Η Βουλή… ενημερώνεται για το σχέδιο που κατάρτισε η τρόικα. Του Γιάννη Θεωνά.
Ο Προϋπολογισμός του Κράτους αποτελούσε, για πολλά χρόνια, το σημαντικότερο, ίσως, νομοθέτημα που ψήφιζε η Βουλή. Αποτελούσε, μάλιστα, τη βασική έκφραση της κυρίαρχης θέσης της νομοθετικής εξουσίας στo πλαίσιο του πολιτικού συστήματος της αστικής δημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η καταψήφιση του Προϋπολογισμού από τη Βουλή, συνεπάγεται την πτώση της κυβέρνησης.
Τα τελευταία, όμως, χρόνια και ιδιαίτερα μετά το ευρώ, την ΟΝΕ και τα Προγράμματα Σταθερότητας που εκπονούνται στα πλαίσια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ο Προϋπολογισμός του Κράτους έχει κρατήσει μόνο τα τυπολατρικά του στοιχεία, ενώ με πρωτοβουλία της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης) και πολλές φορές μόνο του υπουργείου Οικονομικών, τροποποιείται, ανατρέπεται ή αναμορφώνεται ερήμην της Βουλής.
Στη βάση αυτή και όπως προβλέπει ο Κανονισμός της Βουλής, την πρώτη Δευτέρα του μήνα Οκτώβρη κάθε χρόνο, κατατίθεται στη Βουλή το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού του επόμενου έτους και το αργότερο μέχρι τις 20 Νοέμβρη, κατατίθεται από τον υπουργό Οικονομικών ο τελικός Προϋπολογισμός, ο οποίος συζητείται μεν στη Βουλή, αλλά δεν επιδέχεται καμιά τροπολογία και τις παραμονές των Χριστουγέννων ψηφίζεται ως έχει, αλλιώς πέφτει η κυβέρνηση.
Βασικό χαρακτηριστικό όλων των Προϋπολογισμών των κυβερνήσεων του δικομματισμού, αποτέλεσε η πλήρης αναξιοπιστία στόχων, επιδιώξεων και αποτελεσμάτων. Μετά την ΟΝΕ, όμως, προστέθηκε και η πλήρης ανατροπή τους με τα Προγράμματα Σταθερότητας που υποβάλλουν οι υπουργοί Οικονομικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ECOFIN), ερήμην της Βουλής, ενέργεια που σαφώς παραβιάζει τη συνταγματική τάξη της χώρας, ανατρέποντας πλήρως την διάκριση των εξουσιών και υποτάσσοντας την νομοθετική (Βουλή) στην εκτελεστική εξουσία (Κυβέρνηση).
Τώρα, σε συνθήκες τρόικας και Μνημονίου, προστέθηκε και νέα διαδικασία υπονόμευσης του Προϋπολογισμού, με το συμφωνημένο από τον υπουργό Οικονομικών και τους τεχνοκράτες της τρόικας Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής (Π.Ο.Π.) που αποτελεί για την κυβέρνηση το βασικό πλαίσιο στόχων για την άσκηση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα, μάλλον δεν έχει κανένα ενδιαφέρον η συζήτηση γύρω από το Προσχέδιο ή και το Τελικό Σχέδιο του Προϋπολογισμού 2011, αφού η ουσιαστική πολιτική και οι στόχοι διαμορφώνονται από το Π.Ο.Π και την τρόικα. Άλλωστε, πριν στεγνώσει το μελάνι του Προσχεδίου, η Ε.Ε. τίναξε στον αέρα τα δημοσιονομικά του στοιχεία, ανακοινώνοντας ότι επίκειται αναθεώρηση σε δυσμενέστερα επίπεδα, του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους του 2009.
Ωστόσο, ας μας επιτραπεί μια σύντομη αναφορά.
Στο όνομα της προσαρμογής της χώρας στο Σύμφωνο Σταθερότητας και της ανάγκης «να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της απέναντι στις διεθνείς αγορές», η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, κατέθεσε ένα ακόμη Προσχέδιο Προϋπολογισμού που αποτελεί προκλητικό πλαίσιο φοροεπιδρομής, λιτότητας, αδιαφάνειας, λογιστικών ακροβασιών, επιδείνωσης της ύφεσης, έκρηξης των κοινωνικών προβλημάτων και πρώτα απ’ όλα της ανεργίας η οποία, με τις δικές τους εκτιμήσεις, θα φτάσει τον επόμενο χρόνο στο 15%.
Ο Προϋπολογισμός του 2011:
Προωθεί νέα φορολογική λεηλασία των ασθενέστερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, ενώ διατηρεί τη φορολογική ασυλία των μεγάλων κερδών, των μεγάλων περιουσιών, των μεγάλων εισοδημάτων και των μεγάλων κληρονομιών. Χειροτερεύει η σχέση άμεσων-έμμεσων φόρων, ενώ ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων αυξάνεται 6,6% όταν των νομικών προσώπων μειώνεται 18,3%,
Προωθεί νέα υποβάθμιση μισθών και συντάξεων, συνεχίζοντας τις πολιτικές λιτότητας, παγώνοντας μισθούς και συντάξεις και προετοιμάζοντας την πλήρη ανατροπή του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος.
Συνεχίζει τη μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και την υποβάθμιση της παρέμβασης του Δημοσίου στην οικονομία και μάλιστα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης.
Αντί να ακολουθήσει ένα δρόμο δημοσίου και κοινωνικού ελέγχου των τραπεζών και στήριξης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, παρατείνει και επαυξάνει τις πολιτικές που προικοδοτούν το μεγάλο κεφάλαιο και την ασυδοσία πολυεθνικών αλυσίδων, μεγάλων εμπορικών κέντρων και πολυκαταστημάτων.
Αντί να προωθήσει τη διαφάνεια και τον έλεγχο στη συγκρότηση του Προϋπολογισμού, παρατείνει το πέπλο του σκότους και της αμφιβολίας γύρω από τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας.