Συναντηθήκαμε στο καφενείο που λειτουργεί ως μία μικρή «αγορά». Τον γνωρίσαμε με αφορμή την έκδοση ενός βιβλίου που αφορά ένα αγαπημένο μας πρόσωπο, το οποίο σχετίζεται με τη Σοβιετική Ένωση. Στη συζήτηση που ακολούθησε, με σκοπό να κατανοήσουμε καλύτερα το σκεπτικό και τα αξιολογικά κριτήρια του συγγραφέα που έχει σπουδάσει και ζήσει για μερικά χρόνια στη Μόσχα, ακούσαμε ότι η καλύτερη εποχή της Ρωσίας ήταν η δεκαετία του 1990 γιατί έπνεε άνεμος ελευθερίας!
Κι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ακούμε αυτή την άποψη, που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Σήμερα, στη Ρωσία, είναι πολύ λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι τα «90ς» ήταν μία περίοδος ελευθερίας. Η μεγάλη πλειονότητα πιστεύει ότι αν είχε διαρκέσει λίγο περισσότερο η κατάσταση που επικρατούσε στην πρώτη μετασοβιετική δεκαετία, θα είχε διαλύσει εντελώς τη Ρωσία. Κι αυτή είναι η πεποίθηση όχι μόνο εκείνων που νοσταλγούν τη Σοβιετική Ένωση, αλλά κι εκείνων που προτιμούν ένα λειτουργικό αστικοδημοκρατικό καπιταλιστικό καθεστώς. Γιατί στη δεκαετία του 1990 έγιναν τέρατα και σημεία που υπερβαίνουν κάθε νοσηρή φαντασία.
Ο νεοφιλελευθερισμός στην πιο ακραία του μορφή που εφαρμόστηκε από τον Γιέλτσιν και τους συνεργούς του, με τη συνδρομή Αμερικάνων ειδικών, καταργούσε εντελώς την κοινωνία και εδραίωνε την εξουσία των πιο ληστρικών ατόμων και ομάδων που ξεπήδησαν μέσα από την κατάρρευση του σοβιετικού κράτους. Αυτή η κτηνώδης κυριαρχία των στοιχείων αυτών, που μετέτρεπε τη Ρωσία σε ένα ξέφραγο αμπέλι στο οποίο ίσχυε μόνο ο νόμος των ισχυρών οι οποίοι δεν υπόκεινταν σε καμία αρχή, κανένα θεσμό και κανένα νομικό πλαίσιο, πρόσφερε στα δυτικά τραστ απεριόριστη πρόσβαση στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της χώρας και αφαιρούσε από την κοινωνία οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων ακόμα και με κριτήρια της πιο ισχνής δημοκρατίας αστικού τύπου.
Ήταν η περίοδος της πλήρους ασυδοσίας αυτών που με αδιαφανείς και βίαιους τρόπους νέμονταν την εξουσία απειλώντας την ίδια την υπόσταση της Ρωσίας.
Αν εξαιρέσεις αυτούς που τάσσονται αναφανδόν υπέρ της πλήρους ελευθερίας της «αγοράς», δηλαδή να ρυθμίζει τα πάντα σε ένα κράτος, ακόμα κι αν αυτό που θα προκύψει θα είναι η πλήρης αποσύνθεσή του, οι άλλοι οι οποίοι επίσης υποστηρίζουν ως θετικό το καθεστώς που διαδέχτηκε τη Σοβιετική Ένωση, έχουν κοινό παρονομαστή, ανεξάρτητα από τις αιτίες, τα κίνητρα, τις θέσεις και τις στοχεύσεις που τους οδηγούν σ’ αυτό το συμπέρασμα, το ότι δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους τις τρομακτικές γεωπολιτικές συνέπειες και –κυρίως- τον παράγοντα κοινωνία. Οι καταστροφικές επιπτώσεις προς τα έξω και προς τα μέσα, τους αφήνουν αδιάφορους.
