Σ’ αυτό το πλαίσιο, το ανερχόμενο εργατικό κίνημα από τα μέσα του 19ου αιώνα, αξιοποιώντας τις πολιτικές ελευθερίες και μετά από σκληρούς ταξικούς αγώνες και πάμπολλες αυταρχικές παλινδρομήσεις, κατόρθωσε να εγγράψει τα δικά του δικαιώματα άμυνας και κοινωνικής διαπάλης (συνδικαλιστικές ελευθερίες, υποχρέωση της πολιτείας για την απασχόληση και την ασφάλιση των πολιτών, απεργίας κ.λπ.). Ωστόσο, από εκεί και πέρα το αστικό κοινοβουλευτικό πλαίσιο λειτούργησε σ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, στο βαθμό που μέσα στο εσωτερικό του δεν αναπτύσσονταν κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές που να αμφισβητούσαν και να έθεταν σε κίνδυνο τα ίδια τα κοινωνικά του θεμέλια (καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής).
Έτσι, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου η αστική πολιτική εξουσία, αντιμετωπίζοντας λαϊκά πλειοψηφικά ρεύματα που επεδίωκαν την πραγματοποίηση αλλαγών που έθιγαν τις καπιταλιστικές δομές, προσέφευγε στην επιβολή δικτατορικών καθεστώτων αναίρεσης των πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών (ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, ελληνική περίπτωση μετά την απελευθέρωση του 1944 και μετέπειτα στρατιωτική δικτατορία του 1967-74, χιλιανή περίπτωση της αιματηρής δικτατορίας του 1973 κ.λπ.). Από μια γενική, τελικά, άποψη το αστικό οικονομικό καθεστώς αποδέχεται την λειτουργία του εποικοδομήματος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στο μέτρο που δεν απειλούνται τα κοινωνικά του θεμέλια: Διαφορετικά, έχοντας στα χέρια τους μηχανισμούς καταστολής, αλλά και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, επιβάλλει δικτατορικά καθεστώτα που αναιρούν τις βασικές πολιτικές ελευθερίες και κοινωνικά δικαιώματα.
Η καπιταλιστική κρίση ανακαθορίζει το κοινοβουλευτικό πλαίσιο
Στη μεταπολεμική 30ετία οι αστικοί κοινοβουλευτικοί θεσμοί λειτούργησαν στις δυτικές κοινωνίες κατά έναν τρόπο αδιατάρακτο, ως αποτέλεσμα δύο βασικών παραγόντων: Από τη μια πλευρά της εντατικής καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης, στο πλαίσιο ενός ενεργού κεϊνσιανισμού. Από την άλλη πλευρά, με την εισαγωγή κοινωνικών παραμέτρων στην αστική κρατική διαχείριση, λόγω της σχετικής ισχύος των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων και των εργατικών συνδικαλιστικών ενώσεων (ισορροπία κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και κοινωνικού κράτους πρόνοιας).
Ζήτημα άρχισε να τίθεται από την 10ετία του 1980, όπου απέναντι στην ισχυρή κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, δρομολογήθηκε η απάντηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής από την πλευρά των αστικών δυνάμεων, που επέφερε επιδείνωση των όρων αναπαραγωγής των λαϊκών τάξεων (στην απασχόληση, την ασφάλιση, το εισόδημα, τις εργασιακές σχέσεις). Αυτό το γεγονός που γενικεύτηκε σ’ όλες τις δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες, οδηγούσε εξ αντικειμένου στην επιβολή μορφών περιορισμού της δημοκρατικής αρχής και την ισχυροποίηση αυταρχικών πλευρών της αστικής πολιτικής εξουσίας. Παρ’ όλη την ενδιάμεση σχετική οικονομική ανάκαμψη από τα μέσα της 10ετίας του 1990 μέχρι τα μέσα της 10ετίας του 2000, η επανάκαμψη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου από το δεύτερο εξάμηνο του 2008 και μέχρι σήμερα, και μάλιστα με δριμύτερους όρους, και η συνακόλουθη εφαρμογή ενός νεοφιλελευθερισμού ωθημένου στα έσχατα όρια, θέτει εκ νέου το πολιτικό δημοκρατικό ζήτημα στην πρώτη γραμμή.
