Η υπόθεση Γεωργούλη προσθέτει έναν καινούργιο πονοκέφαλο για τον ΣΥΡΙΖΑ και έτσι μεγαλώνει ο κατάλογος των προβλημάτων που έχει να αντιμετωπίσει ο Αλ. Τσίπρας κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Προβλήματα όπως η αναξιοπιστία της Κουμουνδούρου στα μάτια των πολιτών, η απουσία εκλογικού ρεύματος για τον ΣΥΡΙΖΑ και οι αντιφατικές δηλώσεις επιφανών στελεχών του σχετικά με τους εκλογικούς στόχους και τη μετεκλογική τακτική του κόμματος.
Υπόθεση Γεωργούλη
Μπορεί ένα προηγούμενο διάστημα η υπόθεση Πολάκη να είχε φέρει αναταράξεις στον ΣΥΡΙΖΑ όμως αυτές δεν μπορούν να συγκριθούν με τη φουρτούνα που έφεραν οι κατηγορίες της βέλγικης δικαιοσύνης στον ευρωβουλευτή Αλ. Γεωργούλη για βιασμό και κακοποίηση. Η υπόθεση Πολάκη αποτελούσε, κύρια, ευθυγράμμιση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του Αλ. Τσίπρα προς τις υποδείξεις του Αμερικάνου ΥΠΕΞ Α. Μπλίνκεν για ένα «συναινετικό πλαίσιο διακυβέρνησης» (βλέπε κυβερνήσεις συνεργασίες που θα προωθούν τη φιλοΝΑΤΟϊκή στάση στον πόλεμο, τις Πρέσπες του Αιγαίου κ.ο.κ.) και άρα χαμηλοί τόνοι προς τους πυλώνες εξουσίας και δευτερευόντως ένα «άνοιγμα» προς τους ψηφοφόρους του κέντρου για τους οποίους η «αψάδα» του Κρητικού βουλευτή είναι απωθητική, αλλά και κλείσιμο του ματιού προς το ΠΑΣΟΚ που συχνά-πυκνά έβαζε θέμα Πολάκη. Με αυτό το σκεπτικό έγινε και η επαναφορά του Π. Πολάκη στα ψηφοδέλτια αφού είχε πολιτικά «εξημερωθεί» και συγχρόνως είχε αλλάξει και το πολιτικό σκηνικό με την τραγωδία των Τεμπών.
Από την άλλη η υπόθεση Γεωργούλη αποτελεί χτύπημα στο μαλακό υπογάστριο του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο σε επίπεδο επιλογών ηγεσίας αλλά και σε επίπεδο βάσης και ψηφοφόρων. Γιατί, για ένα κόμμα που έχει κάνει σημαία του το «me too» και έπαιξε πολύ δυνατά την υπόθεση Λιγνάδη, η παραπομπή του ευρωβουλευτή του με κατηγορίες βιασμού και κακοποίησης αποτελεί μεγάλο πολιτικό πλήγμα. Πάνε περίπατο τα «ηθικά πλεονεκτήματα», τα «δεν είμαστε όλοι ίδιοι» και τα προεκλογικά συνθήματα περί «δικαιοσύνης παντού» αφού φαίνεται ότι οι καταγγελίες ήταν πάνω-κάτω γνωστές στους παροικούντες Συριζαίους των Βρυξελλών αλλά και στην ηγετική ομάδα των Αθηνών.
