης επίθεσης κατά της ίδιας της δημοκρατίας και των θεσμών, επίθεσης εναντίον του κινήματος και μάλιστα επίθεσης που παίρνει και τη μορφή πολιτικών διώξεων.
Ως προς τα αποτελέσματά της η πρόταση δυσπιστίας απάντησε σε δύο σοβαρότατα ερωτήματα: Με ποιους και πώς. Η δική μας μεγάλη συμμαχία χτίζεται εντός της κοινωνίας. Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο είναι η πρώτη φορά που το «ή εμείς ή αυτοί», απέκτησε εκείνη την πολιτική σαφήνεια που τρόμαξε την κυβέρνηση. Αντί λόγος «διχαστικός», όπως όλο τον προηγούμενο καιρό διατυμπάνιζε η κυβέρνηση, αποδείχθηκε λόγος ενωτικός εναντίον της κυβέρνησης, εναντίον όλων όσων ποδοπατούν το λαό μας, προκειμένου να υπηρετήσουν τα συμφέροντα της τάξης τους και των τραπεζιτών. Αλλά και εναντίον όλων εκείνων των ντεμί αντιμνημονιακών που στην πράξη, ανενδοίαστα και ανερυθρίαστα, αποτελούν τη χρυσή εφεδρεία της κυβέρνησης.
Όσον αφορά το πώς. Είναι αυτονόητο ότι αυτό που λείπει από το λαό μας δεν είναι μια τηλεοπτική νίκη, αλλά η νίκη ενός αγώνα. Η νίκη ενός λαού.
Όπως επίσης είναι αυτονόητο –και αυτό το αυτονόητο το υπογράμμισε η πρόταση μομφής– αυτή η νίκη δεν μπορεί να κατακτηθεί με κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ακόμη και με τις πλέον συγκρουσιακές, αλλά μόνον με τη συμβολή του ίδιου του κινήματος. Η νίκη δεν μπορεί να κατακτηθεί με ανάθεση, είτε είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση είτε στην κυβέρνηση, αλλά με την ενεργητική συμμετοχή του λαού μας.
Όταν, δε, μια κοινοβουλευτική διαδικασία απογυμνώνει την κυβέρνηση, όπως η παρουσία Σαμαρά-Βενιζέλου, η επιχειρηματολογία όλου του κυβερνητικού μπλοκ με αναφορές περισσότερες στο Τέξας παρά στην υπεράσπιση της κυβερνητικής πολιτικής, τότε το κίνημα αποκτά μεγαλύτερη δύναμη και περισσότερα ερείσματα.Όταν κυρίως μια κοινοβουλευτική διαδικασία αποδυναμώνει την κυβέρνηση, και δεν εννοώ μόνον την κ. Τζάκρη ή την ψήφο ανοχής κάποιων βουλευτών, αλλά και την πρόσφατη παρέμβαση Μπακογιάννη, τότε το κίνημα ενισχύεται με την προοπτική της νίκης.
Συνυπολογίζοντας όλους αυτούς τους παράγοντες, θαρρώ ότι ποτέ καμία πρόταση μομφής από τη μεταπολίτευση και μετά δεν προκάλεσε τόσους κραδασμούς, αλλά και δεν άνοιξε το δρόμο –υπό την προϋπόθεση της ενεργοποίησης του κινήματος– στην προοπτική μιας δημοκρατικής ανατροπής.
* Η Σοφία Σακοράφα
είναι Βουλευτής Β’ Αθήνας