Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο
ούτε έχω μάθει γράμματα πολλά
ξέρω όμως ένα κι ένα κάνουν δύο
και πως τα φωνήεντα είναι εφτά
Τόσο καιρό μαζί μου και δεν έχεις μάθει
τα δικά μου χούγια και τα φυσικά
εκτός από τον έρωτα μ’ αρέσει και το μπουζούκι
μα εσύ στερείσαι καλλιτεχνικά
(Γιώργος Μουφλουζέλης)
Πήρε το αφτί μου κάτι γκρίνιες για τη συμμετοχή του Γιώργου Μαργαρίτη και της Πίτσας Παπαδοπούλου στο Φεστιβάλ Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ. Προσωπικά, νομίζω ότι η επιλογή των οργανωτών για το μουσικό μέρος του φεστιβάλ ήταν πολύ ισορροπημένη. Κρητικό και ικαριώτικο γλέντι, ροκ συγκροτήματα, ρεμπέτικο, Imam Baildi, Χειμερινοί Κολυμβητές, Μαργαρίτης-Παπαδοπούλου και Θανάσης Παπακωνσταντίνου κάλυψαν πολλές διαφορετικές πτυχές του μουσικού τοπίου στην Ελλάδα με μουσικούς, συνθέτες και ερμηνευτές από τους καλύτερους στο είδος τους. Και δεν φαντάζομαι ότι υπήρχαν άνθρωποι που τα άκουσαν όλα επί τέσσερις συνεχόμενες μέρες, εκτός από τους εργαζόμενους στο χώρο. Το νορμάλ είναι να διαλέγεις αυτό που σου αρέσει και να το ακούς. Τίποτα δεν είναι υποχρεωτικό και ειδικά σε ένα τετραήμερο φεστιβάλ. Οπότε, γιατί κάποιοι δεν ήθελαν τον Μαργαρίτη και την Πίτσα; Υπήρξε καμία γραμμή από κάποιο κέντρο εξουσίας για υποχρεωτική παρακολούθηση της παράστασής τους; Εάν υπήρχε τέτοια γραμμή, υπήρχε πράγματι λόγος για γκρίνιες. Αλλά μπορεί κανείς να φανταστεί ότι υπήρχε τέτοια γραμμή; Έχουμε δει κι έχουμε δει παράδοξα στην Αριστερά, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ προχωρημένο. Βέβαια, απ’ ό,τι φάνηκε, κάποιοι θα ήθελαν να υπάρχει γραμμή για να μην πάει το κοινό σ’ αυτούς που αυτοί οι κάποιοι δεν εγκρίνουν, ακόμα και να τους έκοβαν εντελώς από το φεστιβάλ!
Το πιθανότερο είναι ότι ενεργοποιήθηκαν πάλι τα κληρονομημένα στερεότυπα. Καλός όποιος τραγουδάει Θεοδωράκη, Λεοντή και Μικρούτσικο, κακός όποιος τραγουδάει Άκη Πάνου, Τάκη Σούκα και Τάκη Μουσαφίρη. Δηλαδή, κακός όποιος λαϊκός δεν ξεπλύθηκε από τους έντεχνους.
Ένα Μπιθικώτση δεν θα τον πούμε «σκυλά» αφού τραγούδησε Θεοδωράκη κι ας πήγαινε μετά το στούντιο που ηχογραφούσε τα τραγούδια του «Επιτάφιου» στο μπουζουξίδικο στο Αιγάλεω ή στις Τζιτζιφιές, που δούλευε μέχρι πρωίας, για να τραγουδήσει μες τα πιάτα και τα λουλούδια το «Εδώ παπάς, εκεί παπάς» του Θόδωρου Δερβενιώτη και το «Χάρο τον αντάμωσαν» στη διασκευή του Μπάμπη Μπακάλη ή το δικό του «Τρελοκόριτσο» που «γεννήθηκε για την καταστροφή» αφιερωμένο στις αμαρτωλές της Συγγρού και της Τρούμπας*. Ούτε θα πούμε «σκυλού» την Αλεξίου που τραγουδούσε στα πιο άντεργκραουντ μαγαζιά μέχρι να την ανακαλύψει η Μίνως και ο Αχιλλέας Θεοφίλου που την αναβάφτισαν στην κολυμβήθρα του Παναγιώτη Τούντα, του Απόστολου Καλδάρα και του Μάνου Λοΐζου. Ούτε, βέβαια, θεωρούμε «σκύλο» τον Δημήτρη Μητροπάνο, που έκανε τα μεγαλύτερα σουξέ του με το «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο» και το «Τι το θες το κουταλάκι να μου δίνεις το φαρμάκι» του Μουσαφίρη ενώ τραγουδούσε με ανοιχτό το πουκάμισο στο στήθος, στο κοσμικό Στορκ της παραλίας, αφού εντωμεταξύ ανανεώθηκε με Θάνο Μικρούτσικο και Μάριο Τόκα προτού σμίξει, στα τελευταία του, επί σκηνής στο ελληνάδικο της Πειραιώς, με την Πέγκυ Ζήνα. Και αυτά περίπου θα μπορούσα να πω για όλους τους σπουδαίους τραγουδιστές, ζωντανούς και αποθαμένους που, με τις θαυμάσιες ερμηνείες τους, ενσαρκώνουν τα υπέροχα τραγούδια των μουσικοσυνθετών και κάνουν τη συνηθισμένη έως άχαρη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων πιο ανεκτή και ευχάριστη, πιο γλυκιά και ανθρώπινη.
