Το βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου για τον Μάρκο Βαμβακάρη, με πήγε πίσω στα οικογενειακά μου, τα οποία όταν τα αφηγούνταν οι γονείς μου και ήμουν πολύ νεότερος δεν μπορούσα να τα συνδέσω τόσο πολύ με την γενικότερη πραγματικότητα και να καταλάβω τη μεγάλη σημασία τους. Του Στέλιου Ελληνιάδη
Σαν παράδειγμα αναφέρω ότι ο παππούς από τη μητέρα μας, ο πατέρας της, ο οποίος καταγόταν από τη Χίο, είχε μεταναστεύσει και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, με διαμονητήριο, το οποίο είναι ένα από τα παλαιότερα οικογενειακά έγγραφα, που έχουμε στη διάθεσή μας. O παππούς έφτιαχνε σόμπες, ήταν τεχνίτης, εντοιχισμένες σόμπες. Και όπως έλεγε η Χρυσούλα, είχε ένα τσιβούρι με το οποίο έπαιζε τραγούδια και σκοπούς της εποχής του. Ένα μουσικό όργανο της οικογένειας του μπουζουκιού, το οποίο αναφέρεται και από τον Μάρκο στη βιογραφία του, αλλά και από τον Μάνο, στην εκτενή του αναφορά στους μουσικούς που ήταν Συριανοί ή εγκαταστάθηκαν στο νησί ή πέρασαν από τη Σύρο. Απόδειξη του πώς κυκλοφορούσε ο Ελληνισμός τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, δηλαδή τα χρόνια που είχε γεννηθεί και μεγάλωνε στη Σύρο ο Βαμβακάρης. Και πώς συνδεόταν το τσιβούρι του παππού μου στην Πόλη με το μπουζούκι του θείου του Μάρκου στη Σύρο. Γι’ αυτό είναι τόσο ενδιαφέροντα τα στοιχεία που έχει ο Ελευθερίου στο βιβλίο του που, μεταξύ άλλων, μας δίνει ονομαστικά 150 μουσικούς που ήταν καταγεγραμμένοι στη Σύρο, εκ των οποίων μόνο 50 ήταν Συριανοί και οι άλλοι ήταν Σμυρνιοί, Αϊβαλιώτες, Κωνσταντινουπολίτες, νησιώτες, Πελοποννήσιοι, και μερικοί από βαλκανικές χώρες, δηλαδή, οι δύο στους τρεις ήταν από αλλού. Και, πρέπει να πούμε, ότι το ίδιο συνέβαινε στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, πριν από τη μικρασιατική καταστροφή. Αυτές ήταν οι αναπτυγμένες πολιτείες στην περιοχή κι εκεί μετανάστευαν οι Έλληνες που ήθελαν μια καλύτερη τύχη απ’ αυτή που τους επιφύλασσε το φτωχό και διχασμένο ελληνικό κράτος. Κι ας ήμασταν σε μία διαρκή πολεμική αντιπαράθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που κορυφώθηκε το 1919 με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, την εσωτερική πολυπολιτισμικότητα που χαρακτήριζε την Ελλάδα σε μία εποχή που ακόμα το έθνος προσπαθούσε να βρει τα χαρακτηριστικά του και το κράτος να συγκροτηθεί. Το βιβλίο του Μάνου βοηθάει ιδιαίτερα εμάς που ασχολούμαστε συστηματικά με τη μελέτη του ελληνικού τραγουδιού. Και, μιλώντας πιο προσωπικά, επιβεβαιώνει την ευεργετική του επίδραση στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Γιατί, κατανοώντας και αναλύοντας το τραγούδι, πολλές φορές στη ζωή μου, αισθάνθηκα κάτι σαν τραγουδοσκόπος, όπως ήταν παλιότερα οι οιωνοσκόποι. Ναι, τραγουδοσκόπος. Παρατηρώντας και μελετώντας τις εξελίξεις μέσα στο ίδιο το τραγούδι, με βοηθάει να συλλάβω τα ευρύτερα κοινωνικά φαινόμενα της εποχής, αλλά να «δω» και στοιχεία του μέλλοντος τα οποία εμπεριέχονται στο τραγούδι. Είναι, δηλαδή, τα τραγούδια, κάτι σαν τα εντόσθια, τα σπλάχνα, που έβλεπε ο Τειρεσίας κι από τα οποία προέβλεπε τα μελλούμενα. Έχει τη δυνατότητα να το κάνει κανείς αυτό μέσα από το τραγούδι εάν μπορεί όχι μόνο να το ακούσει, αλλά και να το «διαβάσει».
