του Ευάγγελου Αθ. Τσαβδάρη
Η γλώσσα αποτελεί τον κυρίαρχο γνωστικό μηχανισμό, διότι μέσα από τις κοινωνικές διαδράσεις επιτελείται η κοινωνική πρόοδος, η αντίληψη αυτή κατέχει πρωτεύουσα θέση στη θεωρία του Λεβ Βιγκότσκι. Με άλλα λόγια πρόκειται για μια εκδοχή της μεθόδου επίλυσης προβλημάτων (Problem Solving) όπου οι εμπλεκόμενοι καλούνται να εκθέσουν τις απόψεις τους. Έτσι ο άνθρωπος περιέρχεται σε μια ενδοατομική αναζήτηση ιδιαιτέρως σημαντική.
Αν υποθέσουμε ότι ο Βιγκότσκι θεωρεί τη γλώσσα ως εξελισσόμενο συμβολικό σύστημα η κοινονικογνωστική σύγκρουση μπορεί να είναι το εφαλτήριο για το παιδί, ώστε να εξελίξει τις γνωστικές του ικανότητες. Το στοιχείο εκείνο που θεωρείται σημαντικό αφορά την οργάνωση των διαδράσεων η οποία απαιτεί το μέτρο ανάμεσα στη διάδραση του ατόμου με τον εαυτό του και το περιβάλλον.
Ο συμβολισμός και η επίδρασή του
Ο Βιγκότσκι ταυτίστηκε ως θεωρητικός με το συμβολικό παιχνίδι. Ο σκελετός της θεωρίας του έχει ως βασική αρχή τη δράση του ατόμου, το οποίο μέσω των συμβόλων (Cultural signs), λέξεων και εργαλείων θα αυτοβοηθάται, ώστε να αναπτύξει τις μεταγνωστικές νοητικές διεργασίες του.
Ο όρος «µεταγνώση» υιοθετήθηκε από τον Τζ. Φλάβελ κατά τη δεκαετία του 1970, για να ερμηνεύσει εξελικτικά φαινόμενα στους τρόπους μάθησης και οργάνωσης της γνώσης στη μνήμη. Οι µεταγνωστικές διαδικασίες λαμβάνουν χώρα όταν προσπαθούμε να μάθουμε κάτι, και εάν γνωρίζουμε κάτι σε ποιες ενέργειες προβήκαμε για να το κατανοήσουµε (µεταγνωστικές δραστηριότητες) και ποια είναι η τρέχουσα γνωστική μας κατάσταση (µεταγνωστική εμπειρία). Μετέπειτα έχουμε μια ουσιαστική μεταγνωστική επεξεργασία κειμένου.
Ο Βιγκότσκι ταυτίστηκε ως θεωρητικός με το συμβολικό παιχνίδι. Ο σκελετός της θεωρίας του έχει ως βασική αρχή τη δράση του ατόμου, το οποίο μέσω των συμβόλων (Cultural signs), λέξεων και εργαλείων θα αυτοβοηθάται, ώστε να αναπτύξει τις μεταγνωστικές νοητικές διεργασίες του
Ο λειτουργικός δυισμός των κειμένων του Βιγκότσκι
Οι μορφές επικοινωνίας που συναντάει το άτομο στα διάφορα περιβάλλοντα και η δεξιοτεχνία χειρισμού που επιδεικνύει σε αυτά ενδέχεται να παράγουν μια μοναδική μορφή ενδοατομικής λειτουργίας. Η προσέγγιση αυτή σχετίζεται κατά πολύ με την αντίστοιχη του Γ. Λότμαν, οπαδού της σημειωτικής σχολής, ο οποίος περιλαμβάνει τη μονοφωνική και τη διαλογική λειτουργία.
Μονοφωνική λειτουργία υφίσταται όταν οι κώδικες επικοινωνίας στον πομπό και τους δέκτες συμπίπτουν. Καταλαβαίνουμε ότι τα ιδανικά μηνύματα επιτυγχάνονται σε μια τεχνική γλώσσα. Παρόλα αυτά η μορφή, ταυτίζεται με νοήματα του κειμένου, γι’ αυτό τον λόγο την αναφέρουμε. Η λειτουργία μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχημένη μόνο εφόσον επιτευχθεί μέγιστη διάταξη των σημειωτικών μέσων και δομική συμφωνία μεταξύ τους. Κάποιο πιθανό πρόβλημα νοείται ως σφάλμα στο κύκλωμα μετάδοσης πληροφοριών.
Η διαλογική λειτουργία είναι μια εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση. Εδώ δεν επικεντρωνόμαστε στον συμβολικό κώδικα, αλλά στον δέκτη του μηνύματος. Επιδιώκουμε δηλαδή να μην είναι δομημένο το μήνυμα και σαφές το περιεχόμενο, ώστε ο οποιοσδήποτε δέκτης να το κάνει κτήμα του, αντιμετωπίζοντάς το στην πραγματολογική του διάσταση.
Το ζήτημα που τίθεται είναι με ποιον τρόπο θα αξιοποιηθούν οι δύο αυτές λειτουργίες στην εκπαίδευση. Η απάντηση έρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία όπου έχουν εφαρμοστεί διάφορα μοντέλα διδασκαλίας στηριγμένα στις προαναφερόμενες λειτουργίες του δυισμού των κειμένων. Η αποτυχία εφαρμογής τους θα πρέπει να μας διδάξει, και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε, είναι ότι η επιτυχία θα έλθει αν η μέθοδος εναρμονιστεί με τις νέες ομαδοκεντρικές μεθόδους καθώς και το πρόγραμμα διδασκαλίας των ευρωπαϊκών γλωσσών.