του Βασίλη Κεχαγιά

Η κάποτε τσαρική Ρωσία, κατόπιν επαναστατική, αφού προσποιήθηκε το «καλό παιδί» στη Δύση, προκειμένου να εξέλθει από το ζόφο της οικονομικής δυσπραγίας, μπορεί τώρα να κατεβάζει αεροπλάνα, εν μέσω διαδρομής. Μπορεί ακόμη να επιδεικνύει συνεχώς το νέο φύραμα «τσαρικής επανάστασης», όπως εκφράζεται από τον Πούτιν, με τη συνδρομή των άλλοτε κομματικών δυνάμεων και των νέων οικονομικών μεγιστάνων στην επανοικοδόμησή της αυτοκρατορίας. Δεν διοικείται με πολλή δημοκρατία μια έκταση που απαιτεί μια εβδομάδα για να τη διασχίσεις δίχως στάση, διάσπαρτη από ετερόκλητους λαούς, που δεν κάνουν άλλο από το να εκφράζουν πίστη στην κεντρική διοίκηση, έστω κι αν τούτο το «ετερόκλητον» περιλαμβάνει δυτικούς ουρανοξύστες στη μια του πλευρά, τη μοσχοβίτικη, και αγάλματα σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην άλλη, στο Ιρκούτσκ της στέπας και της απομόνωσης.

Η ατίθαση συμπεριφορά, με τη διάχυτη ανυπακοή προς τα δυτικά κελεύσματα επιδεικνύεται με κάθε ευκαιρία και πριν απ’ όλα με τη σχετική προς τα της επιδημίας αντίδραση. Ανοιχτά όλα, ελεύθερα σινεμά και γήπεδα, με την προσποίηση του «μισογεμάτου», και το «Σπούτνικ» να προσφέρεται προς εμβολιασμό ακόμη και στα εμπορικά κέντρα. Δήλωση αυτάρκειας, αλλά και ταυτόχρονα αδιαφορίας προς ό,τι η Δύση προστάζει στο πλαίσιο προστασίας από τις επιθέσεις του ιού. Έτσι κι αλλιώς, η ρωσική άμυνα πάντα τρόμαζε και πολλοί έφαγαν τα μούτρα επάνω της, γιατί όχι και μια πανδημία;

Όσοι θυμούνται τη γκριζαρισμένη Μόσχα του ’80 και του ’90, με τις εργατικές κατοικίες της άχαρης σοσιαλιστικής ομοιομορφίας, μπορούν να κρεμάσουν τη μνήμη τους στο πορτ μαντό, εισερχόμενοι στη Μόσχα του έντονου φωτός, των θηριωδών αυτοκινήτων της, της ακρίβειας και των εμπορικών κέντρων, όπου χάμπουργκερ και μοντέρνος ρουχισμός κατευνάζουν την έμφυτη καταναλωτική μανία, τη μόνη που δεν μπόρεσε να κατανικήσει η θωρακισμένη ρωσική άμυνα. Οι αποκλειστικοί δύο διεμβολιστές της επαναστατικής ρωσικής συνείδησης, η ασύδοτη αγορά και η θρησκευτική συνείδηση (εγκατεστημένες στα έγκατα του ψυχισμού των πολιτών) έχουν βρει τον τρόπο να συμβιώνουν με ό,τι κάποτε θα ονομαζόταν κομματική νομενκλατούρα. Την Αραμπάτ μπορούν τώρα να τη διασχίζουν τζιπάρες, οι εκκλησίες να συγκεντρώνουν ντοστογιεφσκική κατάνυξη, ανάμεικτη με ψαλμωδίες, βγαλμένες από τα βάθη μιας έμφυτης μουσικότητας, όλα γύρω να μοιάζουν φρέσκα και στο υπέδαφός τους να κρύβουν την ανάγκη της «άρκτου» να βρυχηθεί εκ νέου. Εκεί, στο γήινο υπέδαφος και στο άλλοτε κολχοζικό έδαφος κρύβονται τα μυστικά της δύναμης, όπως την εξορύσσει το άλλοτε αγαπημένο παιδί της KGB, στον καιρό της νέας της δύναμης. Μετά την επί δεκαετία ανακωχή με τη Δύση, υπογεγραμμένη δια χειρός Γιέλτσιν, το «κόμμα» βρέθηκε στην αντεπίθεση, έχοντας διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος: Η ανάγκη του πλούτου και της πίστης δεν κατανικώνται εύκολα, άρα συμμαχούμε, για να οδεύσουμε στην επόμενη εποχή. Αντί να υψώνουμε τείχη, ελέγχουμε τις εισόδους τους. Όλα επιτρέπονται, αρκεί να διαθέτουν βίζα… Το κόμμα είναι παρόν, δε χρειάζεται να στήνει γκουλάγκ, αντ’ αυτού οικοδομεί κι ένα υπέροχο μουσείο για να θυμόμαστε τις τούβλινες κατασκευές, με τις βαρειές, κλειδαμπαρωμένες πόρτες, σε ρόλο προσποιητής αποκήρυξης του παρελθόντος.

