Αβεβαιότητα για το Eurogroup της Δευτέρας και τη δόση των 2 δισ. – Κανονικό δούλεμα από τους «συμμάχους» της κυβέρνησης – Αυτονομημένες τράπεζες και ανακεφαλαιοποίηση
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Η νέα αγαπημένη φράση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι η «πολιτική λύση». Για όλες τις εκκρεμότητες της διαπραγμάτευσης με το κουαρτέτο των δανειστών επί των προαπαιτούμενων -και δεν είναι λίγες- εκφράζεται η αισιοδοξία ότι θα δοθεί «πολιτική λύση», ως από μηχανής θεός. Είτε σε επίπεδο Eurogroup, όπως ελπίζει η κυβέρνηση για το θέμα των πλειστηριασμών, αν δεν υπάρξει συμφωνία της τελευταίας στιγμής στην τηλεδιάσκεψη με το κουαρτέτο (σ.σ. συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ της Παρασκευής μεταξύ Σταθάκη, Τσακαλώτου και Θεσμών). Είτε ακόμη και σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής, όπως ακούστηκε κάποια στιγμή, όχι μόνο για τους πλειστηριασμούς, αλλά και για το αιωρούμενο αίτημα συμψηφισμού του βάρους της προσφυγικής κρίσης με μια χαλάρωση στην εφαρμογή του Μνημονίου. Όμως, από πουθενά δεν προκύπτει βούληση των δανειστών, τουλάχιστον της πλειοψηφίας τους, να συναινέσουν σε τέτοια συναλλαγή.
Έτσι, το ενδεχόμενο το Eurogroup της Δευτέρας να αποφασίσει ότι έχει εκπληρωθεί πλήρως η πρώτη δόση των προαπαιτούμενων και, άρα, πρέπει να εκταμιευτεί η δανειακή δόση των 2 δισ. είναι αβέβαιο. Θα πρέπει να έχει μεσολαβήσει συνεδρίαση του EuroWorkingGroup που να καταλήξει σε θετική εισήγηση για εκπλήρωση των προαπαιτούμενων. Μέχρι στιγμής αυτή η συνεδρίαση έχει αναβληθεί τρεις φορές από τα μέσα Οκτωβρίου, ενώ, κατά τις πληροφορίες, θα επιδιωχθεί να πραγματοποιηθεί ακόμη και την Κυριακή.
Ψυχρολουσία από τους «φίλους»
Η κυβέρνηση έκανε φιλότιμες προσπάθειες και αυτή την εβδομάδα να αξιοποιήσει όσους θεωρεί συμμάχους της στο ευρωπαϊκό γήπεδο, αλλά τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Ο επίτροπος Μοσκοβισί δήλωσε μεν ότι «η κυβέρνηση Τσίπρα είναι η κυβέρνηση με την οποία η Κομισιόν συνεργάζεται καλύτερα από κάθε άλλη που προηγήθηκε από το 2010» (σ.σ. το αν αυτό είναι καλό ή κακό το αφήνουμε στην κρίση σας) αλλά ταυτόχρονα απαίτησε πλήρη τήρηση των δεσμεύσεων και των χρονοδιαγραμμάτων, τοποθετώντας την ψήφιση δεύτερου πακέτου προαπαιτούμενων εντός του Νοεμβρίου.
Και ο δεύτερος «σύμμαχος» της κυβέρνησης, ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς ήρθε στην Αθήνα, πήγε και στη Λέσβο όπου εξελίσσεται η θηριωδία της προσφυγικής κρίσης, πήρε από τον Αλ. Τσίπρα μια στεντόρεια διαβεβαίωση ότι ο φράχτης του Έβρου θα παραμείνει το «μνημείο» της απάνθρωπης Ευρώπης, αλλά δεν μπόρεσε να ανταποδώσει τίποτα πέρα από συμπάθεια. «Συμφωνώ με τον Μοσκοβισί ότι Προσφυγικό και πρόγραμμα είναι ανεξάρτητα θέματα», είπε ο Σουλτς σε συνέντευξη στον Σκάι, ανασκευάζοντας πλήρως προηγούμενη δήλωσή του ενώπιον Τσίπρα. Ισχυρίστηκε ότι δεν κατάλαβε σε τι αναφερόταν ο Έλληνας πρωθυπουργός (σ.σ. προφανώς μεσολάβησαν και οι αναγκαίες συνεννοήσεις με Βερολίνο). Έτσι, και το σόου της Λέσβου κατέληξε σε ψυχρολουσία.