Σε κάθε περίπτωση αυτά έγιναν εφικτά στην τελευταία 20ετία εξαιτίας: Κατά πρώτο της σταδιακής νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, με την προϊούσα ρήξη των σχέσεων εκπροσώπησής τους με εργατικά λαϊκά στρώματα. Κατά δεύτερο με την κατάρρευση των μεγάλων δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων (Γαλλίας, Ισπανίας, Ιταλίας). Κατά τρίτο της αποδιάρθρωσης και ενσωμάτωσης των περισσοτέρων κεντρικών συνδικαλιστικών οργανώσεων (ακραίο το παράδειγμα της ΓΣΕΕ στην ελληνική περίπτωση). Με τη μετάλλαξη και την αποδιάρθρωση του «αντίπαλου δέους», διανοιγόταν ο δρόμος όχι μόνον για την παρατεταμένη εφαρμογή του ακραίου νεοφιλελευθερισμού αλλά και για την σταδιακή «στρέβλωση-αφαίμαξη» της αστικής δημοκρατίας.
Η υπέρβαση της παρακμής της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
Το πολιτικό σκηνικό κυριαρχήθηκε από τους δύο πόλους του αστικού δικομματισμού (συντηρητικό δεξιό και σοσιαλφιλελεύθερο) οι οποίοι, ωστόσο, κινήθηκαν πλέον σε κοινές συντεταγμένες της ακραία νεοφιλελεύθερης πολιτικής (σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις, διάλυση των εργασιακών σχέσεων, μαζική ανεργία κ.ά.). Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα αποδείχθηκε αναποτελεσματικό να λειτουργήσει, ακόμη και στοιχειωδώς αμυντικά, και το αριστερό κίνημα περιθωριοποιήθηκε στο πεδίο των κοινοβουλευτικών εκπροσωπήσεων.
Κατά συνέπεια και με την ακύρωση ακόμη και αυτού του αστικού δικομματισμού (ταύτιση των πολιτικών των δύο πόλων του), η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία υποχωρεί και αφαιμάζεται από τα όποια δημοκρατικά χαρακτηριστικά: Ισχυροποιούνται στο έπακρο οι κατασταλτικοί μηχανισμοί για να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις όποιες εξάρσεις του λαϊκού εργατικού κινήματος. Αναιρείται η διάκριση των εξουσιών με τον πανίσχυρο τεχνοκρατικό ρόλο της εκτελεστικής εξουσίας και τον εκφυλισμό των άλλων τους μορφών, ιδιαίτερα μάλιστα της τέταρτης εξουσίας. Η κοινοβουλευτική διαδικασία χάνει το χαρακτήρα της αντιπαράθεσης διαφορετικών πολιτικών και οικονομικών σχεδίων. Υιοθετούνται, πλέον, ανοιχτά πραξικοπηματικές θεσμικές πρακτικές (διαδικασίες εξπρές για την ψήφιση νομοσχεδίων τεράστιας σημασίας και με ανυπολόγιστες συνέπειες) κ.λπ.
Ο ακραία νεοφιλελεύθερος «μονόδρομος» που προκαλεί το κοινωνικό ολοκαύτωμα της σύγχρονης εργαζόμενης πλειοψηφίας, κλονίζει πλέον ανεπανόρθωτα και οδηγεί στην ακύρωση της αστικής κοινοβουλευτικής νομιμοποίησης. Οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης όλου του τελευταίου διαστήματος είναι ενδεικτικές από κάθε άποψη. Η κλασική αστική δημοκρατία αναιρείται από τις ίδιες τις αστικές πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις με μαζικούς όρους, στην προσπάθειά τους να υπερβούν την κρίση κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης προς όφελος, αποκλειστικά, της εργοδοσίας. Η απονομιμοποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος που προκύπτει σε μικρό βαθμό, αξιοποιείται από τους αριστερούς πολιτικούς σχηματισμούς εξαιτίας των ιστορικών χαρακτηριστικών που έχουν αποκρυσταλλώσει, ενώ περισσότερο ενισχύει μορφές απεργιακής κινητοποίησης σε ορισμένες περιπτώσεις.
Περισσότερο, τελικά, τροφοδοτεί το αυθόρμητο λαϊκό κίνημα στις πλατείες της αγανάκτησης και της διαμαρτυρίας. Εξού και το κυρίαρχο αίτημα-σύνθημα της «Πραγματικής Δημοκρατίας Τώρα» στην Μαδρίτη όσο και την Αθήνα, και σε τόσες άλλες ισπανικές και ελληνικές πόλεις.
Αυτή η παρακμή της αστικής δημοκρατίας ανοίγει, αναγκαστικά, το δρόμο για την ανάδειξη νέων ανατρεπτικών μορφών οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας που αντικειμενικά υπερβαίνουν το αστικό κοινοβουλευτικό πλαίσιο στις σημερινές συνθήκες.