Η γνώμη των Ρώσων
Το σημαντικότερο ίσως μέρος αυτής της δεκαετίας είναι η κατάργηση όλων των φιλολαϊκών θεσμών που ίσχυαν επί Σοβιετικής Ένωσης και της αρπαγής της εθνικής περιουσίας της Ρωσίας, δημόσιας και ιδιωτικής, από μια πολύ μικρή μειονότητα δικτυωμένων ιδιωτών και κρατικών παραγόντων. Απ’ αυτό τον τρόπο αποσύνθεσης και μετατροπής του συλλογικού σοβιετικού καθεστώτος σε καθεστώς μεμονωμένων ολιγαρχών που υφάρπαξαν την εξουσία και τον πλούτο ταυτόχρονα, χρησιμοποιώντας το ένα για να διασφαλίσουν το άλλο, υποθάλφτηκε κι ένας υπόκοσμος που λειτουργούσε αυτόνομα, αλλά και στην υπηρεσία των ισχυρών. Αυτή ήταν η κυρίαρχη πραγματικότητα στη Ρωσία στη δεκαετία του 1990.
Μια σύντομη αλλά περιεκτική περιγραφή από τους ίδιους τους Ρώσους για το «χαρακτήρα» εκείνης της δεκαετίας που ανταποκρίνεται στην κοινή γνώμη, είναι τα αποσπάσματα από πρόσφατα κείμενα του Νικολάι Σεβτσένκο και της Κίρα Λισίτσκαγια για τα «άγρια 90ς» που είναι δημοσιευμένα στον δημοφιλή ιστότοπο Russia Beyond του οποίου η πλούσια θεματολογία περιστρέφεται γύρω από την ιστορία, τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα των Ρώσων διαχρονικά:
«Ο δημοφιλής όρος “τα άγρια 90ς” αναφέρεται στην ιστορική περίοδο που άρχισε με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991 και κράτησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Οι αλλαγές ήταν τόσο γρήγορες και διάχυτες που εκατομμύρια άνθρωποι δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν κατάλληλα στις νέες συνθήκες. Άλλοι, αντίθετα, μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν ευκαιρίες που δεν υπήρχαν μόλις πριν από λίγα χρόνια. Εν ολίγοις, η περίοδος από το 1991 έως το 1999 σήμαινε εξαθλίωση και απελπισία για εκατομμύρια δυστυχείς Ρώσους, αλλά και μια χρυσή ευκαιρία για όσους μπόρεσαν να προσαρμοστούν γρήγορα στη νέα εποχή.Η κυβέρνηση που διορίστηκε από τον πρώτο πρόεδρο της Ρωσίας Μπόρις Γέλτσιν πρότεινε απελευθέρωση και μεταρρυθμίσεις της «αγοράς» στη σοσιαλιστική οικονομία. Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση επέλεξε να σταματήσει κάθε έλεγχο στην οικονομία: απελευθέρωση των τιμών, δραστική μείωση του κρατικού μεριδίου στην οικονομία, έναρξη ιδιωτικοποίησης των κρατικών περιουσιακών στοιχείων, μείωση των κρατικών δαπανών και παρότρυνση των ανθρώπων να βγάλουν λεφτά για τον εαυτό τους.Στην πράξη, ωστόσο, τα μέτρα αυτά είχαν πολλές αρνητικές συνέπειες. Κατ’ αρχήν, η απελευθέρωση των τιμών οδήγησε σε ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, ο οποίος υποτίμησε τις αποταμιεύσεις των περισσότερων ανθρώπων σε μια νύχτα.Μια τυπική ιστορία της εποχής ήταν ότι τα χρήματα που είχαν αποταμιεύσει οι άνθρωποι για να αγοράσουν ένα αυτοκίνητο, με τον πληθωρισμό, έφταναν μόνο για να αγοράσουν ένα χειμωνιάτικο παλτό ή κάποιο άλλο φτηνό προϊόν. Επιπλέον, πολλές επιχειρήσεις σταμάτησαν να πληρώνουν μισθούς στους εργαζόμενους. Στριμωγμένοι από τις αξεπέραστες περιστάσεις, οι άνθρωποι έπρεπε να βρουν μια διέξοδο. Απ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται το «άγριο» μέρος. Το τίμημα της επιτυχίας
Μερικοί κατάφεραν να πετύχουν. Αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα: το αδύνατο κράτος δεν μπορούσε να προσφέρει κατάλληλη προστασία και να εφαρμόζει τους νόμους προκειμένου οι επιχειρηματίες να λειτουργούν χωρίς τον κίνδυνο να χάσουν τα πάντα σε μια νύχτα.
