Το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων, και της εργασίας εν γένει, είναι μια από τις κρίσιμες πλευρές του κοινωνικού ζητήματος στη χώρα μας, συνδεδεμένη με το παραγωγικό μοντέλο, τη δημογραφική κρίση, την περιφερειακή ανάπτυξη, τη βίαιη φτωχοποίηση. Η κρίση χρέους και τα μνημόνια, η μονοκαλλιέργεια τομέων χαμηλής προστιθέμενης αξίας και φθηνής εργασία, μαζί με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την αποδυνάμωση των θεσμών εργατικού και κρατικού ελέγχου έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον οριακό για τις προοπτικές της εργασίας στην ελληνική κοινωνία. Οι τελευταίες εξελίξεις μάλιστα, με την εργατική «αντιμεταρρύθμιση» της κυβέρνησης Μητσοτάκη (και των υπουργών Γεωργιάδη που την εισηγήθηκε και την Κεραμέως που την εφαρμόζει) που εισάγει μεταξύ άλλων ως ευρωπαϊκή εξαίρεση, την εξαήμερη εργασία, στο όνομα της ευελιξίας και της προόδου δείχνει την κατεύθυνση που έχουν οι νεοφιλελεύθεροι μάγοι, που βλέπουν τη χώρα μας ως πειραματόζωο και ειδική εργασιακή ζώνη.

Δημοσιεύουμε στο σημερινό φύλλο του Δρόμου, ένα μικρό απόσπασμα της ομιλίας, του Γιάννη Κουζή, καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, από τη θεματική ενότητα «Πλευρές της χρεοκοπίας: Η ελληνική οικονομία, κερδισμένοι, χαμένοι και προοπτικές» του Συνεδρίου για «Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα». Στο απόσπασμα αυτό, ο Γ. Κουζής, κωδικοποιεί τις βασικές αλλαγές που έφεραν στο εργασιακό τοπίο οι μνημονιακές ρυθμίσεις της περιόδου 2010-2018, αλλαγές πάνω στις οποίες πατάνε και οι μεταμνημονιακές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων. Ολόκληρο το κείμενο θα δημοσιευθεί στον τόμο των πρακτικών του συνεδρίου που αναμένεται να εκδοθεί το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους.

Η Ελλάδα ως ειδική εργασιακή ζώνη εντός του ευρώ

Του Γιάννη Κουζή

Η έλευση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, υπό την μορφή της κρίσης χρέους, αποτελεί την αφορμή ώστε η πολιτική στην «αγορά εργασίας» να κινηθεί με εντονότερους ρυθμούς προς την κατεύθυνση των «μεταρρυθμίσεων» που ήδη δρομολογούνται από το 1990 στην χώρα. Η πολιτική διαχείρισης της εν λόγω κρίσης, με την επιβολή των τριών μνημονίων της περιόδου 2010-18,συνοδεύεται από πρωτοφανείς βιαιότητας παρεμβάσεις στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων που αλλάζουν ριζικά το εργασιακό τοπίο δημιουργώντας μια νέα κατάσταση που παγιώνεται υπό τους όρους που αυτή επιβάλλεται. Οι βίαιες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις δικαιολογούνται στο όνομα της νέας αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας που θα θέτει τέλος στο πρότερο «αντιαναπτυξιακό» εργασιακό καθεστώς αποκλείοντας το ενδεχόμενο επανόδου του. Υπό αυτούς τους όρους εντείνονται οι αλλαγές σε βασικούς πυλώνες των εργασιακών σχέσεων με την αμφισβήτηση της σταθερής και πλήρους απασχόλησης υπέρ των ευέλικτων μορφών εργασίας, την αποδυνάμωση της προστασίας από τις απολύσεις, την ελαστικοποίηση των ωραρίων και την αποδιάρθρωση των κανόνων διαμόρφωσης των μισθών. Παράλληλα επιβάλλονται σημαντικές μειώσεις στην απασχόληση στο Δημόσιο και αλλαγή στο εργασιακό καθεστώς του προσωπικού του σε πορεία σύγκλισης με το αντίστοιχο του ιδιωτικού τομέα και με όρους συνολικής υποβάθμισης της εργασίας. Οι εξελίξεις αυτές συναντώνται με την εκρηκτική άνοδο της ανεργίας που αποτελεί βασικό εργαλείο για τη συρρίκνωση των μισθών, ενώ η μετέπειτα υποχώρηση των ποσοστών της στηρίζεται στην εκτόξευση των συμβάσεων ευέλικτης εργασίας που παραπέμπουν σε εργαζόμενους με δικαιώματα και αμοιβές χαμηλών ταχυτήτων. Ειδικότερα η μνημονιακή περίοδος καταγράφει τις ακόλουθες εξελίξεις στο πεδίο της εργασίας:

α) Υποχώρηση από το 59% στο 52% το ποσοστό της απασχόλησης, και εκτόξευση της ανεργίας από το 7,5% στο 28% κατά το αποκορύφωμα της κρίσης (2013). Στην συνέχεια παρατηρείται σταδιακή μείωση της ανεργίας μέχρι το 18% στο τέλος των μνημονίων που οφείλεται, κυρίως, στη μετανάστευση σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού και στην ευέλικτη εργασία που κυριαρχεί στις νέες προσλήψεις.