Δυο Συριανοί
Με αφορμή αυτό το βιβλίο με απασχόλησε ξανά η βαθύτερη, ουσιαστικότερη σχέση που υπάρχει μεταξύ των δημιουργών στους οποίους οφείλουμε ό,τι καλύτερο έχει αυτός ο τόπος και για το οποίο είμαστε υπερήφανοι και θέλουμε να ταυτιζόμαστε μ’ αυτό.
Και έτσι μπορώ να εντοπίσω αυτή τη φαινομενικά ανύπαρκτη, αλλά επί της ουσίας πάρα πολύ υπαρκτή σχέση και μεγάλη συγγένεια του Μάρκου Βαμβακάρη με τον Μάνο Ελευθερίου, που κατάγονται από το ίδιο νησί, αλλά προέρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους. Και το καλλιτεχνικό τους έργο είναι επίσης πολύ διαφορετικό. Υπάρχει, όμως, μία πάρα πολύ λεπτή, αλλά ισχυρή κλωστή που τους συνδέει, γιατί ανήκουν σ’ αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία των ανθρώπων οι οποίοι, άλλοι εκούσια και άλλοι ακούσια, συνδιαμορφώνουν το νεότερο ελληνικό πολιτισμό που αποτελεί την ταυτότητά μας και μας δίνει και ένα νόημα ύπαρξης. Γιατί, αλλιώς, μπορείς να είσαι ένας απλός πολίτης, αλλά αν δεν έχεις και την ιδιαίτερή σου ταυτότητα που συνδέεται με μια ιστορία, έναν πολιτισμό, έναν τόπο, αναμφίβολα έχεις ένα κενό που δεν μπορείς εύκολα να το αναπληρώσεις. Η αναζήτηση, λοιπόν, αυτής της ταυτότητας, ιδίως από τότε που δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος, αποτελούσε τον στόχο των πιο ευαίσθητων, των πιο καλλιεργημένων, των πιο συνειδητοποιημένων ανθρώπων αυτού του τόπου. Και ιδιαιτέρως εκείνων που δεν ήταν πολιτισμικά κλειστοφοβικοί.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν γέννημα της ντόπιας προφορικής λαϊκής κουλτούρας που εκφραζόταν κυρίως από ανθρώπους που δεν είχαν ακαδημαϊκή μόρφωση, δεν είχαν πάει σχολείο, ή είχαν πάει πολύ λίγα χρόνια και ξέραν λίγα γράμματα, αλλά ήτανε φορείς μιας πολύ μεγάλης παράδοσης, γι’ αυτό και μπορούσαν να χειρίζονται, για παράδειγμα, με εξαίσιο τρόπο την ελληνική γλώσσα, κι ας μην είχαν σχολική μόρφωση. Η Φραγκοσυριανή είναι ένα τέτοιο ποιητικό αριστούργημα, και μάλιστα, μελοποιημένο εξίσου θαυμάσια. Επίσης, αυτοί οι λαϊκοί άνθρωποι ήταν πολύ ανοιχτοί στο καινούργιο, σ’ αυτό που ερχόταν απ’ αλλού. Κι όταν το υιοθετούσαν, το ανάπλαθαν.
Όμως, επειδή το ρεμπέτικο τραγούδι δεν μπορούσε να ζήσει επ’ άπειρον εφόσον οι συνθήκες που το δημιουργούσαν άλλαζαν με ραγδαίους ρυθμούς, η κοινωνία, στη διαρκή ανάγκη της να διαμορφώνει τα πολιτισμικά της χαρακτηριστικά, αναζητούσε και κατέφευγε σε άλλους «δρόμους», πιο επιτηδευμένους, πιο έντεχνους. Και σ’ αυτή τη διαδικασία, του εκσυγχρονισμού και της αέναης αναζήτησης, υπεισέρχονται άνθρωποι σαν τον Μάνο Ελευθερίου, οι οποίοι χρησιμοποιούν υλικά της παράδοσης, αλλά δεν μένουν σ’ αυτά.
