του Αντώνη Σκλαβενίτη
«Σεπτέμβρης καλύτερος από καλοκαίρι ρε φίλε. Αυτά είναι». Ο Αχιλλέας λιαζόταν χαμογελαστός στην πιο κοντινή στην πόλη παραλία. Ο καιρός ήταν όντως καλοκαιρινός και μάλλον ακόμα καλύτερος, γιατί, ενώ την μέρα είχαμε τριανταπεντάρια, τα βράδια δρόσιζε αρκετά και δεν είχε καύσωνα.
«Καλά είμαστε εμείς εδώ. Οι πάνω την πατήσανε και δεν έχουν παραλία κοντινή να πάνε να βάλουν πόδι στην θάλασσα» του απάντησα, ξαναπιάνοντας την αγαπημένη μας κουβέντα των τελευταίων ημερών. Σαν Αθηναίοι, ξέραμε το παραλιακό μέτωπο της Αττικής που είχε πληγεί και σχολιάζαμε συνέχεια, απ’ όταν έγινε το ναυάγιο και μετά, την εξάπλωση της μόλυνσης.
«Οι πάνω την πατήσανε και όχι για φέτος, για πολύ καιρό. Δεν υπάρχει κράτος να μαζέψει τη μόλυνση. Και λογικό ρε φίλε, όταν δεν έχεις κυβέρνηση, αλλά επιτροπεία, πολλά δεινά θα συμβούν στη χώρα». Δεν ξέρω αν οφειλόταν στις μπύρες που είχαμε πιει, αλλά ο συνδυασμός του καφενειακού στυλ που τα έλεγε, με τα σοβαρά επιχειρήματα που χρησιμοποιούσε, με έκανε να χαμογελάω.
«Ολοκληρωτική τοποθέτηση. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να ειπωθεί» τον τσίγκλησα λιγάκι για να συνεχίσει. Ήμουν περίεργος να δω πως θα το πάει.
«Είναι ολοκληρωτική γιατί πηγαίνει κατευθείαν στην πηγή του ζητήματος. Και είναι η ίδια κουβέντα που κάνουμε εδώ και χρόνια. Πυρκαγιές που δεν υπάρχουν πυροσβέστες να τις σβήσουν, ναυάγια που δεν υπάρχει μηχανισμός να διασώσει τους ναυαγούς, δρόμοι που έχουν γεμίσει λακκούβες, φανάρια στους δρόμους που τους λείπουν τα μισά φώτα. Και ξεπουλάνε ότι μπορεί να ξεπουληθεί μπας και δείξουν πλεόνασμα και δεν μπει ο κόφτης. Και Σκουριές, και Μονή Τοπλού που πριν από 10 χρόνια δεν την θέλανε τώρα την προχωράνε και εξέδρες θα μας κάνουνε στο Νότο, μπας και βγάλουν λίγο πετρέλαιο, ενώ οι κίνδυνοι για μόλυνση είναι πολύ μεγάλοι. Όσο είμαστε σε αυτόν τον δρόμο, δεν υπάρχει σωτηρία.» Ο Αχιλλέας ξεφύσηξε. Τα είχε πει όλο μονομιάς. Και δεν υπήρχε κάτι άλλο να πούμε.
Αγνάντεψα τον ήλιο που έδυε στο βάθος. «Πάμε να φύγουμε, θα πιάσει ψύχρα σε λίγο».