της Αφροδίτης Κατσαδούρη*

Τους ποιητές της Θεσσαλονίκης τους θαύμαζα πάντα από δύο φορές. Όχι με κάποια φιλική, ενδεχομένως συμπονετική ζέση, που κάποιος θα σκεφτόταν, παρηγορία δηλαδή στους ποιητές της συμπρωτεύουσας επειδή έρχονται δεύτεροι αναγνωστικά μετά τους Αθηναίους. Θες η μελαγχολική αύρα του Θερμαϊκού, θες η διφορούμενη οπτική μιας πρωτεύουσας που θυμίζει επαρχία, σαν να διαπότιζε με αγάπη την καρδιά μου δυο φορές, θυμίζοντάς μου πότε την αγαπημένη ερημιά ενός χωριού και πότε τα απαστράπτοντα φωτάκια μιας απέραντης αστικής πολιτείας που ζαχάρωνα από παιδί.

Συνεχιστής της Καβαφικής αταξίας και ιερουργίας, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος εξορθολόγισε με τρόπο σπουδαίο τα «μεμπτά» του πάθη στο χαρτί, και, χωρίς τη στήριξη των λογοτεχνικών κύκλων καταφέρνει να ξεχωρίσει. Η οξύτητα του χαρακτήρα του, η οποία αναμηρυκάζεται ευθεία βολή σε κάθε στίχο από τα πρώτα χρόνια της γραφής τους, φανερώνει από πολύ νωρίς ότι δεν τα πάει καλά με τις φόρμες, τις νόρμες και τους «ευυπόληπτους »κανόνες.

Αρνούμενος κάθε ελίτ, κάθε επισημότητα, κάθε συνταγμένη προσπάθεια επαίνου και στεφάνου, αποστρεφόμενος πάσα τυπικότητα και γλυκανάλατη στερεοτυπία, αδιαφορώντας για την ύστερη αποδοκιμασία, τζογάρει και φέρνει (χωρίς να το θέλει) τη Θεσσαλονίκη στο πάνθεο των μεγάλων και αλησμόνητων ποιητών.

Πώς καταφέρνει να αναδυθεί, όμως, κάποιος ο οποίος πατάσσει κατ’ εξακολούθηση κάθε μορφή επισημότητας και κριτικάρει ανερυθρίαστα όλα εκείνα που θα του εξασφαλίσουν τον δρόμο για την αναγνώριση και την συγγραφική επιτυχία;

Ο Χριστιανόπουλος, γράφοντας για όλα εκείνα που η κοινωνία χτυπάει ξύλο ή δαγκώνει αγχωμένη το κάτω χείλος της, πετυχαίνει να γίνει η λάγνα εκπεφρασμένη φωνή των επισήμως ξεχασμένων και των ξεθωριασμένων «πεπτωκότων».

Με γλώσσα προσεχτική, ψημένη ως εκεί που πρέπει για να αρπάξει το χρώμα μιας εύστοχης και όχι φλύαρης φιλολογικής μαεστρίας, αίρει διθυραμβικά τις κοινωνικές ενοχές του «λάθρα», εξωραΐζει το «λανθάνον», συγκρούεται με τη συνταγογραφημένη φύση των πραγμάτων και δίνει σταθερό βήμα και πνοή στους απανταχού πονεμένους και ξεχασμένους.

Ποιητής του ανομολόγητου και των σφοδρών επιθυμιών, που, όμως, δεν κρύφτηκαν ποτέ κάτω από την επισημότητα της φόδρας, τυχαίνει αναγνώρισης και αναγνωστικής υποδοχής από μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που πασχίζανε στα σκοτεινά να βρουν τον ήρωά τους.

Υπερήφανος διακινητής των κρυφών παθών και των «υποψιασμένων κορμιών», που θα ‘λεγε και ο Γιώργος Ιωάννου, έδωσε λόγο και φωνή στο απαγορευμένο, αφού πριν ρήμαξε με ακρίβεια χειρουργική την κανονικότητα της εποχής του, ανασκαλεύοντας –έως εκεί που δεν επιτρεπόταν– τα «έντερα, τα εσώτερα», όπως (περι)γράφει σ’ ένα ποίημά της η Ρουκ.

Ο υπέροχος Ντίνος λάμπρυνε «το κορμί» με το «σαράκι»του κι απενοχοποίησε γλαφυρά κάθε παραστράτημα, στεκόμενος «με κατάνυξη» στην οργίλη κατακραυγή του πλήθους.

Ο Χριστιανόπουλος μπορεί να μην βρίσκεται ανάμεσά μας αλλά είμαι πεπεισμένη ότι το «περιθώριο» βρήκε τον ήρωα του και οι λέξεις, που κρυβόντουσαν πίσω από τα παρκάκια φοβισμένες, μπορούν πια τολμηρά και άφοβα να κάνουν αναγωγή στην ποιητική του υπερ-μονάδα.

Με κατάνυξη

Έλα να ανταλλάξουμε
κορμί και μοναξιά
Να σου δώσω απόγνωση
να μην είσαι ζώο
να μου δώσεις δύναμη
να μην είμαι ράκος
Να σου δώσω συντριβή
να μην είσαι μούτρο
να μου δώσεις χόβολη
να μην ξεπαγιάσω
Κι ύστερα να πέσω
με κατάνυξη στα πόδια σου
για να μάθεις πια να μην κλωτσάς.

* Η Αφροδίτη Κατσαδούρη είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Η τελευταία της ποιητική συλλογή έχει τον τίτλο «Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι», εκδόσεις Έναστρον, και μπορείτε να τη βρείτε σε κεντρικά βιβλιοπωλεία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!