Στην προηγούμενη στήλη (29/9/14) και σε μία φιλότιμη προσπάθεια να αντιπαρέλθω το επικοινωνιακό κουτσομπολιό που είναι φυσικό να οργιάζει ενόσω πυκνώνουν ολοένα τα σύννεφα των εθνικών εκλογών, πρότεινα να εκλάβουμε τις επισκέψεις Τσίπρα στον Άθωνα και το Βατικανό ως μια πρώτη προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των σχέσεων Εκκλησίας και πολιτείας στην Ελλάδα και την Ευρώπη: Ως απαρχή, δηλαδή, ενός τολμηρού, απαιτητικού και μακροχρόνιου εγχειρήματος, το οποίο συνίσταται στη συγκρότηση ενός καινούργιου πλαισίου συνάρθρωσης της θρησκευτικής με την πολιτική εξουσία. Συνεχίζοντας σήμερα τον ίδιο προβληματισμό, θα ήθελα να υπαινιχθώ τους όρους βάσει των οποίων ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε, ενδεχομένως, να ευοδωθεί. Κατά την άποψή μου, οι όροι αυτοί είναι τρεις: α) Επιτελική και διεπιστημονική μελέτη υψηλότατων ακαδημαϊκών προδιαγραφών β) πολιτική και διπλωματική «αξιοποίηση» του ορθόδοξου χριστιανισμού, ως μείζονος εθνικού, πολιτισμικού και συμβολικού κεφαλαίου, και γ) εκκλησιαστική «αξιοποίηση» του κοινωνικού και ανατρεπτικού χαρακτήρα της αριστερής πολιτικής πράξης, ως ουσιώδους (και καθόλου περιφερειακής) ευαγγελικής προκείμενης.

Ο πρώτος όρος είναι αναγκαίος, διότι η αναδιάρθρωση των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας οφείλει να πραγματωθεί τόσο «από τα πάνω» (σε επίπεδο θεσμικό και νομοθετικό) όσο και «από τα κάτω» (να νομιμοποιηθεί δηλαδή στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας). Αυτό σημαίνει ότι Εκκλησία και Αριστερά οφείλουν να συζητήσουν τυπικώς και ουσιαστικώς για κοινά πάθη και λάθη του παρελθόντος τους, να καταδείξουν την οριστική ανεπάρκεια των ιδρυτικών τους μύθων και να επινοήσουν ένα ήθος διαλόγου το οποίο θα πάρει οριστικό διαζύγιο από τις τηλεοπτικές κοκορομαχίες. Όλες οι κοινωνικές, πολιτικές και ανθρωπιστικές επιστήμες μπορούν να συμβάλλουν στη διαδικασία αυτή, δημιουργώντας τις θεσμικές και θεωρητικές εκείνες προϋποθέσεις οι οποίες θα επιτρέψουν χυμώδεις πολιτικο-θρησκευτικές συγκλίσεις, επί τη βάσει πραγματικών προβλημάτων της κοινωνίας των πιστών, αλλά και της κοινωνίας των πολιτών.

Ο δεύτερος όρος είναι επίσης ανυπέρβλητος, αφενός διότι ο κύριος Γιανναράς έχει πλειστάκις κατηγορήσει την Αριστερά για παχυλή άγνοια του πολιτισμικού πλούτου της Ορθοδοξίας και πρέπει επιτέλους να αποστομωθεί, αφετέρου διότι η επίσημη ανάδειξη της ορθόδοξης κληρονομιάς σε πυλώνα του εθνικού μας πολιτισμικού κεφαλαίου, μπορεί να λειτουργήσει εξόχως αποθαρρυντικά απέναντι σε χρυσαυγίτες, νεοπαγανιστές και λοιπούς προγονόπληκτους, οι οποίοι αρέσκονται να βλέπουν τον χριστιανισμό μονάχα ως ιδεώδη αφορμή για να εκφράσουν τον αντισημιτισμό τους.

Θεωρώ, τέλος, τον τρίτο όρο επίσης σημαντικό, διότι πιστεύω ότι έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου, μαζί με την κοινωνική διδασκαλία των πατέρων της Εκκλησίας, να ανακαλυφθεί ξανά και η κοινωνική διδασκαλία του ίδιου του Ευαγγελίου -ό,τι οι αγγλοσάξονες εννοούν με τον όρο «Τhe Social Gospel». Η συγκεκριμένη ανακάλυψη θα μπορούσε, ενδεχομένως, να δείξει ότι, ως έναν τουλάχιστον βαθμό, πολλά από τα προτάγματα της Αριστεράς δεν συνιστούν παρά εκκοσμικευμένες απηχήσεις αντίστοιχων ευαγγελικών προταγμάτων. Και ότι όσα συνδέουν την Αριστερά με το ευαγγέλιο του Χριστού (και όχι του Ανθίμου!) ίσως να είναι τελικά πολύ περισσότερα από αυτά που τους χωρίζουν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!