Γράφει ο Στέφανος Ροζάνης

 

 

Στην επιστολή του προς τον ριζοσπάστη John Thelwall το 1796, ο Samuel Taylor Coleridge σκιαγραφεί την αυτοπροσωπογραφία του με μιάν έντονα αυτοειρωνική διάθεση και αρκετό χιούμορ. «Όσο για μένα», γράφει, «το πρόσωπό μου, εκτός και αν ζωντανεύει από κάποια στιγμιαία ευφράδεια, εκφράζει μια μεγάλη νωθρότητα και μιάν εξαιρετική, πράγματι σχεδόν ιδεώδη, καλή φύση. Είναι ένα απλό κουφάρι προσώπου: χοντρό, πλαδαρό και εκφραστικό κυρίως της ανεκφραστικότητάς του… Όσο για το σώμα μου, είναι ένα αρκετά καλό σώμα, αν το μετρήσεις – αλλά το βάδισμά μου είναι αδέξιο, ο τρόπος που περπατώ και ολόκληρη η κοψιά μου δείχνουν νωθρότητα, ικανή ωστόσο να προβαίνει σε κάποιες ενέργειες. Είμαι, και πάντα ήμουν, φανατικός αναγνώστης… Μεταφυσική και Ποίηση και Πράγματα του Πνεύματος – (δηλαδή Αφηγήσεις όλων των παράξενων φαντασμάτων που κυριεύουν πάντοτε τους φιλοσόφους – ονειροπόλους σας, από τον Θωθ τον Αιγύπτιο, μέχρι τον Taylor τον Άγγλο Παγανιστή) είναι οι αγαπημένες μου σπουδές» (1).

«Κανείς δεν υπήρξε ποτέ μεγάλος ποιητής χωρίς να είναι παράλληλα βαθύς φιλόσοφος»

Samuel Taylor Coleridge

Μια από τις πιο αινιγματικές και ταυτόχρονα μεγαλοφυείς μορφές του αγγλικού ρομαντικού κινήματος, ο Coleridge έζησε, στοχάσθηκε και έγραψε κινούμενος διαρκώς στα άκρα, μέσα σε μια κατάσταση πάθους και ψυχικών αναταράξεων, αλλά και έντονων κοινωνικών προσανατολισμών και αναπροσανατολισμών, μέσω των οποίων διοχέτευε τις πιο αντιφατικές επιδιώξεις του και την ονειροπόλα διάθεσή του. Δεν μπορούσε να φαντασθεί τον εαυτό του αποκλειστικά ως ποιητή, και όμως υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ρομαντικούς ποιητές. Ήθελε να είναι ένας συγγραφέας, με τη γενικότατη έννοια του όρου. Ήθελε, επίσης, να είναι δημοσιογράφος (εξέδιδε το εβδομαδιαίο έντυπο The Watchman, εκφράζοντας ριζοσπαστικές ιδέες για πολιτικά και θρησκευτικά θέματα) και άνθρωπος της δράσης. Ένιωθε μια στενή συγγένεια με τον Σαιξπηρικό Άμλετ, την οποία ομολογούσε απερίφραστα, όπως απερίφραστα ομολογούσε και την οπιομανία του που ενέπνευσε την ποιητική του γραφή και στάθηκε αφορμή για ένα πλήθος ποιητικών συνθεμάτων του, με κορυφαίο ίσως το ποίημά του Kubla Khan. Παρακολούθησε με προσήλωση την γερμανική ρομαντική αισθητική θεωρία, επηρεάστηκε από τον Immanuel Kant και τη γερμανική ρομαντική θεολογία, και έγραψε ένα από τα σημαντικότερα ρομαντικά θεωρητικά έργα, το Biographia Literaria. Όπως ορθά παρατηρεί ο L.G. Salingar, «περισσότερο από κάθε άλλον από τους άγγλους ρομαντικούς, [ο Coleridge] δημιούργησε μιαν επανάσταση στη λογοτεχνική σκέψη η οποία συνίσταται στη θεώρηση της φαντασίας ως κυρίαρχης δημιουργικής δύναμης, η οποία εκφράζει την ανάπτυξη ολόκληρης της ανθρώπινης προσωπικότητας» (2).

