Αποκαλυπτικό το Citizenfour της Λόρα Πόιτρας
της Ιφιγένειας Καλαντζή*
«Κάθε αγορά που κάνεις, κάθε σύνορο που περνάς, κάθε τηλεφωνική κλήση, οι ιστοσελίδες που επισκέπτεσαι, όλα όσα γράφεις βρίσκονται στα χέρια ενός εφιαλτικού συστήματος, εν είδει μυστικής αστυνομίας, με απεριόριστη πρόσβαση παντού, που συνιστά απειλή για τη δημοκρατία».
Τα παραπάνω αποτελούν διαπιστώσεις στο πολιτικό ντοκιμαντέρ Citizenfour (2014), που παίζεται στις αίθουσες, της Αμερικανίδας Λόρα Πόιτρας, που καταγράφει το κρίσιμο 8ήμερο των αποκαλύψεων του Έντουαρντ Σνόουντεν, του νεαρού υπαλλήλου των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, ο οποίος αποφάσισε τον Ιούνιο 2013 να διαρρεύσει απόρρητα έγγραφα για άμεση δημοσίευση, στους δημοσιογράφους Γκλεν Γκρίνβαλντ και Ίγουαν Μακάσκιν, με πλήρη μυστικότητα μέσα σε ένα δωμάτιο κεντρικού ξενοδοχείου στο Χονγκ Κονγκ. Τεράστιο σκάνδαλο υποκλοπής και παραβίασης προσωπικών δεδομένων, με την Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, επί Ομπάμα, να παρακολουθεί τους Αμερικανούς πολίτες, με απευθείας πρόσβαση στους σέρβερς των μεγαλύτερων παγκοσμίως διαδικτυακών εταιριών – Microsoft, Google,Yahoo, Apple, Facebook, Youtube. Αυτή η φοβερή αποκάλυψη σύγχρονης κατασκοπίας ξεσκέπασε σκοτεινά σχέδια, που απεργάζονται έναν παγκόσμιο ολοκληρωτισμό, με υπερσύγχρονα συστήματα ελέγχου, ανάγοντας τον Έντουαρτ Σνόουντεν σε αντιστασιακό του κυβερνοχώρου.
Η ταινία
Γνωστή για τις ακτιβιστικές της θεματικές η Λόρα Πόιτρας, σε λίστα παρακολουθήσεων από το 2006 για τα δύο προηγούμενα καταγγελτικά ντοκιμαντέρ της (πόλεμος Ιράκ, Γκουαντάναμο) αποκαλύπτει ότι κουβάλησε το υλικό της στο Βερολίνο, για να το προστατεύσει από κατάσχεση στο αμερικάνικο έδαφος.
Citizenfour ήταν η κωδική ονομασία του Σνόουντεν, στα κρυπτογραφημένα μέιλ της πολύμηνης επικοινωνίας του με την Πόιτρας. Σε εκτός κάδρου αφήγηση, μερικά από αυτά τα μέιλ, αποτελούν όχημα σκέψεων, αναδεικνύοντας έναν πολιτικοποιημένο και υπεύθυνο άνθρωπο, που προτιμά να διακινδυνεύσει τη φυλάκιση, παρά τον περιορισμό της πνευματικής του ελευθερίας, ενώ αναφέρει ότι «η ισορροπία ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον λαό μετατρέπεται σε μια σχέση εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων και όχι σε εκλεγμένους και εκλογικό σώμα», στιγματίζοντας την κατάλυση των δημοκρατικών αξιών και συμπληρώνει «από τη στιγμή που ακόμα τίθεται το ζήτημα ότι από τη μια έχουμε μια εξουσία και από την άλλη τη δυνατότητα εναντίωσης σε αυτή, συνειδητοποιώ, ότι αν αυτή η πολιτική ισορροπία σύντομα αλλάξει, τότε δεν θα μπορούμε πια να εναντιωθούμε στις υπηρεσίες και στα λαμπρά μυαλά που κατέχουν όλα αυτά τα εξελιγμένα εργαλεία», για να υπογραμμίσει το αναστρέψιμο, ακόμα, αυτού του απόλυτου συστήματος παρακολούθησης, ως το πλέον σημαντικό επιχείρημα της επιλογής του. Ο συνδυασμός των λεγόμενων μετα-δεδομένων, με στοιχεία από κινητά που δίνουν το στίγμα της τοποθεσίας, αγορές με τραπεζική κάρτα και διαδρομές με κάρτα του μετρό καθιστά δυνατή τη συγκρότηση του προφίλ ενός πολίτη – πού βρίσκεται, τι καταναλώνει. Σε σύγκριση με άλλα προφίλ μπορεί να συναχθούν συμπεράσματα για το ποιος συναντάει ποιον, που σε περίπτωση στοχοποίησης κάποιου μπορούν να χρησιμοποιηθούν και εκβιαστικά. Κίνηση ρουά-ματ λοιπόν! Ο Σνόουντεν κρούει τον κώδωνα του κινδύνου επισημαίνοντας «φτιάχνουμε το μεγαλύτερο όπλο καταπίεσης στην ιστορία της ανθρωπότητας».
