Η μεγάλης κλίμακας αεροναυτική άσκηση «Γαλάζια πατρίδα» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη σε Αιγαίο και Ν.Α. Μεσόγειο. Μέσα σε ένα κλίμα συνεχών παραβιάσεων, θαλάσσιων και εναέριων περιοχών που βάσει του Διεθνούς Δικαίου αποτελούν τμήματα ελληνικής κυριαρχίας, αποκλεισμού κατοικημένων νησιών αλλά και εικονικών αερομαχιών και ασκήσεων με πραγματικά πυρά πλησίον της Κύπρου, η Τουρκία εντάσσει το σενάριο της άσκησης στις στρατηγικές της επιδιώξεις για πλήρη έλεγχο της Ν.Α. Μεσογείου και του μισού Αιγαίου. Η στρατιωτική άσκηση, όχι τυχαία, έχει το ίδιο όνομα, «Γαλάζια Πατρίδα», με το πρόσφατο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής Ερντογάν που υλοποιείται συστηματικά και αδιάλειπτα τα τελευταία χρόνια.
Καθόλου τυχαία, ομοίως, δεν είναι και η χρονική στιγμή που επιλέχθηκε από την Άγκυρα για τη διεξαγωγή της άσκησης. Συνέπεσε χρονικά με τις επίσημες ανακοινώσεις της πολυεθνικής ΕxxonMobil, σύμφωνα με τις οποίες εντοπίσθηκε μεγάλο, εμπορεύσιμο κοίτασμα φυσικού αερίου στην Κυπριακή ΑΟΖ, γεγονός που τονώνει το ενδιαφέρον για συνέχιση των ερευνών τόσο από την ίδια όσο και από την γαλλικών συμφερόντων TOTAL που εστιάζει τις έρευνες της σε γειτονική περιοχή.
Οι νεοοθωμανικές βλέψεις της Τουρκίας για εδαφική επέκταση σε βάρος όλων των γειτονικών της χωρών συναντιούνται πλέον με την παράνομη πρόθεση της να αποτελέσει, με την απειλή χρήσης βίας, κύριο εταίρο στη μοιρασιά των φυσικών πόρων της Ν.Α. Μεσογείου.
Ενεργητική εκμετάλλευση διεθνών εξελίξεων
Αυτή η πρόθεση της Τουρκίας δεν είναι μια έωλη επιθυμία. Ούτε αναμένει να δικαιωθεί με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Αποτελεί πρόθεση που σχεδιασμένα επιχειρείται να επιβληθεί μέσω της απειλής χρήσης στρατιωτικής βίας. Αποτελεί πρόθεση που έχει σχεδιαστεί από βάθους δεκαετιών και, συνυπολογιζομένων των ευκαιριών μιας μεταβαλλόμενης διεθνούς γεωπολιτικής και γεωοικονομικής πραγματικότητας, υλοποιούνταν σταδιακά και συστηματικά όλα τα προηγούμενα χρόνια. Οι στρατηγικές προθέσεις της Τουρκίας προβάλλουν ως ρεαλιστικές και πραγματοποιήσιμες και, παρά την δυσφορία έναντι του Ερντογάν, καταφέρνουν να κερδίζουν ερείσματα στη Δύση καθώς η διπλωματία της ακολουθεί μια ενεργητική πολιτική επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί τους ανταγωνιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και της Ρωσίας στην περιοχή.
Οι στρατηγικές προθέσεις της Τουρκίας προβάλλουν ως ρεαλιστικές και πραγματοποιήσιμες και καταφέρνουν να κερδίζουν ερείσματα στη Δύση, καθώς η διπλωματία της ακολουθεί μια ενεργητική πολιτική επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί τους ανταγωνιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και της Ρωσίας στην περιοχή.
Η Τουρκία, παρά τα σημαντικά οικονομικά προβλήματα της, έχει μετεξελιχθεί σε μια σοβαρή περιφερειακή οικονομική δύναμη, αποτελεί ήδη μέλος του G20, και αναμένεται, τα προσεχή χρόνια, να αναρριχηθεί σε ακόμα πιο υψηλές βαθμίδες της παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης. Το γεγονός αυτό την αναδεικνύει σε σοβαρό οικονομικό εταίρο τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής. Την ίδια στιγμή, η γεωγραφική της θέση, στο επίκεντρο μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων και συγκρούσεων, την αναγορεύει σε σημαντικό παράγοντα των επιζητούμενων νέων ισορροπιών. Με αυτή την έννοια, αναδεικνύεται σε σημαντικό και διαφιλονικούμενο γεωπολιτικό εταίρο τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής.