Εγκληματικές ομάδες έκαναν επιδρομές σε επιχειρήσεις και τις άρπαζαν βίαια. Φοβούμενοι ότι θα χάσουν τις περιουσίες τους, οι επιχειρηματίες ζητούσαν προστασία από το οργανωμένο έγκλημα πληρώνοντας τακτική «συνδρομή». Συχνά, τα συμφέροντα των διαφόρων συμμοριών συγκρούονταν βίαια μεταξύ τους στους δρόμους των περισσότερων ρωσικών πόλεων.
Άτομα αποκτούσαν μεγάλο πλούτο και σκοτώνονταν με το ανοιγόκλειμα του ματιού. Αυτό το απρόβλεπτο και το χάος είναι οι κύριοι λόγοι που στη Ρωσία η δεκαετία του ’90 αποκαλείται «άγρια».
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, τα «συμβόλαια θανάτου» και οι δολοφονίες εξαπλώθηκαν παντού. Πρόσθετα στους επίλεκτους εκτελεστές που απέκτησαν φήμη σκοτώνοντας δεκάδες ανθρώπους στη διάρκεια της καριέρας τους, πολλοί κοινοί άνθρωποι έκαναν την ατιμωτική πράξη της επί πληρωμή δολοφονίας επάγγελμά τους. Το «σκότωσε ή θα σκοτωθείς» έγινε οδηγός ζωής για πολλούς επιχειρηματίες και γκάνγκστερ στην κατάσταση ανομίας που πρόκυψε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Όποιος είχε την τύχη να εξασφαλίσει μια καλή ζωή στη δεκαετία του 1990 στη Ρωσία, βάδιζε με ένα –μεταφορικά- στόχο στην πλάτη του.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του φαινομένου, 32.000 φόνοι γίνονταν κάθε χρόνο στη Ρωσία στη δεκαετία του 1990 και 1500 απ’ αυτούς ήταν φόνοι από «συμβόλαια θανάτου».
Η κοινωνία χωρίστηκε σε «κυνηγούς» και «θηράματα», καθιστώντας την ωμή βία και το ατομικό συμφέρον τον μόνο τρόπο για να βγάλεις χρήματα και να επιβιώσεις.»
Μαυραγορίτες και λουμπιναδόροι
Οι βλακώδεις περιορισμοί στην εισαγωγή προϊόντων καθημερινής χρήσης που είχαν ζήτηση, μόνο ως αποτέλεσμα μιας γραφειοκρατικής αρτηριοσκλήρωσης μπορούν να ερμηνευτούν. Έτσι, κατά τα διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ήδη σχηματισμένο ένα στρώμα μαυραγοριτών, οι «σπιβς», οι οποίοι πουλούσαν από δολάρια μέχρι κολόνιες και δίσκους βινιλίου, τα οποία προμηθεύονταν κυρίως από τουρίστες που συχνά έπεφταν κι αυτοί θύματα απάτης όταν διαπίστωναν ότι είχαν πληρωθεί με πλαστά ή «μισά» χαρτονομίσματα. Κάποιοι απ’ αυτούς, οι πιο καπάτσοι, μετά την αλλαγή έγιναν επιχειρηματίες ασκώντας το παράνομο εμπόριο πιο φανερά με την κάλυψη των συμμοριών που παρείχαν προστασία.
Είχαν δημιουργηθεί υπαίθριες αγορές που είχαν πολύ μεγάλες υπόγειες αποθήκες γεμάτες με εμπορεύματα που διακινούνταν παράνομα. Όπως η τεράστια αγορά Τσερκιζόφσκι στη Μόσχα. Εκεί μπορούσες να αγοράσεις οτιδήποτε, χωρίς κανένας να πληρώνει φόρους. Η απώλεια των κρατικών εσόδων υπολογίζεται σε δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτές οι αγορές προστατεύονταν από συμμορίες και κανένας δεν μπορούσε να τις ελέγξει.