Οι γύρω περιοχές της Μόσχας είναι που κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά τους τις εργατικές φόρμες, τα Λάντα και τη μαυρίλα, αλλά το κέντρο πρέπει να μένει καθαρό από δυσάρεστες, φαιόχρωμες νύξεις σκληρής καθημερινότητας

Πέθανε, πράγματι, το παρελθόν;

Μια νέα γενιά Ρώσων θα επιθυμούσε να αποκοπεί από ό,τι υπενθυμίζει αυτό το κομματικό παρελθόν, θέλει συνέχεια να θυμάται τη σταλινική εκτροπή, ωστόσο το παρόν έχει τη δική του άποψη. Ό,τι ζήσαμε είναι δικό μας, μας ανήκει. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας μπορεί πλέον να τελείται με όλες τις προδιαγραφές ενός φιγουράτου δυτικού αντίστοιχου, με κόκκινους διαδρόμους και λάμψεις από φλας, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Λένιν, όπως το συντηρεί ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου, το μέγαρο που άλλοτε φιλοξενούσε τα γραφεία της κομματικής Ισβέστια. Δύναται ακόμη να απονέμει ως βραβείο το «Χρυσό Άγιο Γεώργιο», δίχως το κόμπλεξ μήπως η θρησκευτική μνεία καταπιεί τη σοσιαλιστική στόχευση. Ο άλλοτε άχαρος σοσιαλιστικός ρεαλισμός, των γκριζαρισμένων κτηρίων και των αγαλμάτινων όγκων, κάθεται ήσυχος στις επιταγές της εποχής, αφήνεται στην αγκαλιά της δυτικής προσαρμογής της αρχιτεκτονικής και του ντιζάιν, απορροφάται δημιουργικά, όπως θα έλεγαν τα μαστόρια της τέχνης, δεν κατεδαφίζεται πλέον, εμφανίζεται ως διακριτική πινελιά, σε κάθε γωνιά της Μόσχας, κάτι σαν πολιτικό βίντατζ.

Κάτω από όλα τούτα τα ηχηρά και τα φωτεινά, το μετρό υπενθυμίζει, αναλλοίωτο, το μεγαλείο μιας άλλης εποχής, όταν ο λαός αγωνιζόταν για την ανάδειξη της υπεροχής του. Είναι φανερό, για μια ακόμη φορά, πως στο υπέδαφος τίποτα δεν αλλάζει. Είτε πρόκειται για την ανοικτή στέπα, των πετρελαίων και του φυσικού αερίου είτε για την κλειστή αστική ζώνη, το «από κάτω» διατηρεί τα ταυτοτικά στοιχεία της εργατικής και της αγροτικής ισχύος μιας αυτοκρατορίας, παραμένοντας άφθαρτα. Τώρα είναι οι γύρω περιοχές της Μόσχας που κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά τους τις εργατικές φόρμες, τα Λάντα και τη μαυρίλα, αλλά το κέντρο πρέπει να μένει καθαρό από δυσάρεστες, φαιόχρωμες νύξεις σκληρής καθημερινότητας. Το εντυπωσιακό είναι πως αυτές οι εργατικές προσμείξεις διατηρούν τη νωχελικότητα του παρελθόντος στα πρόσωπα κουρασμένων υπέρβαρων κυριών, που τρέχουν για τον επιούσιο και στα σώματα των ανδρών που «θέλουν το χρόνο» τους για τη συγκόλληση δύο πλακών στο πεζοδρόμιο. Μόνον που τώρα το οικονομικό έλλειμμα, από τέτοιου είδους συμπεριφορές αναπληρώνεται από την κερδοφόρα εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως την ασκεί μια οικονομική νομενκλατούρα, στη θέση της κομματικής αντίστοιχης του άλλοτε. Το μπόλιασμα των δύο είναι το νέο υβριδικό και υποσχόμενο άνθηση φυτό του ρωσικού θερμοκήπιου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!