Την ίδια στιγμή ο Αλ. Τσίπρας φαίνεται να λαμβάνει τα μηνύματα από την Ευρώπη με αφορμή την υπόθεση Γεωργούλη. Γνωρίζοντας καλά ότι τα άπλυτα του ευρωβουλευτή βγαίνουν τώρα στη φόρα για να κοντύνουν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ ώστε να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του στα κυβερνητικά συνεργατικά σχήματα της επόμενης μέρας των εκλογών, εφαρμόζει «σκληρή» γραμμή για να περιορίσει τις απώλειες. Έτσι με το σύνθημα «με τα θύματα και όχι με τους θύτες» προσπαθεί να «μαζέψει» την κατάσταση, να στοιχίσει στελέχη και κόμμα στην απαιτούμενη ευθυγράμμιση και δεν διστάζει να «μαλώσει» ή και να διαγράψει στελέχη – ενώ ξέρει καλά ότι είναι ο συρφετός των τρολ του ΣΥΡΙΖΑ που κακοποιούν λεκτικά την καταγγέλλουσα στο διαδίκτυο. Στην εμπέδωση των μηνυμάτων από την Ευρώπη θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η χθεσινή συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς ώστε να δοθούν οι αναγκαίες διαβεβαιώσεις προς την Γερμανία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εναρμονιστεί με το «συναινετικό πλαίσιο διακυβέρνησης» που ζητιέται.
Διαφωνίες ή δεύτερες σκέψεις;
Όμως η ευθυγράμμιση στα ευρωπαϊκά μηνύματα, όπως και η εκλογική στασιμότητα της Κουμουνδούρου, φαίνεται ότι σπρώχνουν επιφανή στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε δηλώσεις που δείχνουν ότι υπάρχει και plan Β σε κάποιους από τα συριζικά επιτελεία. Αναφερόμαστε στις δηλώσεις των Γ. Δραγασάκη και Ε. Τσακαλώτου περί σχηματισμού «κυβέρνησης των ηττημένων» –«θα πάρουμε τη δεύτερη εντολή και θα δούμε τι μπορεί να προκύψει…»–, δηλαδή μιας κυβέρνησης συνεργασίας με τη συμμετοχή και την ανοχή κομμάτων που τοποθετούνται στα αριστερά της Νέας Δημοκρατίας. Την «κυβέρνηση των ηττημένων» έχει απορρίψει, δημοσίως, ο Αλ. Τσίπρας. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, επιμένει στο αφήγημα της «προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας», θέτει όμως ως προϋπόθεση να είναι πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, έστω και με μια ψήφο διαφορά. Και αυτό το κάνει γιατί ξέρει καλά ότι μόνο αν πετύχει ο ΣΥΡΙΖΑ την πρωτιά θα μπορεί να πλασαριστεί για πρωθυπουργός. Σε άλλη περίπτωση, όπως είναι μια «κυβέρνηση των ηττημένων», η πρωθυπουργία του Αλέξη Τσίπρα θα εξαρτάται από τον Νίκο Ανδρουλάκη και τον Γιάνη Βαρουφάκη και τα ποσοστά που θα πάρουν το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ25 – που μπορεί προεκλογικά να το «παίζουν» δύσκολοι όπως ξέρουν καλά ότι θα πιεστούν πολιτικά με βάση τη γραμμή ότι πρέπει να φύγει πάση θυσία ο Κ. Μητσοτάκης από το Μέγαρο Μαξίμου και από το γεγονός ότι σε ένα δεύτερο γύρο τα ποσοστά τους μπορεί να συρρικνωθούν σημαντικά.
