της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Χρησιμοποιώντας το σινεμά ως εργαλείο καταγραφής ζωντανών αυθεντικών μουσικών εκφράσεων, σε γλέντια και ξεφαντώματα, ο Γαλλοαλγερινός τσιγγάνος της διασποράς Τονί Γκατλίφ έχει απαθανατίσει τις διαφορετικές μουσικές ρίζες και τα ηχοχρώματα της τσιγγάνικης μουσικής: τσιγγάνικα βιολιά με ρουμάνικες καταβολές στο Gadjo Dilo (1997), ισπανικό φλαμένγκο και αραβοανδαλουσιάνικη μουσική στο Vengo (2000) και γαλλικά κιθαριστικά μανούς στο Swing (2002), επιλέγοντας πάντα αυθεντικούς μουσικούς που παίζουν ζωντανά στις μυθοπλαστικές ταινίες του, σε μια διάσταση που ανακαλεί το σινεμά-βεριτέ του ’60.
Σχεδιάζοντας από καιρό μια ταινία για το ρεμπέτικο, διέκοψε για να ολοκληρώσει το επίκαιρο τότε ντοκιμαντέρ του Αγανακτισμένοι (Indignados / 2012), όπου κατέγραψε τις εντυπωσιακές διαδηλώσεις στις ευρωπαϊκές πλατείες και πρωτοχρησιμοποίησε ήχο μπουζουκιού από ρεμπέτικα. Το αρχικό του σχέδιο κατάφερε να το ολοκληρώσει αργότερα, στη νέα του ταινία Μποέμικη Ψυχή (Djam), που τοποθετείται στη Λέσβο του 2016, ένα χρόνο μετά την άφιξη χιλιάδων θαλασσοπνιγμένων προσφύγων.
Με το μπαγλαμαδάκι της στον ώμο, η όμορφη πρασινομάτα Τζαμ (Δάφνη Πατακιά) αναχωρεί για την Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να αναζητήσει έναν φημισμένο σιδερά, ικανό να επιδιορθώσει την παλιά ρώσικη μπιέλα καραβιού του πατριού της, ονόματι Κακούργου (Σιμόν Αμπκαριάν). Εκεί συναντά και βοηθά μια άφραγκη και χαμένη νεαρή Γαλλίδα, την Αβρίλ (Μαρίν Καιγιόν), που σκόπευε να γίνει εθελόντρια στα σύνορα της Συρίας, με την οποία γίνονται αχώριστες. Κοιμούνται σε ταράτσες που ατενίζουν τον Βόσπορο και ταξιδεύουν μαζί στην Ελλάδα, ακολουθώντας τη διαδρομή που περπάτησαν χιλιάδες μετανάστες, σε μια περιπλάνηση μέχρι την Καβάλα, γενέτειρα του παππού της Τζαμ. Τα ευτράπελα που συναντούν στο διάβα τους αντανακλούν την απόγνωση της μνημονιακής Ελλάδας, ενώ η Τζαμ όπου βρεθεί και όπου σταθεί τραγουδάει ρεμπέτικα και χορεύει, δίνοντας όλο της το είναι.
Ο 70χρονος σήμερα Γκατλίφ, αυτοεξόριστος από το ’60 στη Γαλλία, σκαρφίστηκε άλλη μια ιστορία που σμίγει λαούς και μουσικές, εστιάζοντας αυτή τη φορά στα ρεμπέτικα που στην ταινία ερμηνεύονται ελληνικά και τουρκικά. Αραβικά συνθήματα στους τοίχους σταθμών, μισοκαμμένα κούτσουρα στις ράγες τρένων, αλλά και σωροί χιλιάδων σωσίβιων, σε μια συγκλονιστική σκηνή που ντύνεται ηχητικά με ένα πονεμένο αμανέ, μαρτυρούν το πέρασμα των προσφύγων από την Ελλάδα.
Σκηνοθέτης που εμπνέεται από τους ηθοποιούς που προσεγγίζει, ο Γκατλίφ προσάρμοσε τη δράση γύρω από την 26χρονη Δάφνη Πατακιά, γεννημένη στο Βέλγιο από Έλληνες.
