του Δημήτρη Μπελαντή
Ορισμένες φορές σκέφτομαι ότι οι ρατσιστικές και ακροδεξιές πρακτικές (και οι πραγματικές και οι διασταλτικά εικαζόμενες) δεν είναι απλά ένα αρνητικό φαινόμενο, δηλαδή ένα φαινόμενο άρνησης και απόρριψης ή και καταδίωξης του «διαφορετικού». Δεν είναι μόνο κατασταλτικό φαινόμενο ή φαινόμενο απαξίωσης των άλλων. Είναι ένα παραγωγικό φαινόμενο με την έννοια ότι διαμορφώνει ή ενισχύει υποκειμενικές στάσεις ή και επάγεται σοβαρά αντικειμενικά κοινωνικά αποτελέσματα.
Όσον αφορά τους ίδιους τους φορείς τέτοιων ρατσιστικών πρακτικών. Παράγει επιθετικές πρακτικές τους απέναντι σε ανίσχυρες ομάδες. Παράγει μια ρητορική περιφρόνησης που συνδέεται και με δική τους εσωτερική υποεκτίμηση. Παράγει λεβεντιά δήθεν εκεί που υπάρχει εθελοδουλία. Παράγει μύθους περί ανωτερότητας. Παράγει αιτήματα προς το κράτος για περισσότερη καταστολή (και όχι μόνο για περισσότερη ασφάλεια, που δεν είναι μόνο του αθέμιτο ως αίτημα). Παράγει υποκατάστατα προς μια κλονισμένη ή σε κρίση εθνική ταυτότητα, πρόβλημα που υφίσταται και έχει αντικειμενική θεμελίωση, συνδεόμενη και με την παγκοσμιοποίηση, ιδίως την πολιτιστική της παράμετρο. Παράγει μετάθεση της οργής προς τους πάνω σε οργή προς τους κάτω. Παράγει την αναζήτηση σωτήρων όπως ο Τραμπ, ο Όρμπανς κ.λπ.
Πάμε τώρα στους αντιπάλους του ρατσισμού και των ακροδεξιών πρακτικών. Δεν εννοώ τα θύματα, ούτε τους καλοπροαίρετους κριτικούς και πολέμιους του ρατσισμού, όπου περιλαμβάνω και τον εαυτό μου και παρά πολλούς φίλους και συντρόφους. Αλλά ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων που είναι συχνά επαγγελματίες αντιρατσιστές ή αντιφασίστες, είτε με την έννοια των ΜΚΟ και του βαλαντίου είτε με την έννοια της ιδεολογικής δογματικής ανάγκης «απόδειξης» κάθε λίγο και λιγάκι ότι όλη η κοινωνία είναι ρατσιστική και ακροδεξιά, παραγνωρίζοντας ότι οι ξενοφοβικές τάσεις αποτελούν τελείως λάθος απάντηση σε πραγματικά κοινωνικά και ταυτοτικά προβλήματα που επάγονται οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές. Λοιπόν, όσο αφορά τους επαγγελματίες και κατά σύστημα αντιρατσιστές, ο αντιρατσισμός παράγει την ταυτότητα ενός ανθρώπου διεθνοποιημένου και «πολιτισμένου» που «ασφυκτιά» δήθεν μέσα στην απάνθρωπη και φασίζουσα κοινωνία όπου ζει. Παράγει εύκολη αριστεροσύνη παρακάμπτοντας έντεχνα την αδυναμία αριστερής στρατηγικής απάντησης στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας με μια επίφαση ανθρωπισμού. Παράγει δήθεν μοντερνισμό και κρυφή ελιτίστικη τάση προς την χώρα που δεν τους αξίζει. Παράγει τεράστια εισοδήματα σε προγράμματα, χορηγίες και μισθούς για κάμποσους, οικοδομώντας μια βιομηχανία φιλανθρωπίας. Παράγει πολιτικά και επαγγελματικά αριστεροφιλελεύθερα στελέχη και δικαιωματικούς βουλευτές. Παράγει ιδρύματα διεθνούς φιλανθρωπίας με τεράστια μπάτζετ. Παράγει μια συστηματική αποδόμηση της εθνικής ταυτότητας, με το επιχείρημα «πατρίδα ίσον ακροδεξιά». Παράγει μια ακαδημαϊκή ελίτ που θεωρεί ότι ο μαρξισμός ή η αναρχία ή η Αριστερά κλπ. είναι κυρίως η λατρεία του «διαφορετικού» -άποψη που θα έκανε τον Μαρξ μάλλον να εκνευριστεί- και που εκπονεί χιλιάδες διατριβές εδώ και έξω πάνω στην αφοσίωση στο διαφορετικό, αποκρύπτοντας ότι οι μετανάστες και οι προσφυγές θα προτιμούσαν να είναι στην πατρίδα τους ευτυχείς «όμοιοι» παρά στην εξορία δυστυχείς «διαφορετικοί». Παράγει πανεπιστημιακούς και αναλυτές της Διαφορετικότητας κατά χιλιάδες. Παράγει επίσης μια πουριτανική στάση υπέρ της «λατρείας του διαφορετικού» που στο πεδίο της ελευθερίας έκφρασης δεν είναι πολύ πιο φιλελεύθερη από το κυνήγι φρονημάτων από δεξιά και ακροδεξιά καθεστώτα. Που συνεχώς ζητά την διαστολή του Ποινικού Κώδικα όχι μόνο για πράξεις αλλά και για εκδηλώσεις φρονήματος, για αδικήματα δηλαδή που παλιά θεσμοθετούσε η δεξιά και η ακροδεξιά, από την αντίθετη μπάντα.