από τον Δημήτρη Ουλή

([email protected])

 

Μην μου μιλάτε για «αδιέξοδο». Δεν υπάρχει «αδιέξοδο». Ούτε υπάρχει «τέλος της Ιστορίας». Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα πράγματα πρόκειται να έχουν κάποια έκβαση. Και τα σενάρια είναι γνωστά, κατά το μάλλον ή ήττον.

Η επαναστατική λύση μου φαίνεται κατάτι πελιδνή. Είναι η πιο πολυπόθητη, αναγκαία και επιτακτική. Απαιτεί όμως ένα ύψος συνείδησης, μια ηθική δέσμευση και μια πολιτική πνευματικότητα, η οποία θα τολμήσει να διαρρήξει κάθε μικροαστική ιδιοτέλεια, ρεφορμιστικό μερεμέτι και κομματικό συμφέρον. Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές –έρχονται μάλιστα στιγμές, που αισθάνεσαι ότι μια λαμπάδα ανάβει από το μέλλον. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η συγκεκριμένη λαμπάδα δεν φαίνεται να έχει βρει την απαραίτητη ποσότητα και ποιότητα καύσιμης ύλης, ώστε να γιγαντώσει την επαναστατική πυρκαγιά. Η νεοελληνική κοινωνία είναι ακόμα εξαιρετικά μουδιασμένη, απελπισμένη και κουρασμένη, για να διεκδικήσει τη δική της έφοδο στον ουρανό.

Η αντιδραστική λύση μου φαίνεται η πιο πιθανή. Εύγλωττες οι τάσεις, πολυάριθμα τα σημάδια –και οι αντιστάσεις, καίτοι δυναμικές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα και δεν επαρκούν για να τροχοπεδήσουν την προϊούσα κοινωνική εκβαρβάρωση. Ως ανθρωπολόγος, παρατηρώ τους συνανθρώπους μου να κλείνονται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό τους, να αναζητούν ιδιωτικές οδούς «βολέματος», να γοητεύονται από προφητείες γερόντων και εθνοθρησκευτικά παραληρήματα, να σνομπάρουν το στοχασμό και το σοβαρό βιβλίο ως πράγματα στρυφνά, ελιτίστικα ή «εγκεφαλικά». Τους παρατηρώ επίσης να ξεσπούν σε κρίσεις παροξυσμικής οργής για ψύλλου πήδημα, να απεκδύονται στοιχειώδεις συμβάσεις αγωγής και ευγένειας, και να ενδίδουν ολοένα και περισσότερο στην απατηλή λάμψη του κυνισμού. Πρόκειται εξάπαντος για βούτυρο στο ψωμάκι της Χρυσής Αυγής. Που αν ακόμα δεν πλειοψηφεί ως κόμμα, διαισθάνομαι ότι πλειοψηφεί απόλυτα ως «κοινή γνώμη», ως κοινωνική νοοτροπία, ως περιρρέουσα ιδεολογική ατμόσφαιρα.

Τίποτε βέβαια δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Και τίποτα δεν μπορεί να αποκλείσει την Έκπληξη. Η οποία είναι γνωστό ότι άλλες φορές προ-οικονομείται, και άλλες έρχεται απρόσκλητη. Θα πρέπει εν τούτοις να θεωρηθεί προφανές, ότι αφότου η Έκπληξη προκύψει, απαιτεί συγκεκριμένες υποδομές για να «δέσει» μέσα στην κοινωνία, να πραγματώσει μια ορισμένη διάρκεια, να αποκτήσει μία ορισμένη ιστορική προοπτική. Χωρίς τις υποδομές αυτές (αντικειμενικές και ταυτόχρονα υποκειμενικές), χωρίς το ρίζωμά της σε μια καινούργια πολιτική πνευματικότητα, φοβούμαι ότι η Έκπληξη επέχει  απλώς θέση μιας φευγαλέας ουτοπικής «στιγμής», η οποία αδυνατεί αφ’ εαυτού της να συσταθεί ως πειστική πολιτική αντιπρόταση. Μοιάζει δηλαδή με τον σπόρο του Ευαγγελίου που, μολονότι φέρει εντός του ακέραια τη δυναμική της σωτηρίας, είναι αδύνατον να καρποφορήσει, εάν πέσει πάνω σε έδαφος στείρο ή ακατάλληλο.

Μιλώ ως «απαισιόδοξος»; Κάθε άλλο! Μιλώ μάλλον ως άνθρωπος της ελπίδας, που θα ήθελε να την εξαγάγει όχι από κάποια «θετική σκέψη», αλλά από την αφοβία ενός βλέμματος, το οποίο τολμά να κοιτά την απελπισία κατά πρόσωπο. Γιατί επιτέλους, η ελπίδα δεν είναι «αισιοδοξία». Είναι απελπισία που υπερβάθηκε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!