Οι χώρες της Ε.Ε. σε μια ακόμα επίδειξη αποφασιστικότητας απέναντι στη Ρωσία απέλασαν ταυτόχρονα πάνω από 400 Ρώσους διπλωμάτες όταν τα δυτικά μέσα κατακλείστηκαν από τις εικόνες των νεκρών αμάχων στην Μπούτσα. Δεν είχε προηγηθεί βέβαια κανένα πόρισμα του ΟΗΕ ούτε κάποια έγκυρη έρευνα για το τι πραγματικά συνέβη εκεί.

Το κλίμα γενίκευσης της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία συνοδεύτηκε, όπως άλλωστε αναμενόταν, με τους ανάλογους «διθυράμβους» για την πρωτοφανή ενότητα της Ε.Ε. Άλλοι ανακάλυψαν ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία επαναφέρουν την Ευρώπη στις πραγματικές αξίες της. Η υποκρισία βέβαια δεν κρύβεται στο που κρύβονταν οι δήθεν αξίες της Ε.Ε. στους πρόσφατους πολέμους σε Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία, Λιβύη – ατέλειωτη η σειρά… Η υποκρισία έγκειται στην αποσιώπηση των πληγμάτων που δέχονται και θα δεχθούν οι λεγόμενες ευρωπαϊκές αξίες μπροστά στα αδιέξοδα που γεννούν.

Ενώπιον μιας αξεπέραστης κρίσης

Μοιάζει ακατανόητο το γιατί οι ισχυροί της Ε.Ε. προσχώρησαν τόσο γρήγορα στους αμερικάνικους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς για τη Ρωσία και την ίδια την Ευρώπη και αποδέχθηκαν όλο το οικονομικό κόστος του αμερικάνικου εγχειρήματος διακινδυνεύοντας άμεσα μια πρωτόγνωρη κρίση και μακροπρόθεσμα μια σημαντική απώλεια ισχύος στην παγκόσμια σκηνή. Το βέβαιο είναι ότι η αμερικάνικη επιρροή στην Ευρώπη ήταν και είναι ισχυρότατη τάση (ευρωατλαντισμός) και οι οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε. πολύ σημαντικές για να παρακαμφθούν οι απαιτήσεις της Ουάσιγκτον. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν κοινό το σχέδιο της πράσινης μετάβασης και η επιτάχυνση μιας πολύπλευρης μεταρρύθμισης σε αυτή τη βάση. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ορθώνει εμπόδια στη συμφωνημένη πορεία αλλά δεν τη ματαιώνει ολοκληρωτικά. Η Ευρώπη είναι προς τον παρόν ανάμεσα στους μεγάλους ηττημένους του πολέμου προς όφελος των ΗΠΑ και των ΝΑΤΟϊκών επιλογών. Έτσι τροφοδοτούνται ρήξεις ανάμεσα στις χώρες μέλη της Ε.Ε. και αντίστοιχοι τριγμοί στο εσωτερικό των χωρών ως αποτέλεσμα των επιλογών των ΗΠΑ που συναντιούνται με την πολυοργανική οικονομική κρίση και επιταχύνονται από τις συνέπειες του πολέμου.

Σήμερα είναι αποδεκτό από όλους ότι η περίφημη απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και από άλλα βασικά προϊόντα που εξάγει η Ρωσία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί άμεσα.

Το φυσικό αέριο που προσφέρουν οι ΗΠΑ, εξαιρετικά πιο ακριβό, είναι αδύνατο να καλύψει το κενό που δημιουργεί ο περιορισμός ενεργειακών ροών από τη Ρωσία. Ο ένας μετά τον άλλο οι μεγάλοι εναλλακτικοί προμηθευτές ενέργειας δηλώνουν αδυναμία κάλυψης των κενών ή και απροθυμία αύξησης της παραγωγής τους.

Έτσι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα ενεργειακή κρίση που δεν περιορίζεται απλά στη σοβαρότατη αύξηση της τιμής των ενεργειακών πόρων. Αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με μετακύλιση της επιβάρυνσης στους πολίτες, ως συνήθως. Βρισκόμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο διακοπής της τροφοδοσίας των μεγάλων οικονομιών της Δυτικής Ευρώπης με ενεργειακούς πόρους από τον μοναδικό αξιόπιστο προμηθευτή τους για την επόμενη πενταετία τουλάχιστον.