Για αυτούς του λόγους ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει στο αφήγημα της «προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας», που θα προκύψει από τα αποτελέσματα της κάλπης –με πρώτο κόμμα τον ΣΥΡΙΖΑ–, με τον ίδιο για πρωθυπουργό που θα εγγυάται τη σταθερότητα σε αντίθεση με την κυβέρνηση-κουρελού που προτείνει ο Κ. Μητσοτακης. Αυτό που πονοκεφαλιάζει τον Αλ. Τσίπρα είναι ότι διαπιστώνει, και μάλιστα από δημοσκοπήσεις, ότι δεν έχει κάποιο εκλογικό ρεύμα μέσα στην κοινωνία και ότι συγκαταλέγεται στους αναξιόπιστους, στην κατηγορία του «όλοι ίδιοι είναι» και ότι μάλλον δεν έχει μια τακτική για να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα. Ακόμα είναι φανερό ότι η απέχθεια προς το πολιτικό σύστημα που έχει μεγαλώσει σημαντικά με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών πλήττει τον ΣΥΡΙΖΑ αφού το κόμμα του Αλ. Τσίπρα έχει κυβερνήσει, έχει δοκιμαστεί και έχει καταταχθεί στα συστημικά κόμματα. Αυτό αναμένεται να μεγαλώσει μετά την υπόθεση Γεωργούλη. Έτσι οι δηλώσεις των Ευκλείδη Τσακαλώτου και Γιάννη Δραγασάκη μπορεί να μην είναι μόνο διαφωνίες περί της εκλογικής και της μετεκλογικής τακτικής ή η επιθυμία των δύο επιφανών –και με φιλοσυστημικό προφίλ– στελεχών να βρεθούν πάση θυσία σε κάποια κυβερνητική καρέκλα αλλά μπορεί να είναι και οι δεύτερες σκέψεις που υπάρχουν στο μυαλό του Αλ. Τσίπρα. Εδώ πρέπει να θυμίσουμε, με ό,τι και αν σημαίνει αυτό, ότι τον χορό των δηλώσεων αντίστοιχου περιεχομένου τον άνοιξε ο βουλευτής-ξάδερφος του προέδρου, Γιώργος Τσίπρας, σε ανύποπτο χρόνο, στις αρχές του Απρίλη.
Ρηχός αντιμητσοτακισμός
Παράλληλα το τελευταίο διάστημα ο Αλ. Τσίπρας επαναφέρει τη γραμμή του ρηχού αντιμητσοτακισμού. Μιλάει περισσότερο για την ανάγκη να μην είναι ξανά πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης και όχι συνολικά για τη Νέα Δημοκρατία. Διάφοροι αναλυτές αποδίδουν αυτή τη μετατόπιση ότι με βάση τη μεταγραφή Αντώναρου –και την ενεργοποίηση του Πρ. Παυλόπουλου σε αντιμητσοτακικό ρόλο στο παρασκήνιο– ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να προσεγγίσει φιλοκαραμανλικούς ψηφοφόρους της Ν.Δ. ή κεντρώους που είναι απογοητευμένοι από τον Κ. Μητσοτάκη. Όμως, εδώ πρέπει να επισημάνουμε, ότι η γραμμή που στοχοποιεί αποκλειστικά και μόνο τον Κ. Μητσοτάκη αφήνει ανοιχτά πολλά ενδεχόμενα για την επόμενη μέρα των εκλογών, πάντα εντός «συναινετικού πλαισίου διακυβέρνησης».
Αποκαλυπτικές δηλώσεις
Μετά τη συνάντησή του με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς ο Αλέξης Τσίπρας έκανε διάφορες δηλώσεις, αποκαλυπτικές για το μέγεθος της συμφωνίας του όσο αφορά τις κυβερνήσεις συνεργασίας που θα προωθήσουν σημαντικές διευθετήσεις στα ελληνοτουρκικά και όχι μόνο. Παραθέτουμε λίγες από αυτές: ««Δεν ζητούμε δεύτερη ευκαιρία αλλά την πρώτη για να κυβερνήσουμε με βάση το πρόγραμμά μας» (Σ.τ.Σ.: Δηλαδή και με το ΠΑΣΟΚ…). «Και βεβαίως να προχωρήσουμε σε μια νέα ευρωτουρκική ατζέντα, η οποία θα περιλαμβάνει και την ελληνοτουρκική θετική ατζέντα με σαφείς, όμως, κόκκινες γραμμές και την προοπτική της επίλυσης των διαφορών μας στην Χάγη.» (Σ.τ.Σ.: Δηλαδή Πρέσπες του Αιγαίου). «Τονίσαμε την ανάγκη της συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων και σε κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά και στο ευρωκοινοβούλιο». ((Σ.τ.Σ. Χρειαζόμαστε και τις ευρωπαϊκές ευλογίες).