Αλλά και ο Γιούνκερ, ο τρίτος εικαζόμενος σύμμαχος της κυβέρνησης -με τον οποίο ο πρωθυπουργός επρόκειτο να επικοινωνήσει τηλεφωνικά το βράδυ της Παρασκευής αναζητώντας στήριξη για την πολυπόθητη «πολιτική λύση»- όχι μόνο δεν βλέπει σύνδεση Προσφυγικού και εφαρμογής του Μνημονίου, αλλά επανέφερε και την πρότασή του για κοινή επιτήρηση των ελληνοτουρκικών συνόρων από κοινή ακτοφυλακή, καθιστώντας την Τουρκία «φύλακα» των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε.! «Οι Τούρκοι συμφωνούν, οι Έλληνες όχι. Πού ζούμε; Το θέμα είναι ότι πρέπει να τσακωνόμαστε τώρα για 10 χιλιόμετρα θαλάσσιου πλάτους, ποιος είναι πού και για ποιο πράγμα αρμόδιος ή να σώσουμε ανθρώπινες ζωές;», είπε ο πονηρός Γιούνκερ στη Φρανκφούρτη, υποχρεώνοντας έτσι τον πρωθυπουργό να υπερασπιστεί με ζήλο τον φράχτη του Έβρου, λίγα μέτρα από τις ακτές των νησιών που ξεβράζουν άψυχα κορμιά.
Υποχωρήσεις και αδιαλλαξία
Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμη και η υποχωρητική στάση στο Προσφυγικό, με την πλήρη προσχώρηση της κυβέρνησης στην ευρωπαϊκή πολιτική της αστυνομικής-στρατιωτικής διαχείρισης της κρίσης που μετατρέπει τα νησιά σε αποθήκες απελπισμένων, δεν μεταβάλλει την τακτική των δανειστών. Αυτοί αντιλαμβάνονται ότι η γραμμή της ακαμψίας είναι εξαιρετικά αποτελεσματική στην συμμόρφωση της κυβέρνησης στο πνεύμα και το γράμμα του Μνημονίου. Αυτός που υποχωρεί τελικά είναι η κυβέρνηση, ποτέ οι δανειστές. Και μέχρι στιγμής οι τελευταίοι αποσπούν το μέγιστο ζητούμενο σε κάθε πεδίο.
Για παράδειγμα, στο θέμα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας υποτίθεται ότι η κυβέρνηση προσπαθούσε να διασώσει κάτι από τον Νόμο Κατσέλη, αλλά η συζήτηση γίνεται επί αριθμητικών κριτηρίων (ύψος αντικειμενικών τιμών, οφειλών και εισοδημάτων), τα οποία, στην καλύτερη περίπτωση, θα εκθέσουν στον κίνδυνο κατάσχεσης της κατοικίας τους το 40% των δανειοληπτών, δηλαδή πάνω από 100.000 νοικοκυριά.
Και οι πλειστηριασμοί δεν είναι η μόνη εκκρεμότητα. Οι δανειστές επιμένουν αδιάλλακτα σε ακόμη πιο σκληρή επαναρρύθμιση των 100 δόσεων, σε νέα μείωση κατώτατων τιμών στα γενόσημα φάρμακα, ενώ δεν ικανοποιούνται διόλου από τα αδύναμα «ισοδύναμα» του ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση, δηλαδή την επιβολή πρόσθετου τέλους ανά στήλη σε όλες κατηγορίες στοιχήματος. Έχουν θέσει, μάλιστα, και ζήτημα κατάργησης εδώ και τώρα του αγγελιοσήμου, του ασφαλιστικού πόρου των εργαζομένων στα ΜΜΕ.
Κι είμαστε ακόμη μόνο στο πρώτο πακέτο. Το δεύτερο πακέτο -ακαθόριστο ακόμη στο σύνολό του- περιλαμβάνει το καυτό ασφαλιστικό. Ο Μοσκοβισί ζήτησε κατάθεση νομοσχεδίου εντός του Νοεμβρίου, σε πείσμα κυβερνητικών διαρροών ότι το θέμα μπορεί να μετατεθεί αργότερα και σε μια ασαφή συνάρτηση με το χρέος που έχει επιβάλει το ΔΝΤ.