Τα πλεονεκτήματα της Τουρκίας ενισχύονται σημαντικά και από μια ενεργητική και άκρως επιθετική πολιτική. Με τη χρήση απειλής βίας έχει καταφέρει να οδηγήσει την εξωτερική πολιτική Ελλάδας και Κύπρου να αποδεχθούν σοβαρές παραχωρήσεις και στη νομιμοποίηση των τετελεσμένων. Κυρίως όμως έχει καταφέρει να αναγνωρίζονται ως δίκαιες οι διεκδικήσεις της από τα μεγάλα κέντρα ισχύος, Ουάσιγκτον – Λονδίνο – Βερολίνο, του Δυτικού κόσμου. Προσφάτως μάλιστα και της Ρωσίας που διαφοροποιεί τη θέση της για Κύπρο και Αιγαίο ως το συνδυασμένο αποτέλεσμα των οικονομικών και πολιτικών ανοιγμάτων του Ερντογάν στη Μόσχα αλλά και της ρήξης των σχέσεων Ελλάδας- Ρωσίας καθώς η χώρα μας εντάσσεται πλήρως στους Νατοϊκούς σχεδιασμούς σε βάρος της.
Προς «Δίκαιη μοιρασιά» των πόρων
Πιο συγκεκριμένα, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. αναγνωρίζουν ως δίκαιο το αίτημα της Τουρκίας για «δίκαιη συμμετοχή» στη μοιρασιά των φυσικών πόρων της Ν.Α. Μεσογείου. Όσο και αν δυσανασχετούν με τις ιδιομορφίες της πολιτικής Ερντογάν, όσο και αν δεν επιθυμούν την ανάδειξη της Τουρκίας σε πρωταγωνιστική δύναμη για τις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή, δεν είναι σε θέση να αποδεχθούν ως δεδομένη την απώλεια της Τουρκίας από την Δυτική Συμμαχία. Ανεξάρτητα από τους προηγούμενους ή τους μελλοντικούς σχεδιασμούς τους για τη τύχη του Τούρκου προέδρου, η προσοχή τους είναι εστιασμένη στη γεωπολιτική και γεωοικονομική θέση της Τουρκίας και όχι, αποκλειστικά, του προέδρου της. Οι οικονομικές, εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες που με έμφαση προωθούν στην Τουρκία, τόσο οι ΗΠΑ όσο και όλες οι ισχυρές χώρες της Ε.Ε., αποτελούν έκφραση της επιθυμίας τους να διεισδύσουν στην Αγορά της και παράλληλα να την συγκρατήσουν στη Δύση. Η σιωπηλή αναγνώριση των «Τουρκικών δικαιωμάτων» σε Αιγαίο και Κύπρο δεν είναι ένα απλό «καλόπιασμα» στον Ερντογάν. Είναι προσπάθεια εγκατάστασης μόνιμων γεφυρών με τα δυναμικά, οικονομικά- πολιτικά- στρατιωτικά, κέντρα εξουσίας της Τουρκίας για το εγγύς η μακρινότερο μέλλον. Τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η σημερινή στάση ανοχής έναντι του τουρκικού επεκτατισμού δεν θα συνοδευτεί, αν δεν συνοδεύεται ήδη, με συνομιλίες που αφορούν την αποδοχή και νομιμοποίηση των Τουρκικών βλέψεων σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο.
Έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη δική τους «μερίδα του λέοντος» από τον φυσικό πλούτο της Αν. Μεσογείου και κυρίως τον απόλυτο γεωπολιτικό έλεγχο της περιοχής (βάση Σούδας, βρετανικές βάσεις στην Κύπρο) τούς είναι πραγματικό αδιάφορο πώς και ποιοι θα μοιρασθούν τα ψιχία. Άλλωστε, αυτό που σήμερα προέχει είναι η εξασφάλιση «υγιούς επιχειρηματικού κλίματος». Δηλαδή σταμάτημα των εντάσεων στην περιοχή, ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα η τροφοδοσία της Ε.Ε, και μέσω του EastMed, με φυσικό αέριο της Αν. Μεσογείου – προς το παρόν από το Ισραήλ και αργότερα της Κύπρου- και άρα να συμπιεστεί και άλλο ο έλεγχος της ευρωπαϊκής αγοράς από ρωσικής προέλευσης φυσικό αέριο. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, κινείται και η πολιτική του Ισραήλ, διαψεύδοντας κάθε προσδοκία ότι μπορεί να αποτελέσει ανασχετική δύναμη της επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας σε βάρος της χώρας μας.