Παράλληλα, επινοήθηκαν κάθε είδους απάτες που ξεγελούσαν τους πρώην Σοβιετικούς πολίτες που είχαν πλήρη άγνοια όχι μόνο για το πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός, αλλά και για τα «κόλπα» που έχουν σαν βάση τους τη χρηματιστική οικονομία. Σ’ αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι πολλές απ’ αυτές τις απάτες είχαν ως φορέα τους τράπεζες που λειτουργούσαν νόμιμα και διαφήμιζαν τις «προσφορές» τους με πολύ επαγγελματικά τηλεοπτικά σποτ ως πολύ μεγάλες ευκαιρίες για γρήγορο και εύκολο πλουτισμό. Έτσι, συγκαλύφθηκε ο πραγματικός χαρακτήρας των «πυραμίδων», όπως η περίφημη «ΜΜΜ», που στήθηκαν με πολύ έντεχνο και πειστικό τρόπο για να προσελκύσουν τους αφελείς «επενδυτές» που έχασαν τα λεφτά τους, όπως έγινε με τη μεγάλη απάτη του Χρηματιστηρίου στην Ελλάδα που όσοι διεύθυναν το κόλπο αφαίρεσαν πολλές εκατοντάδες δισεκατομμύρια δραχμές από τον ελληνικό λαό, ατιμωρητί!
Στη Ρωσία, ήταν τόσο μεγάλη η ασυδοσία που εκπορευόταν από την ασκούμενη κρατική πολιτική, που ο καθένας μπορούσε, ανάλογα με τα «κιλά» του, να στήσει μια απάτη. Έτσι, στους δρόμους, τις πλατείες, τα παζάρια κι όπου αλλού συγκεντρωνόταν κόσμος, έστηναν λοταρίες υποσχόμενοι με λίγα λεφτά συμμετοχής μεγάλα και ακριβά δώρα, τα οποία δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα. Άλλοι εμφανίζονταν ως εκπρόσωποι μεγάλων εταιριών που με εύκολα ερωτηματολόγια έλεγαν στα θύματα ότι κέρδισαν ένα ακριβό προϊόν της εταιρίας, αλλά για να το παραλάβουν έπρεπε να καταβάλλουν ένα ποσό.
Μέσα στη χαοτική κατάσταση, της φτώχειας, της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας, βρήκαν εύφορο έδαφος για προσηλυτισμό και διάφορες θρησκευτικές αιρέσεις που κι αυτές αποσπούσαν χρήματα από τους αφελείς που αναζητούσαν κάποιο στήριγμα ή κάποια παρηγοριά. Ανεξέλεγκτα από την κυβέρνηση, οι επιτήδειοι παρασύρανε πάρα πολλούς ανθρώπους που τα είχαν χαμένα σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση.
Ήταν μια εποχή που για να επιβιώσει κανείς έπρεπε να παρανομήσει, με δεδομένο ότι οι συντάξεις και οι μισθοί ξαφνικά δεν έφταναν ούτε για να αγοράσεις τα απολύτως αναγκαία τρόφιμα!
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση ενθάρρυνε την κάθε είδους «επιχειρηματικότητα» και οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές διεκδικούσαν μερίδιο από τον υποσχόμενο πλουτισμό, όλα ήταν εύκολα, αν και όπως αποδείχτηκε, εάν τα κατάφερνες να κερδίσεις αρκετά, κινδύνευε ακόμα και η ζωή σου.
Ναρκοπέδιο
Σε ένα άλλο άρθρο με τίτλο «Γιατί ήταν τόσο επικίνδυνο να ζεις στη Ρωσία;», ο Νικολάι Σεβτσένκο γράφει «η δεκαετία του 1990 είδε το έγκλημα να εκτοξεύεται στα ύψη καθώς ταξιαρχίες τραμπούκων “πατρονάρανε” καφετέριες, υπαίθριες αγορές και μικρές επιχειρήσεις κάθε είδους. Όσοι δεν πλήρωναν ή δεν μπορούσαν να πληρώσουν ξυλοκοπήθηκαν ή σκοτώθηκαν. Οι εγκληματικές συμμορίες είχαν μια ιεραρχία την οποία τηρούσαν αυστηρά, και συχνά ήταν καλά συνδεδεμένοι, μοιράζοντας τα παράνομα κέρδη τους με ισχυρούς ανθρώπους στις κρατικές υπηρεσίες. Η εικόνα ενός γκάνγκστερ ντυμένου με μαύρο δερμάτινο μπουφάν παραμένει ένα από τα πιο διαρκή σύμβολα της Ρωσίας της δεκαετίας του 1990.»