Τρομοκρατία και δημιουργία
Καθώς κλείνει η περίοδος του ρεμπέτικου τραγουδιού, μεταπολεμικά, εξελίσσεται η περίοδος αυτού που αποκαλούμε λαϊκό τραγούδι, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Απόστολου Καλδάρα, του Μανώλη Χιώτη κι όλων των σπουδαίων δημιουργών, μουσικών και τραγουδιστών. Ταυτόχρονα, επειδή και το λαϊκό τραγούδι έχει τις περιχαρακώσεις του, μία άλλη κατηγορία ανθρώπων, που δεν αποτελεί μια συγκροτημένη ομάδα, αλλά μπορεί εκ των υστέρων να χαρακτηριστεί ως ρεύμα, προσπαθεί να ολοκληρώσει αυτή τη διαδικασία διαμόρφωσης ενός σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Και εάν περιορίσει κανείς τους πρωταγωνιστές της στη δεκαετία του ’60 που μεγαλώνει η γενιά μου και στη δεκαετία του ’70 που έχω την τύχη να πιάσω δουλειά σε ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της ζωής μου, τη δισκογραφική εταιρία Λύρα, στην οποία είναι συγκεντρωμένοι σπουδαίοι δημιουργοί, όπως ο Χατζιδάκις, ο Σαββόπουλος κι ο Μαμαγκάκης, και, βεβαίως, ο Αλέκος Πατσιφάς, ο «αρχιλυράρης», βλέπει ότι, αν και αυτοί οι άνθρωποι προέρχονται από διαφορετικά πολιτικά ρεύματα, έχουν ένα κοινό στόχο και δημιουργούν στην ίδια κατεύθυνση.
Εκείνη, λοιπόν, την εποχή, δεκαετία του ’60 και του ’70, μαζί με τον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα και τον Χιώτη, έχουμε τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Κουν, τον Τσαρούχη, τον Αναγνωστάκη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Πικιώνη, τον Τάσσο και την Κατράκη, τον Μυταρά, τη Ραλλού Μάνου, τον Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο, τον Λεοντή, τον Ασδραχά, τον Φασιανό, τη Διδώ Σωτηρίου, τον Γκάτσο, την Παπαγιαννοπούλου, τον Βίρβο, τον Σίμωνα Καρά, τον Βάρναλη, τον Λειβαδίτη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και, μεταξύ των νεοτέρων, τον Μάνο Ελευθερίου…
Είναι συγκλονιστικό αυτό το φαινόμενο, και μόνο σε επίπεδο απαρρίθμησης ονομάτων. Κι αυτοί δεν δημιουργούν απλώς. Αγωνίζονται. Γιατί, ταυτόχρονα, τα υπόλοιπα παράλληλα ρεύματα μέσα στην κοινωνία δεν είναι ούτε το ίδιο πολιτισμένα ούτε έχουν τους ίδιους στόχους. Ενώ τα κοινωνικά πιο συνειδητοποιημένα άτομα ζυμώνονται με το έργο αυτών των δημιουργών σε συνθήκες κρατικής τρομοκρατίας. Άνθρωποι είναι κατά χιλιάδες πρόσφυγες στο εξωτερικό, κρατούμενοι στις φυλακές και εξόριστοι στα ξερονήσια και εκατομμύρια άλλοι χρειάζονται πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για να πιάσουν δουλειά στο δημόσιο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, επιβάλλεται και μια καθαρόαιμη δικτατορία το 1967 που κρατάει εφτά χρόνια. Παρόλα αυτά, δεκάδες καλλιτέχνες και πνευματικοί δημιουργοί πηγαίνουν κόντρα στα συντηρητικά και καθυστερημένα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ρεύματα, για να ολοκληρώσουν την προσπάθεια που ξεκινάει από την επανάσταση του 1821 και ίσως και πολύ νωρίτερα, να συνδιαμορφώσουν ένα έθνος ελληνικό, σύγχρονο, λαϊκό, μοντέρνο, κοσμοπολίτικο και διεθνιστικό, δίκαιο και δημιουργικό, με ταυτότητα και πολύ πλούσιο σε περιεχόμενο.
