Οι έρευνες του… τυμβωρύχου δεν απέδωσαν αυτή τη βδομάδα.
Άλλωστε, τα περασμένα Σάββατα ξεθάφτηκαν αρκετά από όσα η πανούργα μηχανή της «έγκυρης ενημέρωσης» κατορθώνει να αποσιωπά. Έπειτα, οι δαιμόνιοι ρεπόρτερ του Δρόμου, θα το έχετε αντιληφθεί, έχουν ανεβάσει ρυθμούς κι έτσι όλο και λιγότερα κτερίσματα απομένουν για εδώ. Δικαιολογίες για λούφα, η «θητεία» το προβλέπει. Ο νους σε μια διεργασία ανασκαφής στριφογυρίζει σε ερωτήματα και αγωνίες, που απωθούνται βαθιά μέσα μας, συνέπεια ενός ιδιότυπου ενστίκτου αυτοπροστασίας.
Τούτο δω το «βασανάκι» τυραννάει πολλούς -τους περισσότερους;- από όσους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εμπλέκονται στα «κοινά». Βέβαια, αυτό που λέμε «τα κοινά» στις άγριες μέρες που μετράμε μία προς μία εδώ και τρία χρόνια, όλο και περισσότερο λαμβάνει μία γεύση τραχιά και αυθεντική, όλο και λιγότερο αφορά την απωθητική πολιτική επιτήδευση. Κι έτσι πηγαία, αναγκαστικά αγκαλιάζει πλειοψηφίες, τους διπλανούς μας.
Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Στο δρόμο και στις πρωτοβουλίες, σε μαζώξεις και συνελεύσεις δίνει το «παρών» πολύς κόσμος. Αλλά απουσιάζει η πίστη και η φλόγα, το πείσμα, ο ενθουσιασμός. Οι τελευταίες πορείες στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις είναι χαρακτηριστικές αυτού του κλίματος. Και το στερεότυπο «τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ;» είναι μάλλον ένας τίτλος συγκάλυψης του ουσιαστικού προβλήματος και των απαντήσεων, που αναζητούνται. Μια αίσθηση ματαιότητας και ανημπόριας σφραγίζει τις απογοητευτικές καταλήξεις μαζικότατων διαδηλώσεων, που πνίγονται στο χημικό πόλεμο και την τρομοκράτηση, που εξαπολύουν οι αστυνομικές ορδές.
Στις δουλειές και τις παρέες, τα ερωτήματα του ενός προς τον άλλον «πού πάμε;», «υπάρχει από πουθενά ελπίδα;» βρίσκουν συχνά απόκριση σε ένα σφίξιμο των χειλιών, στη σιωπή που υπονοεί πολλά, τόσα πολλά προαπαιτούμενα, ώστε οι πικρές απορίες βαραίνουν κι άλλο, γίνονται ασήκωτες. Δεν υπάρχουν τελεσίδικες απαντήσεις προφανώς.
Άρα; Πώς θα γίνει; Το δρόμο θα τον ανοίξουμε εμείς, δηλαδή όλος ο κόσμος της ανάγκης και της στέρησης κι έτσι θα γραφτεί όχι μόνο η ιστορία, αλλά και η νέα γλώσσα της εξέγερσης και της δημιουργίας. Η 5η Μάη του ’10, οι πλατείες του ’11, η περυσινή 28η, το Σύνταγμα της 12ης Φλεβάρη, σηματοδότησαν σκιρτήματα ενός φρέσκου ριζοσπαστισμού και γονιμοποίησαν την πολιτική υποθήκη της ανατροπής και της διεξόδου, που αναδείχτηκε στις πρόσφατες εκλογές.
Τέτοια είναι η κλίμακα της ανάγκης, αυτή η διάσταση ίσως βοηθά. Κι ακόμη κάτι, μέρες που είναι. Ο Οκτώβρης του ’40 δεν προμηνούσε τίποτε απ’ όσα ακολούθησαν με μοναδικό κι ανεξίτηλο στίγμα: το λαό πρωταγωνιστή. Ήταν τομή. Πώς να γίνει αλλιώς;
Τούτο δω το «βασανάκι» τυραννάει πολλούς -τους περισσότερους;- από όσους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εμπλέκονται στα «κοινά». Βέβαια, αυτό που λέμε «τα κοινά» στις άγριες μέρες που μετράμε μία προς μία εδώ και τρία χρόνια, όλο και περισσότερο λαμβάνει μία γεύση τραχιά και αυθεντική, όλο και λιγότερο αφορά την απωθητική πολιτική επιτήδευση. Κι έτσι πηγαία, αναγκαστικά αγκαλιάζει πλειοψηφίες, τους διπλανούς μας.
Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Στο δρόμο και στις πρωτοβουλίες, σε μαζώξεις και συνελεύσεις δίνει το «παρών» πολύς κόσμος. Αλλά απουσιάζει η πίστη και η φλόγα, το πείσμα, ο ενθουσιασμός. Οι τελευταίες πορείες στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις είναι χαρακτηριστικές αυτού του κλίματος. Και το στερεότυπο «τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ;» είναι μάλλον ένας τίτλος συγκάλυψης του ουσιαστικού προβλήματος και των απαντήσεων, που αναζητούνται. Μια αίσθηση ματαιότητας και ανημπόριας σφραγίζει τις απογοητευτικές καταλήξεις μαζικότατων διαδηλώσεων, που πνίγονται στο χημικό πόλεμο και την τρομοκράτηση, που εξαπολύουν οι αστυνομικές ορδές.
Στις δουλειές και τις παρέες, τα ερωτήματα του ενός προς τον άλλον «πού πάμε;», «υπάρχει από πουθενά ελπίδα;» βρίσκουν συχνά απόκριση σε ένα σφίξιμο των χειλιών, στη σιωπή που υπονοεί πολλά, τόσα πολλά προαπαιτούμενα, ώστε οι πικρές απορίες βαραίνουν κι άλλο, γίνονται ασήκωτες. Δεν υπάρχουν τελεσίδικες απαντήσεις προφανώς.
Άρα; Πώς θα γίνει; Το δρόμο θα τον ανοίξουμε εμείς, δηλαδή όλος ο κόσμος της ανάγκης και της στέρησης κι έτσι θα γραφτεί όχι μόνο η ιστορία, αλλά και η νέα γλώσσα της εξέγερσης και της δημιουργίας. Η 5η Μάη του ’10, οι πλατείες του ’11, η περυσινή 28η, το Σύνταγμα της 12ης Φλεβάρη, σηματοδότησαν σκιρτήματα ενός φρέσκου ριζοσπαστισμού και γονιμοποίησαν την πολιτική υποθήκη της ανατροπής και της διεξόδου, που αναδείχτηκε στις πρόσφατες εκλογές.
Τέτοια είναι η κλίμακα της ανάγκης, αυτή η διάσταση ίσως βοηθά. Κι ακόμη κάτι, μέρες που είναι. Ο Οκτώβρης του ’40 δεν προμηνούσε τίποτε απ’ όσα ακολούθησαν με μοναδικό κι ανεξίτηλο στίγμα: το λαό πρωταγωνιστή. Ήταν τομή. Πώς να γίνει αλλιώς;
θητεία Τυμβωρύχου
εκτελεί η «σειρά» του ’69
εκτελεί η «σειρά» του ’69
Σχόλια