O Coleridge δημιούργησε μιαν επανάσταση στη λογοτεχνική σκέψη η οποία συνίσταται στη θεώρηση της φαντασίας ως κυρίαρχης δημιουργικής δύναμης, η οποία εκφράζει την ανάπτυξη ολόκληρης της ανθρώπινης προσωπικότητας

Φλογερός δημοκράτης που, ωστόσο, δεν πίστευε στη δημοκρατία, με την τρέχουσα έννοια του όρου. Ένας ιεροκήρυκας που χωρίς να διστάζει συνήθιζε να υποστηρίζει ότι «ποτέ δεν υπήρξε δημοκράτης, “Γιακωβίνος” με τη συνήθη έννοια». Πράγματι, ο Coleridge αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος του έργου του στην πολιτική σκέψη, την οποία θεωρούσε απόλυτα εξαρτημένη από ένα είδος ηθικής φιλοσοφίας , εμπνευσμένης κυρίως από τις αντίστοιχες αρχές του Γερμανικού Ρομαντισμού (3). Μα πάνω από όλα, ο Coleridge, αγωνιώντας διαρκώς να εισχωρήσει μέσα στην terra incognita της μύχιας υποκειμενικότητας του ανθρώπου και των πιο σκοτεινών πλευρών των «πραγμάτων του πνεύματος», στράφηκε σε έναν ουτοπικό πανθεϊσμό, ο οποίος, εξάλλου , καθιστά μάλλον δυσερμήνευτες τόσο τις κοινωνικοπολιτικές του μεταπτώσεις όσο και τον ίδιο τον ουτοπισμό του και τις πολιτικοηθικές του αρχές και επιδιώξεις.

Ο John Stuart Mill, επιχειρώντας να ερμηνεύσει τα πολιτικά, φιλοσοφικά και ποιητικά προτάγματα του «Γερμανο-Κολεριτζιανού» όπως το αποκαλεί, τοπίου αποφαίνεται: «Εκφράζει την εξέγερση του ανθρώπινου νου ενάντια στη φιλοσοφία του δέκατου όγδοου αιώνα. Είναι οντολογικό επειδή ήταν πειραματικό∙ συντηρητικό επειδή ήταν καινοτόμο∙ θρησκευτικό επειδή ένα μεγάλο μέρος του [εξέφραζε] την απιστία∙ συγκεκριμένο και ιστορικό επειδή ήταν αφηρημένο και μεταφυσικό∙ ποιητικό επειδή ήταν ρεαλιστικό και πεζολογικό». 4

Ένας κρυφός δεσμός μεταφυσικής, μυστικισμού, πανθεϊσμού, εξεγερτικότητας, ουτοπικότητας και πολιτικής ηθικής συγκροτεί τη μορφοποιούσα δύναμη πού ωθεί το πνευματικό και καλλιτεχνικό ρεύμα μέσα στο οποίο κινείται το πάθος και η φαντασία του Coleridge, πάντα σε μια κατάσταση ακραίων εκρήξεων και προσβλέψεων.