Χωρίς ρυτίδες και αισθήματα
Είναι κρίμα που αυτή η δημιουργική πορεία χάνει το βηματισμό της. Κι εδώ μπαίνει πάλι ο ρόλος του τραγουδοσκόπου που, από τη δεκαετία του ’90, ίσως και λίγο νωρίτερα, ανιχνεύει τα σημεία που δείχνουν πώς εξασθενεί όλο αυτό το εγχείρημα. Βλέπει, για παράδειγμα, ότι αποσύρονται οι ζωγράφοι από τα εξώφυλλα των δίσκων. Κυριαρχούν οι φωτογραφίες του Διαμαντόπουλου στο στούντιο, με στυλίστες και photoshop. Αγέραστοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες, χωρίς ρυτίδες και ελιές στο πρόσωπο. Η παραμικρή αποτύπωση αισθήματος στην εικόνα απαλείφεται. Και οι δημιουργοί χάνουν την πρωτοκαθεδρία, όπως επιτάσσει το μάρκετινγκ.
Τα περιοδικά λάιφσταϊλ και η ιδιωτική τηλέοραση αλλάζουν την πολιτισμική στάθμη. Όλοι θέλουν να γίνουν ωραίοι και πλούσιοι, εύκολα, με δανεικά ή αρπαχτές, με νυστέρι ή σιλικόνη. Η πολιτισμική διάβρωση εξαπλώνεται προς τα κάτω, εκλαϊκεύεται και εκδημοκρατίζεται.
Στο νέο περιβάλλον, χωρίς κοινωνικούς βρυχηθμούς, οι διάδοχοι των παλιών συνθετών κολυμπούν σε πιο ρηχά νερά. Από πού να αντλήσουν υλικό; Και το καλύτερο, που υπερβαίνει το ισχύον, είναι μάλλον μεμονωμένο, δεν αποτελεί μέρος ενός μεγάλου πολιτισμικού ρεύματος. Οι συνεργασίες είναι πλέον σποραδικές. Τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας δεν αναδεικνύουν τους δημιουργούς ή τους διαδόχους τους, αλλά βομβαρδίζουν τους ακροατές με στοιχεία ενός άλλου πολιτισμού, ο οποίος είναι εμπορευματοποιημένος και εκχυδαϊσμένος. Δεν είναι τυχαίο ότι η τηλεόραση ξεκινάει πριν από είκοσι χρόνια με τη Δυναστεία και την Τόλμη και γοητεία και καταλήγει σήμερα στη Φατμαγκιούλ. Δηλαδή, υπάρχει ένα διαρκές ξέπλυμα κόντρα στον εντόπιο λαϊκό και λόγιο πολιτισμό για τον οποίο αγωνίστηκαν και πάλεψαν οι άνθρωποι που ήθελαν να φτιάξουν μια νέα δημιουργική Ελλάδα, με τοπικό χαρακτήρα και παγκόσμια εμβέλεια.
Και δεν είναι, επίσης, τυχαίο ότι ένας άνθρωπος σαν τον Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος εκτός από τα 400 τραγούδια που έχει γράψει, με τον Ξαρχάκο, τον Θεοδωράκη, τον Λεοντή, τον Μικρούτσικο, τον Ανδριόπουλο, τον Σπανό, τον Γκαϊφύλλια, με ένα σωρό κόσμο, φτιάχνει, ταυτόχρονα, τα λευκώματα για τον ιδαίτερο πολιτισμό της πατρίδας του, ασχολείται με το θέατρο, γράφει μυθιστορήματα και νουβέλες, γράφει παιδικά… Ένας σημερινός άνθρωπος που έρχεται από την προηγούμενη φάση, ένας άνθρωπος που είμαστε τυχεροί που είναι κοντά μας. Ένας άνθρωπος για τον οποίο πρέπει να προσευχόμαστε κάθε μέρα για να ζήσει 150 χρόνια, μέχρι να βγει η καινούργια γενιά που θα αναπληρώσει τους προηγούμενους γίγαντες των γραμμάτων και των τεχνών.