Η ταινία ανοίγει με την Τζαμ να προχωράει κατά μήκος ενός διαχωριστικού συρματοπλέγματος, σκηνή-σχόλιο για την έννοια των συνόρων. Μεθυσμένη από ερωτικό πάθος, ελευθερία και χαρά της ζωής, σιγοτραγουδάει χορεύοντας το γνωστό από τη Ρόζα Εσκενάζυ συρτό Αγαπώ μια παντρεμένη. Σε μια επικίνδυνα θηλυκή έκδοση Ζορμπά, η Τζαμ εμφανίζεται με ανάκατα λυτά ξανθοκάστανα μαλλιά και κοντή φουστίτσα να ξαπλώνει χορεύοντας κατάχαμα, ενώ φωνάζει «ωχ μάνα μου!», διαποτισμένη από τη μουσική μέσα της, που ακούγεται ορχηστρικά από κομπανία με αυθεντικό σμυρνέικο ήχο, τους Ρεμπέτικο Μπαντ, όπως την αναπαράγει νοερά στο μυαλό της. Μετά το θάνατο της αυτοεξόριστης επί χούντας μητέρας της, φημισμένης τραγουδίστριας του ρεμπέτικου, η γεννημένη στο Παρίσι Τζαμ βρέθηκε στη Μυτιλήνη, με τον σύντροφο της μάνας, τον Κακούργο, που όπως αφηγείται, του έκλεψε την καρδιά, όταν την άκουσε να τραγουδάει στο ελληνικό εστιατόριο, όπου δούλευε, στο Παρίσι.
Ατίθαση ψυχή με τσαγανό, η Τζαμ ανταποκρίνεται στον δυναμικό ερωτισμό και το ελεύθερο πνεύμα που διέπει τις ηρωίδες του Γκατλίφ, όπως η Ζινγκαρίνα (Transylvania / 2006). Λαμπερή και χαμογελαστή η Τζαμ παζαρεύει δυναμικά το κάθε τι, ενώ όταν χορεύει στο Τμήμα για το διαβατήριο της Αβρίλ, υιοθετεί στοιχεία από την γόησσα τσιγγάνα Σαμπινά, στο περίφημο Gajo Dilo. Σκανδαλιστικά απελευθερωμένοι από τις καθιερωμένες κοινωνικές συμβάσεις, οι χαρακτήρες του Γκατλίφ δεν γνωρίζουν μικροαστική ντροπή. Χαρακτηριστικές ανυπότακτες και αδέσποτες γυναικείες φιγούρες, η μεν Τζαμ κατουράει στη μέση του δρόμου, ενώ η θυμωμένη Αβρίλ ξεγυμνώνεται καθώς περνάει τα σύνορα.
Η απεργία των τρένων υπήρξε αφορμή για μια μαγική ρεμπέτικη βραδιά στο Διδυμότειχο, όπου περιπλανώμενοι μουζικάντηδες με ούτι και τζουρά τραγούδησαν σε ελληνική και τουρκική εκδοχή το σμυρνέικο Ντόκτορ, για το σαράκι του έρωτα.
Συμβολική φιγούρα μνημονιακής απόγνωσης, εμπνευσμένη σύμφωνα με τον σκηνοθέτη από το τσιγγάνικο ποίημα «Θάψε με ενώ στέκομαι», αποτελεί ο γεμάτος οδύνη άντρας που επιμένει να θαφτεί όρθιος σε τάφο που σκάβει με τα χέρια του, επειδή η τράπεζα του πήρε τα πάντα. Αργότερα στην ταβέρνα, ο ίδιος ανακοινώνει στις κοπέλες την απόφασή του να φύγει μετανάστης στη Νορβηγία, τη στιγμή που τραγουδάνε το παραδοσιακό μικρασιάτικο Τι σε μέλει εσένανε, με στίχους «…απ’ τον τόπο που είμαι ξέβρουν τον καημό να κρύβουν, ξέβρουν να γλεντούν…» που εκφράζουν τον καημό του μετανάστη.
* * *
Στη μαγική ομήγυρη τυχαίων συνοδοιπόρων που ενώνονται στο δρόμο και το ταξίδι, ανταλλάσοντας μουσικές, συναισθήματα και εμπειρίες, μετέχουν ακόμα και αδέσποτα σκυλιά, που ακολουθούν τις δύο φίλες.