Το εξεγερσιακό ουτοπικό του ονειροπόλημα, ο Coleridge το ονόμαζε «παντισοκρατισμό» και σε αυτό ενσωμάτωνε όλες τις πανθεϊστικές, μυστικιστικές, αλλά και ποιητικές, ενοράσεις του για έναν τύπο ανθρώπου που θα επανένωνε την απωλεσμένη ενότητα ανθρώπου και φύσης, κεντρικό πρόταγμα, άλλωστε, της ρομαντικής κοσμοαντίληψης. Η Marilyn Butler συνοψίζει διεισδυτικά τις κυρίαρχες όψεις του πολιτικοηθικού ουτοπισμού του Coleridge: «Στις επιστολές του», γράφει, «μιλά υποτιμητικά για τους “αριστοκράτες” και είναι γεμάτες από ρεπουμπλικανικά και εξισωτικά συνθήματα υψηλού ιδεαλιστικού είδους: οι παντισοκρατιστές δεν θα έπαιρναν μαζί τους στην Αμερική κανέναν υπηρέτη, θα περιόριζαν τον αριθμό των γυναικών (επειδή οι γυναίκες είναι συμβατικές και θα δίδασκαν τα παιδιά τους να είναι το ίδιο συμβατικά) και θα απαλλάσσονταν από την ατομική ιδιοκτησία» (5). Ίσως, ο παντισοκρατισμός του Coleridge να οικοδομείται πάνω σε μιαν αθωότητα που τα ουτοπικά οράματα ποτέ δεν διέθεταν, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό. Αυτό, ωστόσο, δεν κάνει λιγότερο ενδιαφέροντα και πράγματι δραστικό τον πολιτικοηθικό ουτοπισμό του. Και τούτο διότι ο ουτοπισμός του Coleridge είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με ένα πανθεϊστικό ρεύμα, το οποίο διαπερνά τον υπερβατικό ιδεαλισμό του και από το οποίο υπαγορεύεται. Όπως γράφει ο Salingar σχετικά με τον πανθεϊστικό ουτοπισμό του Coleridge, «στη δεκαετία του 1790, μια λατρεία παρόμοια με εκείνη του Wordsworth κατέκτησε τόσο την καρδιά του όσο και τον νου του. Ενθάρρυνε τα πολιτικά του πιστεύω, τα οποία μπορούν να περιγραφούν ως ένα μείγμα ιδεών του Μilton, του Godwin του Rousseau∙ τον στήριξε συναισθηματικά μετά το 1798, όταν οι ελπίδες που είχε εναποθέσει στη Γαλλική Επανάσταση κατέρρευσαν και συνένωσε τα αγαπημένα θέματα του στοχασμού του. Υπήρξε ένας μελετητής των “πραγμάτων του πνεύματος” στις Νεοπλατωνικές μυστικιστικές του αντιλήψεις και ένας οπαδός του διαφωτισμού του Locke και του Hartley, πιστεύοντας μαζί τους ότι οι συλλήψεις του νου σχηματίζονται από τις αισθητηριακές εντυπώσεις οι οποίες συνδυάζονται μέσω συνειρμών και υποστηρίζοντας τη “σωματικότητα της σκέψης- δηλαδή θα είναι κίνηση”. Ο πανθεϊσμός του Coleridge στέγασε όλες αυτές τις ανόμοιες ιδέες. Διότι, η συνειρμική θεωρία του […] σήμαινε για τον Coleridge την ουτοπική δοξασία ότι το κακό είναι το προϊόν του πολιτισμού και της ατομικής ιδιοκτησίας, ενώ η Νεοπλατωνική του πίστη ήταν μια πίστη που “αδελφοποιούσε” αποκαλύπτοντας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι “μέρη και αναλογίες μιας θαυμαστής ολότητας”» (6).

Τo έργο του Coleridge εκφράζει την εξέγερση του ανθρώπινου νου ενάντια στη φιλοσοφία του δέκατου όγδοου αιώνα. Είναι οντολογικό επειδή ήταν πειραματικό, συντηρητικό επειδή ήταν καινοτόμο, θρησκευτικό επειδή εξέφραζε την απιστία συγκεκριμένο και ιστορικό επειδή ήταν αφηρημένο…

