Του Βασίλη Δαλκαβούκη

 

Στα ορεινά των Νομών Ξάνθης και Ροδόπης, αλλά και στις πόλεις της Ξάνθης και της Κομοτηνής και στα γύρω απ’ αυτές χωριά, ένα κομμάτι της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης –οι περισσότεροι το εκτιμούν στο 1/3 περίπου του συνόλου της μειονότητας– ζει εδώ και δεκαετίες τη δική του περιπέτεια: αναζητά να ισορροπήσει ανάμεσα στον αυτοπροσδιορισμό και τον ετεροπροσδιορισμό, ανάμεσα στην ανεπίσημη γλώσσα του σπιτιού και τις επίσημες γλώσσες της περιβάλλουσας κοινωνίας, ανάμεσα στις αλλοπρόσαλλες πολιτικές του ελληνικού κράτους και τις διεκδικήσεις –άμεσες ή έμμεσες– των άλλων όμορων κρατών, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας.

Η «εποχή της νεωτερικότητας», η ολοκλήρωση δηλαδή των κρατών της Βαλκανικής στις αρχές του 20ου αιώνα, στάθηκε αμήχανη μπροστά στο φαινόμενο των Πομάκων. Σλαβόφωνοι, μουσουλμάνοι και ταυτόχρονα μοιρασμένοι σε τρία κράτη, όπου κι αν βρέθηκαν συνιστούσαν ένα κομμάτι του «άλλου», που δεν μπορούσε να ενταχθεί στο νεωτερικό κράτος παρά μονάχα με όρους μεταβολής ή επιτήρησης: ή θα απεμπολούσε την ιδιαιτερότητά του ή θα συνιστούσε φορέα «κινδύνου». Ειδικά στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου η ελληνική εξωτερική πολιτική τους αντιμετώπισε άλλοτε ως «Βούλγαρους» λόγω της σλαβοφωνίας, άλλοτε ως «Τούρκους», προτιμώντας να τους απομακρύνει από τον «από Βορρά κίνδυνο», κι άλλοτε με τη «βολική» ταυτότητα του «Μουσουλμάνου», επικαλούμενη τη Συνθήκη της Λοζάνης. Οι Πομάκοι της ελληνικής Θράκης βρέθηκαν, έτσι, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου σ’ ένα σύνθετο καθεστώς επιτήρησης: οικονομικής και στρατιωτικής από τη μεριά του ελληνικού κράτους, γλωσσικής, εκπαιδευτικής και πολιτικής από τη μεριά του τουρκικού κράτους.

Η τελευταία εικοσαετία επέφερε σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς αυτό. Η ουσιαστική κατάργηση της «επιτηρούμενης ζώνης» στην ορεινή συνοριακή περιοχή με τη Βουλγαρία, η οποία συνοδεύτηκε με την απελευθέρωση των μουσουλμανικών περιουσιών της Θράκης, άλλαξε πρώτα απ’ όλα το οικονομικό σκηνικό: τεχνίτες της πέτρας οι Πομάκοι και ειδικοί στη μονοκαλλιέργεια του καπνού και στην κτηνοτροφία μέχρι τότε, άρχισαν να συρρέουν στην πόλη. Ο οικοδομικός οργασμός της τελευταίας δεκαετίας σε Ξάνθη και Κομοτηνή τους επέτρεψε να απασχοληθούν συστηματικά στην οικοδομή και, είτε μέσω της αντιπαροχής είτε με χαμηλότοκα δάνεια, να αποκτήσουν σε μεγάλο ποσοστό στέγη στο άστυ. Το σύστημα, όμως, ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοτροφοδοτούμενο. Σήμερα, ειδικά στην Ξάνθη, η οικοδομή έχει ουσιαστικά σταματήσει, ενώ κυριολεκτικά η μισή πόλη είναι άδεια! Ταυτόχρονα η καπνοκαλλιέργεια, που τροφοδοτούσε αυτή τη δραστηριότητα σε μεγάλο βαθμό, έχει ήδη καταργηθεί, και η διέξοδος της μετανάστευσης, κυρίως στη Γερμανία αλλά και τα καράβια, αποδεικνύονται μια αποτελεσματική πρόσκαιρη λύση. Από την άλλη μεριά, ορισμένες απόπειρες για τουριστικά ανοίγματα στην ορεινή περιοχή δείχνουν ότι πιθανότατα μια τέτοια προοπτική είναι περισσότερο μακρόπνοη αλλά αργή.

