Το ευρωατλαντικό δόγμα και η Ουκρανία ως πεδίο γεωπολιτικής σύγκρουσης

 

Οι αντιπαραθέσεις που ξέσπασαν την περασμένη εβδομάδα στο εσωτερικό της πολιτικής ηγεσίας της Γερμανίας σχετικά με τη στάση που πρέπει να τηρηθεί έναντι της Ρωσίας συνεχίζονται μέχρι σήμερα, αν και σε πιο χαμηλούς τόνους. Από τη μια η σκληρή στάση της Μέρκελ, ιδίως μετά την πολύωρη αλλά επεισοδιακή και αναποτελεσματική συνάντησή της με τον Πούτιν, στο περιθώριο της συνόδου του G20 στο Μπρισμπέιν. Κι από την άλλη οι μετέπειτα διαφοροποιήσεις των σοσιαλδημοκρατών πρώτης γραμμής, όπως ο αντικαγκελάριος Γκάμπριελ και ο υπουργός Εξωτερικών Στάινμαγιερ, που (μάταια;) ζητούν φιλικότερη στάση έναντι της Ρωσίας και επιδίωξη αποκλιμάκωσης της ουκρανικής κρίσης. Το βάθος του διλήμματος που αντιμετωπίζει η γερμανική ηγεσία φαίνεται και από μια αποστροφή του Βαυαρού Χορστ Ζεεχόφερ, επικεφαλής των χριστιανοκοινωνιστών συμμάχων της Μέρκελ, που έσπευσε να καταγγείλει τη διαφοροποίηση των σοσιαλδημοκρατών αλλά ταυτόχρονα παραδέχτηκε: «Υπάρχουν και στο δικό μου κόμμα στελέχη τα οποία τάσσονται υπέρ της υιοθέτησης μιας πιο διαλλακτικής προσέγγισης έναντι της Μόσχας. Προσπαθώ να τα συγκρατήσω, αλλά αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο όταν οι σοσιαλδημοκράτες στέλνουν διφορούμενα μηνύματα»…

 

Ενίσχυση του ευρωατλαντισμού

Το δίλημμα αφορά στην πραγματικότητα αν θα θεωρηθεί τετελεσμένη η υιοθέτηση του ευρωατλαντισμού από το Βερολίνο, το οποίο υπέστη σοβαρό πλήγμα όταν νόμισε ότι θα καθορίσει εύκολα τις εξελίξεις στην Ουκρανία, επιβάλλοντας τη συμφωνία με την Ε.Ε. κόντρα στα ρωσικά συμφέροντα. Η Γερμανία είχε μεν προβλέψει την πιθανή άρνηση του τότε προέδρου Γιανουκόβιτς να πάει κόντρα στη Μόσχα, και είχε προετοιμαστεί να τον ανατρέψει – όπως και έκανε. Δεν ήταν όμως διόλου προετοιμασμένη για την περαιτέρω ρωσική αντίδραση, που συναντήθηκε με τη δυσαρέσκεια των ρωσόφωνων οδηγώντας στην «απρόβλεπτη» απώλεια της Κριμαίας και στην εξίσου «απρόβλεπτη» (και συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα) ένοπλη σύρραξη στην ανατολική Ουκρανία.

Αναγκάστηκε τότε να εγκαταλείψει τον αυτόνομο ρόλο της και να παραδεχτεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, ως μοναδικής δύναμης που μπορεί να αντιμετωπίσει τη Μόσχα. Εντάχθηκε έτσι πλήρως στη γραμμή του ευρωατλαντισμού, που επεδίωκε το άνοιγμα ενός ενοχλητικού για τον Πούτιν μετώπου στη γειτονιά του, και έσπασε την πολιτική που υπαγορεύει το οικονομικό συμφέρον της Γερμανίας: μια αυξημένη συνεργασία με τη Ρωσία. Φαίνεται ότι, ακόμη και σε βάρος των κερδών που θα της απέφερε μια διαφορετική στάση απέναντι στον Πούτιν, ο σκληρός πυρήνας της γερμανικής άρχουσας τάξης δεν θέλει (ή έστω δεν τολμά) να ξεφύγει από τις προστατευτικές αλλά και καταπιεστικές φτερούγες της Ουάσιγκτον. Πολιτικά αυτή η επιλογή εκφράζεται ίσως με τον πιο σαφή τρόπο από τον Βαυαρό υπερσυντηρητικό Ζεεχόφερ: «Οι δυτικές χώρες πρέπει να αντιμετωπίσουν ενωμένες την κρίση και η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να μιλάει με μια φωνή»…

 

Το μέλλον της Ουκρανίας αποφασίζεται αλλού

Η χρησιμοποίηση της Ουκρανίας ως χώρου γεωπολιτικής αντιπαράθεσης με τη Μόσχα, μαζί με τις πολιτικές που αποσκοπούν στην οικονομική εξάντληση της Ρωσίας (π.χ. η εντυπωσιακή και συνεχιζόμενη πτώση των τιμών του πετρελαίου ενώ οξύνονται οι συγκρούσεις και στη Μέση Ανατολή), ορίζουν τη νέα ψυχροπολεμική γραμμή του ευρωατλαντισμού. Από την πλευρά του ο Πούτιν ίσως να επιθυμούσε να βρει έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό με τη Δύση – δεν μπορεί όμως να κάνει κάτι τέτοιο, και για λόγους εσωτερικής πολιτικής, με τους φανατικούς ακροδεξιούς και ναζί που κυριαρχούν σήμερα στο καθεστώς του Κιέβου. Έτσι φαίνεται να καταλήγει θέλοντας και μη στη «συντήρηση» του ακήρυκτου πολέμου στην ανατολική Ουκρανία, θέτοντας στη Δύση τις δικές του κόκκινες γραμμές.

Τα διεθνή ΜΜΕ δίνουν μικρή σημασία στις ενθουσιώδεις εκκλήσεις του Ποροσένκο, που προχτές κάλεσε τη νέα Βουλή να αποκηρύξει τη μέχρι τώρα διακηρυγμένη ουδετερότητα της Ουκρανίας και να ξεκινήσει την πορεία για την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Άλλωστε η ετερόκλητη λυκοσυμμαχία που έχει επιβάλει η Δύση εδώ και εβδομάδες παιδεύεται να καταλήξει σε μια συμφωνία σχηματισμού νέας κυβέρνησης, δίχως να τα καταφέρει μέχρι στιγμής – αλλά και χωρίς αυτό να αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τη διαχείριση της κρίσης! Όλοι γνωρίζουν ότι η οποιαδήποτε σημαντική απόφαση δεν εναπόκειται στο καθεστώς του Κιέβου, αλλά στους υπερατλαντικούς προστάτες του. Ίσως γι’ αυτό οι Γερμανοί προσπαθούν να προλάβουν τα χειρότερα, βάζοντας τον Στάινμαγιερ να δηλώσει ότι «δεν τίθεται θέμα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ», με την ταυτόχρονη διευκρίνιση ότι οι απόψεις του «δεν είναι διαφορετικές από αυτές της καγκελαρίου»…

 

Ερρίκος Φινάλης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!