Τον Wordsworth, με τον οποίο μοιράστηκε τα πανθεϊστικά ουτοπικά του οράματα, αλλά και τον ενθουσιασμό του για το ρομαντικό ενοποιητικό πρόταγμα ανθρώπου και φύσης, στοχασμού και πράξης, υποκειμένου που σκέπτεται τον κόσμο και υποκειμένου που πράττει για να μεταβάλλει τον κόσμο, (7) ο Coleridge τον γνώρισε την άνοιξη του 1797. Ο παντισοκρατισμός, ίσως γεννήθηκε στο μυαλό του Coleridge μέσα από αυτή τη συνάντηση, από την έλξη που του ασκούσαν οι περίπατοι και οι συνομιλίες τους, ο θαυμασμός που έτρεφε για τον Wordsworth, μπροστά στον οποίο ομολογούσε ότι νιώθει ένα είδος κατωτερότητας. Όπως και να έχει, ωστόσο, αυτή η συνάντηση υπήρξε η αφορμή για να γράψει ο Coleridge το πιο σημαντικό του ποιητικό του σύνθεμα, τις Ρίμες του Αρχαίου Ναυτικού, μέρος του ποιητικού τους σχεδίου να γράψουν από κοινού τις Λυρικές Μπαλάντες, με τον Wordsworth να αναλαμβάνει την ποιητική αναπαράσταση καθημερινών επεισοδίων της αγροτικής ζωής και τον Coleridge να αναπαριστά τα φαντάσματα του νοy του, τον φυσικό υπερφυσικισμό των χαρακτήρων και των επεισοδίων της καθημερινής ζωής.

Η ανάγνωση του «Αρχαίου Ναυτικού» πράγματι παραμένει ελλιπής αν αποσπασθεί από τις φιλοσοφικές και μεταφυσικές αγωνίες του Coleridge, καθώς, όπως σημειώνει ο Richard Holmes, το μέγιστο ενδιαφέρον του Coleridge στρεφόταν προς τη «φιλοσοφία και όχι προς την ποίηση: μια συνεχής, μοναχικά φιλοσοφική προσπάθεια, έλεγχος και σοβαρή αυτομόρφωση, διατρέχουν τον μυθοπλαστικό του Ναυτικού» (8). Έτσι, άλλωστε, μπορούμε να ερμηνεύσουμε και την αφηγηματική εικονοποιία του ποιήματος: το καράβι που ταξιδεύει στην ακίνητη, νεκρωμένη θάλασσα, κουβαλώντας νεκρούς, η κατάρα που τους κατατρύχει εν αγνοία τους, η χωρίς αιτιολόγηση ενοχή τους, το καφκικό κλίμα του άγχους που επιβάλλεται από μια μεταφυσική δύναμη απρόσιτη και απροσπέλαστη, όλα αυτά τα στοιχεία, τα οποία συγκροτούν την ποιητική αφήγηση, συστοιχούν απόλυτα με τη φιλοσοφική, μεταφυσική αγωνία, καθώς και με τις έντονες ψυχικές αναταράξεις του Coleridge, σε βαθμό μάλιστα που όχι λίγες φορές αναδύονται μέσα από το ποιητικό σύνθεμα ως ένα είδος αυτοβιογραφικού πνευματικού τοπίου.

Ο Wordsworth παραπονέθηκε ότι από τον «Αρχαίο Ναυτικό» απουσιάζει το στοιχείο της ηθικότητας. Πράγματι, εδώ οι κοινωνικοηθικές αξίες του Coleridge παραμερίζονται. Εδώ, το ποιητικό τοπίο θυμίζει περισσότερο τον Σαιξπηρικό Μάκβεθ και τις εφιαλτικές αλληγορίες του Kafka. To ρομαντικό Απόλυτο Κακό και οι Νεοπλατωνικές πηγές του κυριαρχούν πλήρως, όπως πλήρως κυριαρχεί και ο θάνατος – μέσα – στη – ζωή, η έλλειψη πίστης στις λυτρωτικές δυνάμεις του ανθρώπου και η παράλυση της συνείδησης. Παράλληλα, ωστόσο, οι Ρίμες του Αρχαίου Ναυτικού προϋποθέτουν μιάν άλλου είδους αγιότητα: την αγιότητα της φύσης και όλων των φυσικών όντων, η οποία συμβολοποιείται μέσα στα αρχέγονα σύμβολα του φωτός της σελήνης και του ήλιου, του ανέμου και της βροχής.