Απέναντι στην πολιτισμική, κοινωνική και εκπαιδευτική ιδιαιτερότητα των Πομάκων η ελληνική Αριστερά, σε όλες της τις εκδοχές, χρόνια τώρα, κάνει πως δεν βλέπει και δεν ακούει… Επιτρέπει, επομένως, α) να αναπαράγεται η κοινωνική τους ένταξη με δυσμενείς όρους, τέτοιους που να καθιστά τους Πομάκους ιδιαίτερα ευάλωτους στις αντικειμενικές κοινωνικές και οικονομικές δυσχέρειες και β) να διαμορφώνεται πρόσφορο έδαφος σε λαϊκιστικές δεξιές πολιτικές που επιχειρούν να τους προσεγγίσουν.

«Από βουλγάρικο ξύλο, από τουρκικό βόλι κι από ελληνική πένα, να φεύγεις!», λένε συχνά οι Πομάκοι. Από την ελληνική Αριστερά;

Γλώσσα που να έχει κράτος

«Θέλουμε γλώσσα που να έχει κράτος», λένε πάντως οι ίδιοι, και δεν θέτουν το ζήτημα της ένταξης της «πομακικής» στο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα. Ωστόσο, η επιλογή του ενός από τα δύο επίσημα γλωσσικά πλαίσια καθορίζει και την εκπαιδευτική τους σταδιοδρομία, είτε στα ελληνικά πανεπιστήμια είτε στα τουρκικά

Η ιδιαιτερότητα των Πομάκων δεν βασίζεται μόνο στα οικονομικά δεδομένα της ένταξής τους. Ανάλογα προβλήματα, άλλωστε, αντιμετωπίζει στη Θράκη και ο υπόλοιπος μειονοτικός πληθυσμός, αλλά και οι πλειονοτικοί και οι παλιννοστούντες, στο πλαίσιο της γενικευμένης οικονομικής κρίσης. Το βασικό ζήτημα είναι η αναγνώριση της πολιτισμικής τους διαφορετικότητας, που σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται με τη γλωσσική τους διαφοροποίηση και την εκπαιδευτική τους ένταξη σε ένα διπλά αλλόγλωσσο σχολείο. Η απόπειρα κοινωνικής ένταξης με ευνοϊκούς όρους μέσω της εκπαίδευσης φαντάζει για τους Πομάκους μια ελκυστική προοπτική, που όμως σκοντάφτει στην ανακολουθία ανάμεσα στη «γλώσσα του σπιτιού» και τη «γλώσσα του σχολείου». Η πρώτη, που επιμένει να αναπαράγεται και τα τελευταία χρόνια να μην αποτελεί πλέον «ντροπή» για τους Πομάκους, είναι προφορική και εξυπηρετεί την εσωτερική επικοινωνία της ομάδας.

Η δεύτερη, περιλαμβάνει τόσο την τουρκική όσο και την ελληνική, δύο γλώσσες τις οποίες οι νεαροί μαθητές καλούνται να αντιμετωπίσουν από την πρώτη τους επαφή με την επίσημη εκδοχή του σχολείου. Αυτή η αναντιστοιχία διαμορφώνει ένα αίσθημα αποξένωσης στους μαθητές, κι ακόμη μια μετέωρη γλωσσική και, άρα, πολιτισμική και κοινωνική ένταξη.

«Θέλουμε γλώσσα που να έχει κράτος», λένε πάντως οι ίδιοι, και δεν θέτουν το ζήτημα της ένταξης της «πομακικής» στο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα. Ωστόσο, η επιλογή του ενός από τα δύο επίσημα γλωσσικά πλαίσια καθορίζει και την εκπαιδευτική τους σταδιοδρομία, είτε στα ελληνικά πανεπιστήμια είτε στα τουρκικά, όπου έτσι κι αλλιώς εισάγονται με ευνοϊκούς όρους λόγω της μεγάλης σχολικής αποτυχίας. Από την άλλη μεριά, όμως, όποια επίσημη εκπαιδευτική απόπειρα επιχειρεί να αντιμετωπίσει τη σχολική αποτυχία των μειονοτικών μαθητών, όπως το φιλόδοξο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων που «έτρεξε» για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Θράκη, αγνοεί την ουσιαστική τριγλωσσία των Πομάκων μαθητών που με την παρούσα κατάσταση καθίσταται στην πράξη «α-γλωσσία» γι’ αυτούς.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!