Απ’ αυτό το κλίμα στη Ρωσία δεν θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστοι οι νέοι. Έτσι αναπτύχθηκε το φαινόμενο των «γκόπνικ» που μαζεύονταν σε δημόσιους χώρους περιμένοντας να περάσει κάποιο θύμα, να το παρενοχλήσουν, να το κλέψουν, καμιά φορά και να το ξυλοφορτώσουν. Απ’ αυτή την χαμηλού επιπέδου αντικοινωνική συμπεριφορά στρατολογήθηκαν οι πιο ευάλωτοι σε εγκληματικές ομάδες.
Όπως στρατολογούνταν νέοι που σύχναζαν σε γυμναστήρια που ξεφύτρωναν στις συνοικίες, όχι από αγάπη στον αθλητισμό αλλά από την επιθυμία να ενταχθούν σε μια συμμορία. Τα βάρη, η πυγμαχία, το καράτε, το τεκβοντό και κάθε άλλη πολεμική τέχνη έδινε πόντους στους υποψήφιους για να γίνουν μέλη συμμοριών, μπράβοι, εκβιαστές επιχειρηματιών, «εισπράκτορες», διακινητές ναρκωτικών, «προστάτες» γυναικών μέχρι και εκτελεστές συμβολαίων θανάτου. Έτσι, τα περισσότερα γυμναστήρια εκείνη την εποχή εξελίχθηκαν σε στρατόπεδα εκπαίδευσης κακοποιών.
Όπως επισημαίνει ο Σεβτσένκο «η ζωή στη Ρωσία της δεκαετίας του 1990 ήταν σαν να περπατάς σε ναρκοπέδιο».
Συμμοριτοκρατία
Η Κίρα Λισίτσκαγια γράφοντας ενδεικτικά για τις πιο βίαιες συμμορίες της δεκαετίας του ’90 δεν παρουσίασε λίστα όλων των συμμοριών, αλλά έδωσε μια ανάγλυφη εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε. Κι αυτό μπορεί να το κάνει σήμερα που αυτές οι συμμορίες δεν υφίστανται και οι επικεφαλής τους έχουν σκοτωθεί, είναι στη φυλακή, έχουν διαφύγει στο εξωτερικό ή έχουν εξαφανιστεί καταζητούμενοι. Στην εποχή της δράσης τους κάθε τέτοια αναφορά ήταν αδιανόητη∙ όποιος το αποτόλμησε το πλήρωσε με τη ζωή του.«Στο απόγειό της, η συμμορία Ταμπόφ έλεγχε σχεδόν ολόκληρη την πόλη της Αγίας Πετρούπολης. Ο ηγέτης της Βλαντιμίρ Κουμάριν είχε τόση δύναμη και ασκούσε τέτοια επιρροή που τον αποκαλούσαν “νυχτερινό κυβερνήτη της Αγίας Πετρούπολης”. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, έλεγχε ζωτικής σημασίας λιμάνια, ακίνητα, εστιατόρια, ένα εργοστάσιο επεξεργασίας κρέατος, μεταφορές, αλυσίδες βενζινάδικων και το εμπόριο ποτών.» Ο Κουμάριν κατέληξε σε φυλακή υψίστης ασφαλείας.Όπως και η προηγούμενη, η συμμορία Ορεχόβσκαγια συγκροτήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με αρχηγό ένα τύπο που το παρατσούκλι του, «Σιλβέστερ», προήλθε από τον θαυμασμό του για το Χόλιγουντ και τον «Ράμπο» Σταλόνε. Πουλούσε προστασία σε επιχειρηματίες, αλλά και σε διάσημους καλλιτέχνες της σόου μπίζνες, έχοντας αποκτήσει τον έλεγχο πολλών τραπεζών στην κεντρική Ρωσία. Το τέλος του «Σιλβέστερ» ήταν κινηματογραφικό: ανατινάχθηκε με την Μερσεντές του στο κέντρο της Μόσχας!Η συμμορία Σλονόφσκαγια είχε έδρα την πόλη Ριαζάν, που αποτελεί σημαντικό επιστημονικό, στρατιωτικό και βιομηχανικό κέντρο, με επικεφαλής τον πρώην οδηγό του εισαγγελέα της πόλης και ένα πρώην ταξιτζή! Ήταν από τις πιο σκληρές συμμορίες και επιστράτευε μέλη ακόμα κι από ορφανοτροφεία!