Αντιτιθέμενος στην μάλλον ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη περί αλληγορικής δομής της σύνθεσης του «Αρχαίου Ναυτικού», ο Rene Wellek κεντρώνει το ενδιαφέρον του στη συμβολοποιία του ποιητικού συνθέματος, υποστηρίζοντας ότι ο συμβολισμός είναι η κεντρική θεωρία πάνω στην οποία εδράζεται οι ποιητικός οραματισμός του Coleridge. «Στον Coleridge», γράφει, «η θεωρία του συμβολισμού είναι κεντρική∙ ο καλλιτέχνης μας μιλά με σύμβολα, και η φύση είναι μια συμβολική γλώσσα. Η διάκριση μεταξύ συμβόλου και αλληγορίας συνδέεται στον Coleridge με την διάκριση μεταξύ της φαντασίας και του φανταστικού (η οποία, κατά κάποιον τρόπο, μπορεί να περιγραφεί ως μια θεωρία της εικονοποιίας), της μεγαλοφυΐας και του ταλέντου, του Λόγου και της κατανόησης. Σε μια από τις μεταγενέστερες συζητήσεις του, λέει ότι η αλληγορία δεν είναι παρά μια μετάφραση αφηρημένων ιδεών στη γλώσσα της εικόνας […]. Από την άλλη μεριά, ένα σύμβολο χαρακτηρίζεται από μια διαφάνεια της ιδιαιτερότητας μέσα στο ανθρώπινο υποκείμενο, ή του γενικού μέσα στην ιδιαιτερότητα, ή του καθολικού μέσα στο γενικό∙ πάνω απ’ όλα, ένα σύμβολο χαρακτηρίζεται από το αιώνιο μέσω του εφήμερου» (9).

Εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε, μέσα από αυτές τις παρατηρήσεις του Wellek, τον κεντρικό φιλοσοφικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται όχι μόνο το συγκεκριμένο ποιητικό σύνθεμα, αλλά και γενικότερα η ποιητική του Coleridge: Φαντασία, σύμβολο, φύση και αιώνιο μέσα στο εφήμερο, συγκροτούν μιάν ενότητα η οποία είναι καθολική, εκφράζοντας τον ταραγμένο ρομαντικό κόσμο της ψυχής και την αγωνία του να διαμορφώσει μια διαφορετική πραγματικότητα και ένα διαφορετικό λυτρωτικό όνειρο για τον άνθρωπο και τη φύση.

 

  • Αναφέρεται από τον Richard Holmes, στο βιβλίο του Coleridge, Oxford University Press, Oξφόρδη1982, σελ. 8
  • G. Salingar, Coleridge: Poet and Philosopher στο From Βlake to Byron, Penguin Books, Μιντλέσεξ 1965, σελ.186
  • Βλ. την εργασία μου Δύο δοκίμια πολιτικής αισθητικής του ρομαντισμού, εκδόσεις Εξάρχεια, Αθήνα 2016, σελ. 40-46.
  • John Stuart Mill, on Bentham and Coleridge, Hasper and Row, Νέα Υόρκη 1962, σελ. 108.
  • Marilyn Butler, Romantics, rebels and reactionaries, Oxford University Press, Οξφόρδη 1981, σελ.77
  • ο.π. σελ.188.
  • βλ. σχετικά την εργασία μου Διαλέξεις για τον Ρομαντισμό, εκδόσεις Εξάρχεια, Αθήνα 2014, σελ. 7-11.
  • ο.π. σελ.13.
  • Rene Wellek, Concepts of Criticism, Yale University Press, Λονδίνο 1976, σελ.189-190
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!