Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Με τη νέα χρονιά, κυκλοφόρησαν δύο πανέμορφες ταινίες, με ενδιαφέροντα τρόπο προσέγγισης του αφηγηματικού είδους που πραγματεύονται.

Στη Σιωπηλή Δολοφόνο (Bραβείο Σκηνοθεσίας, Κάννες ’15), ο 68χρονος Ταϊβανέζος Χου Χσιάο Χσιέν επιλέγει το δημοφιλέστερο ασιατικό είδος πολεμικών τεχνών γούξια, επιχειρώντας νέα καλλιτεχνική προσέγγιση στη βιομηχανία υπερθεάματος. Απαλλαγμένος από την αιματοβαμμένη βία που λάτρεψε ο Ταραντίνο, δημιουργεί μια λυρική ταινία που βασίζεται στην εικαστική τέχνη της ασιατικής παράδοσης, εμπλουτισμένη με ρεαλισμό, εναρμονισμένο με τη νέα φιλοσοφική προσέγγιση εικονογράφησης πολεμικών τεχνών.

Στη μεσαιωνική Κίνα του 8ου αιώνα, η αριστοκρατικής καταγωγής νεαρή Γινιάνγκ λειτουργεί ως στυγερή δολοφόνος, τιμωρός της διεφθαρμένης αυτοκρατορικής αυλής, εκπαιδευμένη από τη μοναχή που την απήγαγε σε ηλικία 10 ετών. Μαυροντυμένη, εμφανίζεται ως λυγερόκορμη σκιά που σπέρνει θάνατο, εξαιρώντας απ’ τη θανατερή λεπίδα της τα γυναικόπαιδα. Ξεγλιστράει αθόρυβα στα ανάκτορα και κρυφακούει, προετοιμάζοντας το στόχο της. Φονική μηχανή με απίστευτη κομψότητα, που θα ζήλευε και ο Λικ Μπεσόν, η Γινιάνγκ καλείται να ολοκληρώσει την αποστολή της, παραμερίζοντας συναισθηματικά διλήμματα.

Στην αμεσότητα της αφήγησης συμβάλλει η ρεαλιστική διάσταση, με μεγάλης διάρκειας λήψεις, όπως και στη γαλλόφωνη ταινία του Κυνηγώντας το κόκκινο μπαλόνι /2007, που έκανε τον σκηνοθέτη γνωστό στη χώρα μας. Η ανεπαίσθητη εμπλοκή αναδρομής στο παρελθόν συντελείται μέσα από συμβολικούς συσχετισμούς και σχηματικές παρομοιώσεις βγαλμένες από την ασιατική ποίηση.

Οι αργοί, σχεδόν υπνωτιστικοί ρυθμοί της ταινίας διακόπτονται από σκηνές έντονης δράσης και μονομαχίες με σπαθιά σε αργή κίνηση, αποτυπώνοντας την καλοζυγιασμένη σοφία ενός συστήματος απόκρουσης του αντιπάλου. Ακροβατικοί πήδοι με χορογραφικούς ελιγμούς, που καταργούν μαγικά τη βαρύτητα, ανασυντίθενται με κοφτό μοντάζ, χωρίς ψηφιακές επεμβάσεις, που μετέτρεψαν σε εμπορικό υπερθέαμα μια λαϊκή παράδοση.

Τα αραχνοΰφαντα υφάσματα, μέσα από τα οποία ξεπροβάλλει ως αερικό η Γινιάνγκ, τονίζουν την αιθέρια κίνησή της, ενώ το θρόισμα των φύλλων εντείνει τη σιωπή. Η διακοσμητική διάθεση εσωτερικών χώρων είναι έντονη, με εντυπωσιακές παραδοσιακές χρυσοκέντητες στολές και εξαιρετικής ποιότητας μετάξια. Η τοποθέτηση στο κάδρο θυμίζει μεσαιωνικούς πίνακες, ενώ στις σκηνές κυνηγητού στο δάσος, το βλέμμα του θεατή ακολουθεί τις φιγούρες ανάμεσα στους κορμούς, επαναφέροντας το βάθος πεδίου, όπως στις ταινίες του Ιάπωνα Κέντζι Μιζογκούτσι, το ’50, που έχει παραμεριστεί από το εφετζίδικο τρισδιάστατο σινεμά, με πρότυπο την αισθητική βιντεοπαιχνιδιών.

Τον ρυθμό στις σκηνές αναμετρήσεων κρατάει ένα τύμπανο, ενώ προστίθενται και ηχητικές πινελιές ξύλινου πνευστού. Την εξαιρετική μακρόσυρτη σκηνή τέλους, με την ηρωίδα καβάλα στ’ άλογο να χάνεται στο βάθος, συνοδεύει μελωδία πίπιζας, που καταλήγει στο εμβατηριακό κομμάτι rohan του Βρετόνου Πιερίκ Τανγκί, βασισμένο στην γκαελική μουσική παράδοση, από το σχήμα Bagad men ha tan, με παραδοσιακές πίπιζες, που σφραγίζει την ταινία, περιβάλλοντας με λυρισμό την επική διάσταση.

Οι Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι αφήνουν την πολυπλοκότητα της προηγούμενης αριστουργηματικής ταινίας τους Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει και μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη ιστορίες απ’ το Δεκαήμερο του Βοκάκιου, στη νέα τους ταινία Θαυμάσιος Βοκάκιος. Στη μαστιζόμενη από πανούκλα Φλωρεντία του 14ου αιώνα, μια παρέα ολόδροσων αγοριών και κοριτσιών καταφεύγουν σε μια απομονωμένη βίλα, όπου περνούν τον καιρό τους με παράδοξες διηγήσεις έρωτα και θανάτου. Σε μια πιο απλουστευμένη κινηματογραφική φόρμα, συγκριτικά με το πιραντελικό Χάος (1984), οι αδερφοί Ταβιάνι σκηνοθετούν τις διαφορετικές ιστορίες ως διαδοχικά δραματοποιημένα επεισόδια, συνυφαίνοντας μια πρώιμη σουρεαλιστική αφηγηματική παράδοση της χώρας τους, με τις αναγεννησιακές παράξενες ιστορίες, μακριά από τον λαϊκό γκροτέσκο ερωτισμό του Παζολίνι. Τα εκθαμβωτικά χρώματα στα κοστούμια των νεαρών που ξεπετάγονται σαν μπουκέτο λουλουδιών, στους καταπράσινους κήπους του αρχοντικού, φέρνουν στο νου αναγεννησιακές εικονογραφήσεις, ενώ η πρωτότυπη συμφωνική μουσική αποδίδει αίσθηση όπερας.

Στην ηλικιακή δύση της καριέρας τους, οι Ταβιάνι αναγεννούν την ελπίδα, πλαισιώνοντας με ολόφρεσκες νεαρές φυσιογνωμίες παλιότερα υλικά αφήγησης, αντιμετωπίζοντας αλληγορικά τη νέα επιδημία πανούκλας που πλανιέται με μορφή οικονομικής κρίσης πάνω από την Ευρώπη, ενώ επιλέγουν την απλότητα, ξορκίζοντας το κακό, όπως ακριβώς η εξαγνιστική καταρρακτώδης βροχή του τέλους.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου ([email protected])

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!