Η Τριλογία του Γιουσούφ του Σεμί(χ) Καπλάνογλου (το «χ» προφέρεται σχεδόν προαιρετικά), ξεκινάει από το τρίτο μέρος (Αυγό-2007) και περνώντας από το δεύτερο (Γάλα-2008) καταλήγει στο πρώτο (Μέλι-2010).
Στην Ελλάδα είδαμε πρώτα το Μέλι, προσπεράσαμε το Γάλα και από τις 27 του μήνα θα βλέπουμε στις αίθουσες το Αυγό. Βλέπουμε με μη γραμμική σειρά μια τριλογία, που σκοπός είναι να βλέπεται αντίστροφα (αλλά όχι με τυχαία σειρά!).
Η τριλογία παρακολουθεί την εξέλιξη του κεντρικού ήρωα Γιουσούφ, από τα πρώιμα χρόνια στην εφηβεία και από εκεί στην ενηλικίωση, με τα γεγονότα των τριών ταινιών να εκτυλίσσονται ταυτόχρονα, στο σήμερα, και όχι γραμμικά, ακολουθώντας την αρχή του σκηνοθέτη ότι η πρόσβαση στις αναμνήσεις μας γίνεται σαν να πρόκειται για γεγονότα του τώρα και όχι του χθες.
Το Αυγό ξεκινάει στην Κωνσταντινούπολη του σήμερα, όπου ο ποιητής Γιουσούφ είναι ιδιοκτήτης βιβλιοπωλείου. Στο πλαίσιο μιας εναρκτήριας, ατμοσφαιρικής σκηνής ο Γιουσούφ δέχεται ένα τηλεφώνημα που τον αναγκάζει να επιστρέψει σε έναν γενέθλιο τόπο στην Ανατολία. Το τηλεφώνημα αυτό, σημαντικό δραματουργικό στοιχείο της ταινίας γιατί τον ειδοποιεί για τον θάνατο της μητέρας του, ακούγεται πάνω στους τίτλους αρχής και όταν αυτοί τελειώσουν βρισκόμαστε μαζί με τον ήρωα σε ένα αυτοκίνητο καθ’ οδόν προς την Ανατολία.
Ο Γιουσούφ είναι ο αρχετυπικός ήρωας της δυτικής λογοτεχνίας και του σινεμά, ο οποίος εκφράζει την αποξένωση του δυτικού ατόμου φιλτραρισμένη μέσα από το πρίσμα του πολυσυζητημένου hüzün, της ιδιαίτερης αυτής έκφανσης της λύπης που είναι χαρακτηριστική της τουρκικής κουλτούρας. Το ιδιαίτερο, όμως, χαρακτηρολογικό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ήρωα, είναι η σύγκρουση του δυτικού αστικού εαυτού του με τούς κώδικες και τις αξίες της Ανατολίας από την οποία διέφυγε σε νεαρή ηλικία.
Το στόρι της ταινίας παρακολουθεί τον Γιουσούφ, καθώς προσπαθεί να φέρει σε πέρας τη διαδικασία ταφής της μητέρας του και να αντιμετωπίσει τα πρόσωπα και τους χώρους από τα οποία είχε απομακρυνθεί στα νεανικά του χρόνια. Σε αυτό έχει σύμμαχο την Άιλα (Σααντέτ Ακσόϊ), μια νεαρή μακρινή συγγενή η οποία, με τη σειρά της, θέλει να φύγει από τον συγκεκριμένο τόπο. Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο βοηθάει τον Γιουσούφ να ξεπεράσει τα αδιέξοδα της σχέσης του με την Ανατολία, ως τόπο και ως έννοια, και την Άιλα να αρχίσει να βλέπει πέρα από το στενό της περιβάλλον.
Το Αυγό ανήκει στην παράδοση του «slow cinema» (αργό σινεμά) όπως με μια δόση αφέλειας το έχει χαρακτηρίσει το αγγλικό Sight and Sound. Νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός αυτός αναφέρεται στην παράδοση των ταινιών στοχασμού, όπου εξερευνάται μέσα από αργούς ρυθμούς η σχέση των χαρακτήρων με το περιβάλλον τους, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Το Αυγό βρίσκεται κοντά στις ταινίες του Ταρκόφσκι αλλά και του πρώιμου Τζεϊλάν (Kasaba), ακριβώς λόγω αυτών των χαρακτηριστικών, αλλά και του λυρισμού που επικρατεί στον τόνο της ταινίας.
Το ελληνικό κοινό είναι πιθανό να εντοπίσει μια σειρά από θέματα που το αφορούν, άμεσα, στην ταινία. Το πρώτο είναι η αναζήτηση της ταυτότητας του ατόμου που ακροβατεί ανάμεσα σε δυτική και ανατολική κουλτούρα, δύο έννοιες ευρείες όσο και συχνά αντικρουόμενες. Το δεύτερο είναι η συμφιλίωση με το γενέθλιο τόπο, όπου ο κεντρικός χαρακτήρας επιστρέφει έχοντας ακολουθήσει τον δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης.
Έχουμε, τελικά, να κάνουμε με ένα σινεμά σπουδαίας αισθητικής, το οποίο απαιτεί χρόνο επεξεργασίας, αλλά τοποθετείται πλάι σε όσα λογοτεχνικά, κινηματογραφικά, εικαστικά πιστέψαμε ότι μάς βοηθούν να κατανοήσουμε περισσότερο τον άνθρωπο ανά τα χρόνια.