Μέσα σε αυτό το διεθνές περιβάλλον η Τουρκία ελίσσεται με αποφασιστικότητα. Το τι ακριβώς θα κερδίσει, με ποιο τίμημα και ποιες προϋποθέσεις μένει να φανεί. Αλλά ας αναλογιστούμε: Τι αναμένεται να «κερδίσει» η Ελλάδα με «όπλα» την απόλυτη και δουλική υπαγωγή της στους αμερικάνικους σχεδιασμούς, τη διπλωματική της αποδυνάμωση με την καλλιέργεια οξύτητας με τη Ρωσία και με τον αστικό της κόσμο σιωπηλό και έτοιμο να αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα κάθε υπόδειξη και «συμβουλή» του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού παράγοντα; Δυστυχώς οι προβλέψεις δεν μπορεί να είναι ευοίωνες…
Ένοχη σιωπή του πολιτικού κόσμου
Η πολύπλευρη όξυνση των εθνικών θεμάτων συμπίπτει με τη μακρά (;) προεκλογική περίοδο καθιστώντας το κλίμα περισσότερο τοξικό και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό της έλλειψης κάθε σχεδιασμού και της πραγματικής ακινησίας ολόκληρου του επίσημου πολιτικού κόσμου.
Λέμε πολύπλευρη γιατί η οξύτητα των εθνικών θεμάτων δεν εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στη Συμφωνία των Πρεσπών και τις αλυτρωτικές προκλήσεις της κυβέρνησης των Σκοπίων. Πολλαπλά πιο επικίνδυνες παραμένουν οι προκλήσεις της Τουρκίας σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο αλλά και το, συνεπικουρούμενο από την Άγκυρα, σχέδιο της «Μεγάλης Αλβανίας» που απειλεί να τινάξει στον αέρα τις, ήδη λεπτές, ισορροπίες στα Δυτικά Βαλκάνια.
Και αν η αντιπαράθεση του επίσημου πολιτικού κόσμου πήρε, υποκριτικά, μεγάλες διαστάσεις στην υπόθεση της ΠΓΔΜ δεν παρατηρείται η ίδια «ευαισθησία» στην κυβερνητική πολιτική έναντι της Τουρκίας και της Αλβανίας.
Η πολιτική του «ευχαριστούμε τους αμερικάνους» μπορεί να εκφράστηκε ανοικτά κατά το παρελθόν από την εναγωνίως επιχειρούσα να ανασυνταχθεί κεντροαριστερά, αλλά απλώνεται και αγκαλιάζει ολόκληρο το φάσμα του συστημικού πολιτικού κόσμου. Ταυτόχρονα, απλώνεται και αγκαλιάζει όχι μόνο τα οικονομικά και κοινωνικά μνημόνια αλλά και τις γεωπολιτικές διευθετήσεις που θέτουν σε αμφισβήτηση και αυτήν ακόμα την εθνική ακεραιότητα της χώρας.
Ο επίσημος πολιτικός κόσμος παραμένει σιωπηλός, αδρανής, χωρίς σχέδιο έναντι του τουρκικού επεκτατισμού. Ουσιαστικά έχει αποδεχθεί το μοίρασμα του Αιγαίου στη μέση και την αμερικάνικη επικυριαρχία επί του συνόλου του. Παραμένει αδρανής έναντι του δόγματος Ερντογάν περί «Γαλάζιας Πατρίδας» νομιμοποιώντας τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Καστελόριζο και έτσι σε ολόκληρη την Αν. Μεσόγειο αλλά και την κυπριακή ΑΟΖ. Παραμένει παραλυτικά αδρανής έναντι των πιο ακραίων τουρκικών δοξασιών και παρεμβάσεων, έχοντας στην πράξη αποδεχθεί την λογική ότι ο μαξιμαλισμός των τουρκικών διεκδικήσεων αποσκοπεί στην απόσπαση πιο «ανώδυνων» παραχωρήσεων. Από κοινού αποδέχονται και στηρίζουν την πλήρη ΝΑΤΟποίηση της χώρας, τη μετατροπή της σε υποχείριο των αμερικάνικων σχεδιασμών σε Βαλκάνια και Μ. Ανατολή, ποντάροντας ότι οι ΗΠΑ θα εξασφαλίσουν ώστε οι «ανώδυνες» παραχωρήσεις που ετοιμάζονται να προσυπογράψουν να μην είναι τόσο εξευτελιστικές που να θέτουν σε κίνδυνο την ίδια της πολιτική τους υπόσταση.