Ο Βαμβακάρης εμπνεόταν τραγούδια του τύπου «Φραγκοσυριανή», αλλά και «Ώρες με θρέφει ο λουλάς», στους τεκέδες με τους ναργιλέδες, τα ντουμάνια και τα αλάνια κι ο Τσιτσάνης έγραφε για μάγκες και μαγκίτισσες, η Πόλυ Πάνου τραγουδούσε «Στης αμαρτίας το στρατί» και η Σωτηρία Μπέλλου μετά το πάλκο έπαιρνε σβάρνα τις λέσχες με τα μπαρμπούτια. «Σκυλιά» και «σκύλες» όλοι οι μάγοι και οι μάγισσες του τραγουδιού που πάντα κάποιοι επιθυμούσαν και εύχονταν να πέσει το πυρ το εξώτερο να τους κάψει. Κάποιοι που ποτέ δεν κατάλαβαν αυτή τη μαγική διάσταση της καλλιτεχνίας, που μέσα από το πουθενά και το τίποτα, μέσα από τις παράγκες, τους λασπόδρομους, τη φτώχεια, τις φυλακές και τα χαμαιτυπεία, τις φάμπρικες και τα λιμάνια, έβγαζε μέσα από το καπέλο του ταχυδακτυλουργού δια χειρός των ταπεινών μουσικών τα αριστουργήματα της λαϊκής τέχνης, που τα ζηλεύουν, τα μιμούνται και τα υποκλέπτουν εντέχνως οι καθωσπρέπει, οι διανοούμενοι και οι αστοί αντάμα.
Θυμάμαι ένα σπουδαίο αφρικανό καλλιτέχνη, τον Ray Lema, που μου έλεγε ότι για να γίνεις αποδεκτός στην πατρίδα σου πρέπει να γίνεις πρώτα αποδεκτός από τους Αμερικάνους και τους Ευρωπαίους. Τα ίδια παντού δηλαδή. Δια του ξεπλύματος. Και σκέφτομαι όλους εκείνους που τρέχουν τα σάλια τους ακούγοντας εκστασιασμένοι τους αφρικανούς, ασιάτες ή λατινοαμερικάνους «σκύλους», που προέρχονται από τις φαβέλες της Βραζιλίας και της Τζαμάικα ή τις φτωχογειτονιές της Αλγερίας, του Μάλι και της Σενεγάλης, σαν τον Peter Tosh, τον Salif Keita και τον Cheb Khaled. Αλλά έτσι είναι. Κανένας μη-μου-άπτου αριστερός δεν τολμάει να πει κουβέντα για τους μεγάλους της συμφωνικής μουσικής που ήτανε επαγγελματίες διασκεδαστές των βασιλιάδων και των αριστοκρατών στις ευρωπαϊκές αυλές. Η τάχα μου αστική τους κουλτούρα το παραβλέπει αυτό. Αντιθέτως, τα βάζουν με τους δικούς μας, τους λαϊκούς, γιατί προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Και είναι εύκολο να βάζει κανείς στο στόχαστρο ένα λαϊκό καλλιτέχνη, σαν τον Μαργαρίτη και την Παπαδοπούλου, που ούτε έχουνε ποτέ προκαλέσει κανένα με τη ζωή και τη συμπεριφορά τους ούτε μηχανισμούς έχουνε για να τους υπερασπιστούνε.
Δυστυχώς, μερικοί στην Αριστερά δεν κατάλαβαν τίποτα αυτά τα χρόνια. Μπορεί να τους διασκεδάζει το έντεχνο, το ροκ ή το ρεμπέτικο, αλλά σίγουρα, όπως έλεγε κι ο αείμνηστος Γιώργος Μουφλουζέλης, αυτοί στερούνται καλλιτεχνικά!
* Αυτά τα τραγούδια, συν η «Δραπετσώνα» των Θεοδωράκη-Λειβαδίτη, οι «Βεργούλες» του Βαμβακάρη, το «Γαρύφαλλο στ’ αφτί» των Χατζιδάκι-Σακελλάριου, η «Πειραιώτισσα» του Καπλάνη, «Ο τσολιάς» του Τσιτσάνη κ.ά., περιλαμβάνονται στη συλλογή «Γρηγόρης Μπιθικώτσης 1950-1962», που είχε βγάλει η ΕΜΙ-Columbia με ένα ωραιότατο εξώφυλλο του Δημήτρη Αρβανίτη.
Youssou Ν’ Dour,
Γκαούρ
Υ.Γ. Το καινούργιο CD του Γιώργου Μαργαρίτη, με τίτλο «Παίζουμε για τη φανέλα» (παραγωγή Άγγελου Σφακιανάκη, Δίσκοι Μικρός Ήρως), έχει πολλά καλά τραγούδια των Βαγιόπουλου, Κορακάκη, Εμμανουηλίδη, Ζήκα, Μηλιώκα, Μαχαιρίτσα, Κραουνάκη, Παπαδόπουλου, Παπαδημητρίου, Χαρούλη, Ανδρέου κ.ά. και είναι ο πιο πολιτικός δίσκος των τελευταίων χρόνων.