Του Ζαχαρία Ρουστάνη. Ώρα πολλή μετά την αποχώρηση του πλήθους παρέμεναν σιωπηλοί γύρω απ’ τον τάφο του 19χρονου Θανάση οι φίλοι του, γονατιστοί ή σταυροπόδι, έστριβαν τσιγάρα και κάπνιζαν μαζί του για τελευταία φορά.
Άφηναν να ενώνεται ο καπνός τους σαν μια βουβή υπόσχεση, αόριστη ενδεχομένως, απροσδιόριστη, μα ιερή και αδιαπραγμάτευτη: σαν όρκος…
Σε λίγο, στον αέρα της Ανθούπολης, θα ’κλεβαν την παράσταση τα δακρυγόνα και τα καπνογόνα και στον αέρα της TV οι μαρτυρίες, οι «σφαιρικές εικόνες» και οι «πραγματογνωμοσύνες» περί του τραγικού συμβάντος.
Ύστερα, στον αέρα των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης θα άπλωναν το δηλητήριό τους οι καθεστωτικοί μας τζάμπα λογοτέχνες.
Κι ύστερα, στην ατμόσφαιρα της πόλης και της χώρας θα ’καναν πάλι την εμφάνισή τους οι εφιάλτες των πλειστηριασμών, των «συγχωνεύσεων» και των λοιπών μας μνημονιακών τυφώνων.
Η Ιστορία της Ελλάδας γράφεται και (κατρα)κυλάει με τα σημεία και με τα τέρατά της σ’ έναν σφιχτό και βίαιο εναγκαλισμό, στην τερατώδη αφομοίωση των πάντων…
Αποποιούμενοι ως κατάπτυστες τις λογικές του «στρογγυλέματος της αλήθειας», της δήθεν «αντικειμενικής θεώρησης» και των «παράπλευρων απωλειών» κάθε «πολιτικού σχεδιασμού» ή «στρατηγικού στόχου», κρατάμε τα σημεία καθαρά, σαν γεγονότα αμιγή, σαν φάρους για τις ρότες μας στο μέλλον, κι αφήνουμε τα τέρατα να τα καταπιεί το μαύρο το σκοτάδι της δικής τους ιστορικής ευθύνης.
Κρατάμε την εικόνα του Θανάση, απελπισμένου, λίγες στιγμές προτού βρεθεί σπρωγμένος και νεκρός στο οδόστρωμα, απελπισμένου που θα φόρτωνε στους άνεργους γονείς του το πρόστιμο που προβλέπει κάποιος Ιερός Κανονισμός, το τόσο άδικο, το ληστρικό. Απελπισμένου που από αύριο και κάθε μέρα θα έπρεπε να το σκεφτεί καλύτερα να ξεμυτίσει από το σπίτι του, να μετακινηθεί, να ψάξει για δουλειά, να δει τους φίλους του, να ζήσει.
Τη θλιβερή καρικατούρα ενός παγερού ελεγκτή… κεφαλών της Άγριας Δύσης, ή ενός αποκτηνωμένου κυνηγού των «τζαμπατζήδων» – «καλότυχο παράσιτο» στη συνεχώς διευρυνόμενη επικράτεια της «καπιταλιστικής ηθικής». Τη θλιβερή καρικατούρα ενός ανθρώπου που βάζει τη δουλειά του και τον εαυτούλη του πάνω απ’ όλα τ’ άλλα.
Κρατάμε τη φιγούρα κάποιου «ειδικού να μας διαφωτίσει» οδηγού, για τον μηχανισμό κλεισίματος και ανοίγματος μιας πόρτας σ’ ένα τρόλεϊ, να προσπαθεί σαν ψευδομάρτυρας σε κάποιο δικαστήριο να αποκλείσει σώνει και καλά και εκ των προτέρων κάθε ευθύνη ή δυνατότητα οποιασδήποτε ανάμειξης του συναδέλφου του στο έγκλημα.
Έτσι, για να μην ξεχνάμε ότι δεν υπάρχει μόνο η συναδελφικότητα που τιμά, που εξυψώνει και ομορφαίνει εκείνον που τη διαθέτει. Υπάρχει, δυστυχώς, κι αυτή που μας γυρίζει τ’ άντερα – και μακριά, και όσο γίνεται πιο μακριά από μας και την Αριστερά εν γένει.
Κρατάμε, τέλος, την εικόνα μιας ανάλγητης κυβέρνησης, που έχει πάψει προ πολλού να λογαριάζει τα θύματα και τις καταστροφές που προκαλεί στο πέρασμά της.