Αναφερόμενος στη Λερναία Ύδρα, το μυθολογικό τέρας της αρχαιότητας, ο Σνόουντεν υποστηρίζει πως ακόμα κι αν αυτός εξαφανιστεί, θα ξεπεταχτούν άλλοι, που θα συνεχίσουν να εναντιώνονται σε ένα σύστημα που παραβιάζει τα προσωπικά δεδομένα, καταπατώντας συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα.
Δύο διαφορετικές οπτικές
Στον αντίποδα, η πρόσφατη μυθοπλαστική χολιγουντιανή ταινία Σνόουντεν, του Όλιβερ Στόουν, που βασίζεται στο ντοκιμαντέρ της Πόιτρας και βγήκε στις ελληνικές αίθουσες μόλις λίγες βδομάδες πριν, μοιάζει να καλλιεργεί μια ηττοπαθή άποψη, απαξιώνοντας κατά κάποιον τρόπο την αξία δημοσιοποίηση της αλήθειας, αφού δεν άλλαξαν και πολλά, στα χρόνια που μεσολάβησαν. Στα πλαίσια αυτής της χολιγουντιανής συμβατικής ερμηνείας και με την πεποίθηση ότι ένα παντοδύναμο εδραιωμένο σύστημα είναι αμετάκλητα αήττητο, ο Στόουν προβάλλει το τετριμμένο και παραπλανητικό διπολικό σχήμα ήρωας ή προδότης, παρουσιάζοντας στερεοτυπικά τον ευφυή και ευαίσθητο Σνόουντεν ως άλλο «Επαναστάτη χωρίς αιτία».
Αντιθέτως, η καταγραφή των αυθεντικών γεγονότων στο Citizenfour ενισχύει τη βούληση για αντίσταση, με την αντιπαράθεση στο εύστοχο μοντάζ τόσο των καταθέσεων των διοικητικών στελεχών της Εθνικής Ασφάλειας στο δικαστήριο, όπου αρνούνται τα πάντα, όσο και της τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας του Σνόουντεν, που τους διαψεύδει πανηγυρικά. Η καταγραφή της ανησυχίας του Σνόουντεν, κατά την απροειδοποίητη άσκηση συναγερμού πυρκαγιάς, στο ξενοδοχείο, προσδίδει
διάσταση κατασκοπευτικής έντασης. Τονίζοντας την αποδεικτική σημασία του ντοκιμαντέρ, η σκηνοθέτρια καταγράφει ακόμα και τις αντιδράσεις του Σνόουντεν, όταν παρακολουθεί τις ανταποκρίσεις των δύο δημοσιογράφων, στα ειδησεογραφικά δελτία, προβάλλοντας σε ολοκληρωμένο ντοκουμέντο όχι μόνο τη διαδικασία, αλλά και το αποτέλεσμα της συνέντευξης. Στα αρχικά πλάνα δεσπόζουν εικόνες από τις τεράστιες εγκαταστάσεις αποθηκών στη Γιούτα, με τις τηλεπικοινωνίες που έχουν υποκλαπεί, με την Πόιτρας να τις κινηματογραφεί από το 2011, όταν ξεκίνησε η ανέγερσή τους, φορτίζοντας με δέος τα πραγματικά μεγέθη στο χώρο, σε αντίθεση με τον ασφυκτικό χώρο κινηματογράφησης, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Το πλαίσιο που τοποθετεί η Πόιτρας στην αρχή, όπου ειδικευμένοι εισηγητές αναλύουν σε δημόσιες συζητήσεις τις νέες καταστάσεις, σε εναλλακτικά ακροατήρια, επαναφέρει το ρόλο της αρχαίας αγοράς και παρουσιάζεται ως ανεξάρτητος τρόπος άμεσης ενημέρωσης του κοινού, ενώ δικαιώνεται περίτρανα η λειτουργία του κινηματογραφικού ντοκιμαντέρ, ως φορέα πολιτικού σημαινόμενου, στη σύγχρονη εποχή.
*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου (ifigenia.kalantzi@gmail.com)