Ο Γκατλίφ είναι απ’ τους λίγους σκηνοθέτες που σκιαγραφεί ελευθεριακά μια τεχνολογικά εξοικειωμένη και εξοπλισμένη νεολαία, που ελαχιστοποιεί το απρόβλεπτο της τύχης στην περιπέτεια της ζωής. Το καταστασιακό πνεύμα των χίπις, που αναζήτησαν την κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής μέσα απ’ τις εμπειρίες του ταξιδιού, αναβιώνει στον Γκατλίφ με τη συλλογική συνύπαρξη να λειτουργεί ως αντίδοτο στην επιβεβλημένη σήμερα απομόνωση.
Το αντιφασιστικό στίγμα του σκηνοθέτη αποτυπώνεται από την Τζαμ που κατουράει τον τάφο του παππού της, επειδή είχε συνεργαστεί με τους χουντικούς, δηλώνοντας «κατουρώ όσους απαγόρευσαν τη μουσική και την ελευθερία». Η σκανδαλιστική εικόνα της ολόγυμνης Τζαμ που οκλαδόν παίζει στον τζουρά τον Θερμαστή (1934) του Γιώργου Μπάτη, ανακαλεί αντίστοιχο ερωτισμό με τους οριενταλιστικούς πίνακες του Ένγκρ (1780-1867).
Μέσα σε ένα καράβι, όλοι μαζί τραγουδάνε το ρεμπέτικο Καϊξής (1948), του Α. Χατζηχρήστου, σφραγίζοντας το τέλος με το μήνυμα του Γκατλίφ πως η ζωή είναι πιο σημαντική από το χρήμα και πως μουσική και ρεμπέτικα δημιουργούνται από τις παρέες και τις σχέσεις των ανθρώπων.
Ενάντια σε γεωπολιτικούς φραγμούς, ο Γκατλίφ προτάσσει την ελληνοτουρκική φιλία, μέσω της συγγενικής μουσικής παράδοσης που μοιράζονται δυο γειτονικοί λαοί, αναδεικνύοντας τη μουσική ως παγκόσμια διαπολιτισμική γλώσσα, σε μια τρίγλωσση ταινία με ελληνικά, τούρκικα και γαλλικά.
Η πρεμιέρα έγινε πέρσι στις Κάννες, με ελεύθερη είσοδο, στο θερινό σινεμά της παραλίας, μετά από μια εξαιρετική συναυλία από τους Ρεμπέτικο Μπαντ, που ο Γκατλίφ αφιέρωσε στον ελληνικό λαό και στο νησί της Μυτιλήνης. Στις ελληνικές αίθουσες βγαίνει φέτος, σε μια κρίσιμη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις συγκυρία.
*Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
ifigenia.kalantzi@gmail.com
INFO
Το 11ο Outview Film Festival διεξάγεται από 19-25/4/2018 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, με πλούσιο πρόγραμμα: Queercore, ντοκιμαντέρ για αυτό το πολιτισμικό-κοινωνικό κίνημα, Freak Show, αμερικάνικη κωμωδία του Τρούντι Στάιλερ, The Wound / Inxeba, νοτιοαφρικανική ταινία του Τζον Τρενγκροβ, My wonderful West Berlin, γερμανικό ντοκιμαντέρ του Γιόσεν Χικ, αλλά και σχετικές θεματικές συζητήσεις.
Για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου δημιουργού Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, διοργανώνεται αφιέρωμα των σημαντικότερων ταινιών του στους κινηματογράφους Αστόρ και Ανδόρα, σε αποκατεστημένες ψηφιακές κόπιες. Θα πλαισιωθεί από συζητήσεις με καλεσμένους από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Στον κινηματογράφο Μικρόκοσμος προβάλλεται το ντοκιμαντέρ ανεξάρτητης παραγωγής Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών, των Ξενοφώντα Βαρδαρού και Γιάννη Ξύδα. Κριτική μπορείτε να βρείτε στην ανταπόκριση της Ιφιγένειας Καλαντζή απ’ το 20ο ΦΝΘ, στο τ. 398 (10/3/2018).