β) Τεκτονικές αλλαγές στον τρόπο διαμόρφωσης των μισθών με τη συμπίεση του γενικού κατώτατου μισθού και την αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων. Ειδικότερα συμπιέζεται κατά 22% το ύψος του γενικού κατώτατου μισθού, και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών με την καθιέρωση του υποκατώτατου μισθού . Αυτό προκύπτει με παρεμβάσεις που καταργούν το περιεχόμενο της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης μαζί με την αρμοδιότητά της να ορίζει τα κατώτατα μισθολογικά όρια. Επιπλέον η αποδιάρθρωση βασικών αρχών που διέπουν τις συλλογικές συμβάσεις και διαμορφώνουν τους κανόνες λειτουργίας των μισθών(αναστολή των αρχών της επεκτασιμότητας και της εύνοιας) οδηγεί στην εξατομίκευση των μισθών και των λοιπών εργασιακών όρων με μόλις το 15% των μισθωτών (αντί του 100% που ίσχυε προ μνημονίων) να καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις. Η κατάσταση αυτή διατηρείται σταθερά και αναλλοίωτη για μια ολόκληρη επταετία (2012-19) δημιουργώντας μισθολογικό τέλμα και τις βάσεις για τους όρους της μετέπειτα εξέλιξης των μισθών στην Ελλάδα ως χώρας χαμηλού εργασιακού «κόστους» στην κατεύθυνση της βαλκανοποίησης της μισθολογικής δαπάνης.

γ) Καθοριστική αλλοίωση της προστασίας των εργαζομένων από τις ατομικές και ομαδικές απολύσεις με όρους ουσιαστικής απελευθέρωσης, Σε αυτό το πλαίσιο καταγράφεται η σημαντική μείωση του χρόνου προειδοποίησης και της αποζημίωσης απόλυσης, με την τελευταία να συνοδεύεται από σοβαρούς περιορισμούς στις προϋποθέσεις και στον τρόπο καταβολής της. Επίσης αυξάνεται σημαντικά το όριο για τις ομαδικές απολύσεις σε συνδυασμό με την κατάργηση του αποφασιστικού ρόλου για την έγκρισή τους από τη δημόσια αρχή. Τα μέτρα αυτά λαμβάνονται σε μια περίοδο όξυνσης της ανεργίας εντείνοντας παράλληλα την εργασιακή επισφάλεια και στους εργαζόμενους «σταθερής» απασχόλησης με συμβάσεις αορίστου χρόνου.

δ) Εκτόξευση των συμβάσεων με ευέλικτες μορφές εργασίας (μερική, εκ περιτροπής, ορισμένου χρόνο, ενοικίαση) σε βάρος της σταθερής και πλήρους απασχόλησης . Είναι ενδεικτικό ότι κατά τη μνημονιακή περίοδο το 30% των εργαζόμενων απασχολούνται με μορφές μειωμένου ωραρίου.

ε) Ενίσχυση των πρακτικών ελαστικοποίησης του χρόνου εργασίας, σημαντική μείωση του κόστους των υπερωριών και απελευθέρωση των ωραρίων εργασίας με την επέκταση της κυριακάτικης εργασίας και την κατάργηση του πενθήμερου στα καταστήματα. Οι παρεμβάσεις αυτές εντείνουν την αποδιάρθρωση της κοινωνικής και οικογενειακής ζωής των εργαζομένων.

στ) Συρρίκνωση της απασχόλησης και απορρύθμιση του εργασιακού καθεστώτος στον δημόσιο τομέα. Κατά την περίοδο των μνημονίων μειώνεται κατά 23% η απασχόληση στο Δημόσιο, περιορίζονται εργασιακά δικαιώματα, καταργούνται κανονισμοί προσωπικού, επεκτείνεται η προσωρινή εργασία και εντείνεται η πολιτική των αθρόων αποκρατικοποιήσεων και ιδιωτικοποιήσεων συμβάλλοντας στην έντονη απορρύθμιση του «κοινωνικού » κράτους.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!