Η τσετσένικη μαφία έχει μεγαλύτερη προϊστορία και επεκτάθηκε στη Μόσχα με σκοπό να γίνει η πρώτη δύναμη στον υπόκοσμο. Έφτασε να ελέγχει δύο χιλιάδες εταιρίες και τράπεζες και να χρηματοδοτεί αυτονομιστικές ομάδες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τέσσερις νεκροθάφτες σχημάτισαν μια από τις πιο βίαιες συμμορίες έχοντας στο δυναμικό της έναν από τους πιο διάσημους εκτελεστές, τον Αλεξάντερ «Σάσα» Σολόνικ, γνωστό ως «Μακεδόνα», που έχει χρεωθεί 43 δολοφονίες. Όπως μας πληροφορεί ο Νικολάι Σεβτσένκο, ο «Μακεδόνας» έγινε τόσο διάσημος που «τα κατορθώματά του ενέπνευσαν δύο ταινίες, εννέα τηλεοπτικές σειρές και τρία βιβλία, καθώς και πολλά ντοκιμαντέρ»! Το τέλος του ήταν εξίσου εντυπωσιακό: μεγαλοπαράγοντες του εγκληματο-επιχειρηματικού κόσμου έστειλαν έναν άλλο διάσημο δολοφόνο, τον Σάσα Σολντάτ, γνώριμο του «Μακεδόνα», να τον στραγγαλίσει και να τον περιλούσει με οξύ, τεμαχίζοντας και την 22χρονη φίλη του, στο σπίτι που διέμεναν στην Αθήνα. Ο Σολντάτ, με 35 γνωστούς φόνους στο ενεργητικό του, συνελήφθη το 1999 και καταδικάστηκε σε 24 χρόνια φυλακή. Ήταν πιο τυχερός από άλλους εκτελεστές συμβολαίων θανάτου, όπως ο Μαξίμ Λαζόφσκι που, χρεωμένος με 42 φόνους, μόλις αποφυλακίστηκε δολοφονήθηκε από «συνάδελφο» του στο προαύλιο μια εκκλησίας.
Επίλογος
Να σημειωθεί ότι στις λίστες των εκτελεστών περιλαμβάνονταν επιχειρηματίες, πολιτικοί, ακτιβιστές για κοινωφελείς σκοπούς και πολλοί δημοσιογράφοι που ενοχλούσαν με τις έρευνες, τις αποκαλύψεις και τις διαμαρτυρίες τους ισχυρούς παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Αν δε υπολογίσει κανείς ότι οι εκτελεσθέντες επί πληρωμή είναι χιλιάδες, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί πόση ελευθερία υπήρχε στη Ρωσία στη δεκαετία του ’90. Τότε, σε «κλαδεύανε» χωρίς διατυπώσεις και δικόγραφα. Η καταστολή που ασκούσε το κράτος ωχριούσε μπροστά στην καταστολή που επιβάλανε οι ολιγάρχες, οι συμμορίες και οι εκτελεστές.
Όλοι αυτοί που εκθειάζουν την εποχή Γιέλτσιν, δεν έχουν ποτέ σαν κριτήριο το πώς ζει ο λαός (προσδόκιμο, διατροφή, στέγη, δουλειά, υγεία, παιδεία, διακοπές, ασφάλεια κ.λπ.), οι πολίτες της μεγάλης πλειοψηφίας που ούτε διασυνδέσεις έχουν, ούτε θέλουν να μπουν στα χοντρά κόλπα… Η επικέντρωση στην ελευθερία της έκφρασης που απολαμβάνουν οι πλούσιοι και οι ισχυροί , αλλά και οι συμπλέοντες τεχνοκράτες, διανοούμενοι και καλλιτέχνες, είναι παραπλανητική όταν η δημοκρατία για τους πολλούς εξαντλείται σε μία ψήφο κάθε τέσσερα χρόνια, με υποψήφιους που φιλτράρονται και επιλέγονται από το ίδιο το διεφθαρμένο σύστημα. Γι’ αυτό είναι πολύ θλιβερό να ακούς από ανθρώπους που αυτοπαρουσιάζονται ως δημοκρατικοί, προοδευτικοί ή αριστεροί, ότι στην «άγρια δεκαετία του 1990» έπνεε άνεμος ελευθερίας στη Ρωσία!