Το βέβαιο είναι ότι η αμερικάνικη επιρροή στην Ευρώπη ήταν και είναι ισχυρότατη τάση (ευρωατλαντισμός) και οι οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε. πολύ σημαντικές για να παρακαμφθούν οι απαιτήσεις της Ουάσιγκτον

Η Ρωσία δεν μπλοφάρει

Φαίνεται ότι η απαίτηση της Ρωσίας για πληρωμή σε ρούβλια δεν είναι πυροτέχνημα. Ο Πούτιν παρουσίασε την πρόταση του ως μονόδρομο: «Εμείς προμηθεύουμε τους Ευρωπαίους καταναλωτές με τους φυσικούς μας πόρους –σε αυτή την περίπτωση το φυσικό αέριο– το παραλαμβάνουν, μας πληρώνουν με ευρώ, τα οποία στη συνέχεια οι ίδιοι παγώνουν. Σε αυτό το πλαίσιο, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι εμείς προμηθεύουμε μέρος του φυσικού αερίου που καταναλώνει η Ευρώπη, στην ουσία δωρεάν. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να συνεχιστεί». Κατά συνέπεια αν η σημερινή γερμανογαλλική άρνηση συνεχιστεί οι συνέπειες θα είναι απρόβλεπτες. Μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να περιορίσουν ή και να σταματήσουν ολοκληρωτικά τη δραστηριότητα τους. Θα ακολουθήσει ένα πρωτοφανές κύμα απολύσεων, δραματική αύξηση των τιμών, εκτίναξη του πληθωρισμού, απώλεια της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων της και οικονομική ύφεση απρόβλεπτης κλίμακας

Μεγάλος ηττημένος θα αναδειχθεί η ίδια η Γερμανία που σήμερα προμηθεύεται το 55% των αναγκών της από ρωσικό αέριο.

Το ίδιο οδυνηρές θα είναι οι συνέπειες από την έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών και τις επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων στη ρωσική οικονομία.

Οι σημερινές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις από την αντιπαράθεση των χωρών της Ε.Ε. με τη Ρωσία θα ενταθούν όταν οι συνέπειες θα υπερβούν τα όρια χειρισμού των πολιτών ή ακόμα και τα όρια αντοχής ισχυρών κύκλων της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

Διχασμένο Ecofin

Στην πρόσφατη συνεδρίαση του Συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε. επικυρώθηκαν τάσεις που είχαν αρχίσει να διαφαίνονται τις προηγούμενες βδομάδες. Οι 27 υπουργοί συζήτησαν για την υιοθέτηση νέων κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας αλλά δεν υιοθέτησαν την πρόταση της γαλλικής προεδρίας και των χωρών της Βαλτικής για πάγωμα των εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Η Αυστρία απέρριψε κατηγορηματικά μια τέτοια πρόταση ενώ η Γερμανία υποστήριξε το σταδιακό πάγωμα των εισροών ώστε να μην πληγεί η ευρωπαϊκή βιομηχανία. Οι φυγόκεντρες τάσεις αρχίζουν να διακρίνονται τόσο ώστε ο Πολωνός πρωθυπουργός Μ. Μοραβιέτσκι κατηγόρησε τη Γερμανία ότι «αποτελεί το βασικό εμπόδιο για τις κυρώσεις».

Αντίστοιχες αντιθέσεις αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Γερμανίας. Όχι τυχαία η εφημερίδα Handelsblatt, κορωνίδα των βιομηχανικών τραπεζικών κύκλων της χώρας, σημείωνε ότι «το γεγονός πως η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο μπορεί ξαφνικά να μείνει χωρίς ενέργεια καταδεικνύει το μέγεθος της ηλιθιότητας όσων μας κυβερνούν αλλά και αυτών που τους εκλέγουν». Και είμαστε μόνο στην αρχή.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!