Προστατευμένη ανακεφαλαιοποίηση
Το μόνο πεδίο από τις προβλέψεις του 3ου Μνημονίου που φαίνεται να «τρέχει» κανονικά είναι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που επιλέγεται να προστατευτεί από τις παρενέργειες του παζαριού. Κι αυτό γιατί η άποψη της ΕΚΤ για την «αυτοτέλεια» της ανακεφαλαιοποίησης φαίνεται να επικρατεί. Ο επίτροπος Μοσκοβισί επέμεινε στην Αθήνα ότι «για να διατεθούν τα 10 δισ. ευρώ στις τράπεζες, θα πρέπει να έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα βελτίωσης της δομής του τραπεζικού συστήματος, να έχουν εφαρμοστεί τα μέτρα του μνημονίου», αλλά αυτό στην πράξη δεν ισχύει. Γιατί, πολύ απλά, η ΕΚΤ αποφάσισε να σώσει τις «τράπεζές της», να προστατεύσει το «ευρωσύστημά της» και να περιορίσει το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης για λογαριασμό όλων των δανειστών, ήτοι από τα 25 δισ. σε 10 δισ. το πολύ. Δηλαδή, λιγότερα και από τα 10,9 δισ. του ΤΧΣ που επιστράφηκαν στον ESM από το προηγούμενο πρόγραμμα, όταν τέλειωσε η δίμηνη παράταση που είχε ζητήσει η κυβέρνηση Σαμαρά. Αν τα πράγματα εξελιχθούν έτσι και ο δανεισμός των 86 δισ. περιοριστεί σε 60 δισ., η συμμετοχή του ΔΝΤ ενδέχεται να αποδειχθεί περιττή αλλά και η πίεσή του προς τους Ευρωπαίους εταίρους για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους άνευ ουσίας. Πολύ περισσότερο, όμως, θα έχει αποδειχθεί ότι η κυβέρνηση Τσίπρα, που υπέγραψε ένα ακόμη επαχθές μνημόνιο για να μην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα, εξυπηρέτησε μια καραμπινάτη απάτη των δανειστών που «ξανασώζουν» τις τράπεζες με χρήματα που πριν από 9 μήνες ήταν σχεδόν στα ταμεία τους!
Γι’ αυτό, άλλωστε, οι Διοικήσεις των τραπεζών προχωρούν στις αυξήσεις κεφαλαίου και στην εφαρμογή των σχεδίων τους, ερήμην της κυβέρνησης, και σε συνεννόηση μόνο με το ΤΧΣ, την ΤτΕ και το αληθινό «αφεντικό», τον SSM (ΕΚΤ). Η αυτονόμηση των τραπεζών, μάλιστα, υπεισέρχεται και σε πεδία θεσμικά. Ενώ, λοιπόν, η κυβέρνηση διαβεβαίωνε ότι δεν θα αφήσει τους δανειολήπτες εκτεθειμένους στα distress funds, οι τράπεζες ανακοινώνουν ήδη συνεργασίες με εξειδικευμένα funds για τα κόκκινα δάνεια (επιχειρηματικά, στεγαστικά ή καταναλωτικά), ενώ το ΤΧΣ θα παρουσιάσει τις επόμενες μέρες μελέτη για το άνοιγμα της σχετικής αγοράς, ακριβώς όπως προβλέπει το μνημόνιο. Η αυτοπεποίθηση των τραπεζιτών φαίνεται και από τις αυξήσεις κεφαλαίου που διεκδικούν από ιδιώτες, επιδιώκοντας να καλύψουν το maximum του δυσμενούς σεναρίου, ήτοι περί τα 10 δισ. ευρώ.
Αξιολόγηση από χρόνου…
Έτσι, απομένει η κυβέρνηση μόνη να παλεύει με τους δημοσιονομικούς και μνημονιακούς της δαίμονες, εμφατικά υπογραμμισμένους στην έκθεση της Κομισιόν που προβλέπει ύφεση 1,4% φέτος και 1,3% το 2016. Αυτοί οι αριθμοί, ενδεχομένως, ελαφραίνουν τον λογαριασμό των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά βυθίζουν την οικονομία και την κοινωνία στο τέλμα. Και φυσικά, παρασύρουν την κυβέρνηση σε διαρκή διολίσθηση της πολυαναμενόμενης πρώτης αξιολόγησης, ακόμη και προς τις αρχές του νέου έτους. Μαζί όμως παρασύρονται και οι δανειακές δόσεις, ενώ αδειάζουν και τα ταμεία και η υπομονή. Αλλά αυτό το έργο το έχουμε ξαναδεί, με γνωστή κατάληξη για όλες τις κυβερνήσεις που πρωταγωνίστησαν διαδοχικά.