Έτσι, απέναντι στη νέα φάση επίδειξης δύναμης και κατοχύρωσης τετελεσμένων από την Άγκυρα, όλες οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις αποδέχονται ως μονόδρομο μια διατεταγμένη, από τον πρέσβη Πάιατ, πολιτική φιλίας με την Τουρκία και προβάλουν τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης ως απόδειξη της «ισχύος» της χώρας.
Βαυκαλίζονται ότι η Ελλάδα αποτελεί «πυλώνα σταθερότητας» της περιοχής, όταν όλοι οι διεθνείς παράγοντες αναφέρονται σε αυτήν ως υπόδειγμα δουλικότητας και απόλυτα προβλέψιμης υποχωρητικότητας έναντι κάθε πίεσης και απειλής.
Παριστάνουν τους «ηρακλειδείς» του ευρωπαϊκού κεκτημένου και παραμένουν σιωπηλοί έναντι και αυτής ακόμα της, έστω και για λίγα μέτρα, κατάκτησης επιπλέον κυπριακού εδάφους από τις δυνάμεις του Αττίλα στην Κύπρο.
Και την ίδια στιγμή, οδηγούν την εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση σε ένα ιδιότυπο, και στην ουσία κάλπικο, διπολικό καυγά μη διστάζοντας να εμπλέξουν στους σχεδιασμούς πολιτικής κατίσχυσης του ενός έναντι του άλλου, διάφορες πλευρές νευραλγικών ζητημάτων που έμεναν εκτός αντιπαράθεσης ως τώρα, όπως είδαμε για παράδειγμα στην αντιπαράθεση για τις κρίσεις στον στρατό μετά την ανάδειξη Αποστολάκη στο υπουργείο Άμυνας.
Αυτός ο κάλπικος διπολικός καυγάς φθάνει στο σημείο να καλλιεργεί κλίμα διχασμού μέσα στον λαό, με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών, καθώς αναγορεύει σε «εθνικιστές» και «ακροδεξιούς» όσους αντιτίθενται στην κυβερνητική πολιτική, αποδυναμώνοντας και αφήνοντας απροετοίμαστο τον λαϊκό παράγοντα έναντι των σοβαρών απειλών που αντιμετωπίζει η χώρα.
Αυτές τις συνέπειες του διπολικού καυγά παρακολουθεί και εκτιμά η Άγκυρα επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις επιπτώσεις τους.
Μέσα σε αυτό κλίμα απειλών και γεωπολιτικών ανακατατάξεων έχει νόημα να αναρωτηθούμε: Το πολιτικό προσωπικό ποιας άλλης χώρας έχει να παρουσιάσει μια τόσο δουλοπρεπή πολιτική έναντι των πιο στοιχειωδών δικαιωμάτων του; Το πολιτικό προσωπικό ποιας άλλης χώρας έχει να παρουσιάσει τέτοια σιωπή και αδράνεια έναντι των πραγματικών, οικονομικών και γεωπολιτικών, κινδύνων που την απειλούν καταφεύγοντας σε έναν κάλπικο διαγκωνισμό και αντιπαράθεση μεταξύ τάχα της «προόδου και της συντήρησης»;
Και όλα αυτά κάτω από την αντίστοιχη ένοχη σιωπή όλων των δυνάμεων της αντιπολίτευσης που αδυνατούν να δουν το εκρηκτικό μείγμα που γεννά, με απρόβλεπτες κοινωνικές συνέπειες, η συνάντηση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων με το εθνικό ζήτημα και τις απειλές σε βάρος της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
Αν αυτή η πορεία των πραγμάτων συνεχιστεί έτσι, χωρίς αντιδράσεις και ανατροπές, τίποτα δεν θα μπορέσει να διαψεύσει την κατάληξη των εκτιμήσεων του Κονδύλη: ή η χώρα θα οδηγηθεί σε μια υποταγή άνευ όρων στην Τουρκία ή θα εξωθηθεί σε μια στρατιωτική σύγκρουση με όρους που θα οδηγήσουν σε ήττα…