Τα σεντούκια
Ο Μάνος Ελευθερίου είναι μια λαμπρή εξαίρεση στην περίοδο του εκφυλισμού, όπου αναγορεύεται σε ύψιστη αξία όχι κάτι εφάμιλλο του Μεγάλου Ερωτικού του Χατζιδάκι ή της Μικράς Ασίας του Καλδάρα, αλλά ό,τι καταναλώνεται στις «αρένες», όπου χιλιάδες άνθρωποι χωρίς όνομα πια, αλλά με έναν αριθμό στο πέτο, διασκεδάζουν μέσα σε μια βαβούρα, με τραγούδια μαζικής παραγωγής και ταχείας λήξης. Τραγούδια που δεν αφήνουν καμία κληρονομιά για να πατήσει κανείς πάνω. Την ώρα που η αγαπημένη Σύρος του Μάνου Ελευθερίου γεμίζει με πισίνες από τους νεόπλουτους που κάτω από τον ωραιότερο ήλιο του κόσμου και μέσα στην ωραιότερη θάλασσα της οικουμένης, χτίζουνε τσιμεντένια μεγαθήρια, μολύνουν την ατμόσφαιρα και βιάζουν τη γαλήνη της φύσης με τετράτροχα μεγάλου κυβισμού!
Αυτή η παρακμή υπάρχει παράλληλα με την πάλη των δημιουργικών ανθρώπων να την αποτρέψουν. Αλλά δεν είναι παντοδύναμοι. Και όταν η κοινωνία παραδίδεται στην ευκολία, τη φτήνια και το λούστρο, με τα αλόγιστα δάνεια για κατανάλωση και διακοπές, ταυτισμένη ή ανεκτική με τη διεφθαρμένη πολιτική κάστα που διαλύει το παρόν και υποσκάπτει το μέλλον, υποτιμάει σε βαθμό θανατηφόρο το πολιτισμικό έργο των διανοουμένων. Σ’ αυτή τη διαδικασία, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αποδυναμώνεται σε τέτοιο βαθμό που καταλήγει να υποταχθεί στην ολιγαρχία.
Τη μάχη που έδιναν τόσα χρόνια ο Τσιτσάνης, ο Χατζιδάκις, ο Βίρβος, ο Ρίτσος, ο Παπάζογλου και ο Μάνος Ελευθερίου, μάλλον τη χάσαμε. Αλλά έχουμε την τεράστια κληρονομιά τους. Και δεν θα μπορέσουμε να αναβιώσουμε ούτε τη δική μας πνευματική και σωματική ύπαρξη, ούτε την κοινωνία μας, εάν δεν επανενεργοποιήσουμε ό,τι καλύτερο έχουμε κληρονομήσει σε όλη αυτή τη δύσκολη και δύσβατη πορεία για τη δημιουργία ενός προοδευτικού, δημοκρατικού και πολιτισμένου έθνους. Ας ανοίξουμε, λοιπόν, τα σεντούκια, όσοι κάτι έχουμε κρατήσει από τον καλό μας εαυτό, ας ξεδιπλώσουμε τα πανιά που έχουμε τυλίξει τα καρυοφύλια κι ας τα λαδώσουμε. Σήμερα, τα χρειαζόμαστε ξανά. Οι βάρβαροι επανήλθαν και οι εφιάλτες έριξαν τις μάσκες. Τώρα, ξεκαθαρίζει το τοπίο.
Στέλιος Ελληνιάδης
(Το παραπάνω άρθρο είναι ο προφορικός λόγος
στην εκδήλωση για το βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου
Μαύρα μάτια – Ο Μάρκος Βαμβακάρης
και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920 [εκδ. Μεταίχμιο], στο Passport, στον Πειραιά,
ο οποίος απομαγνητοφωνήθηκε
και υπέστη ελαφρά επεξεργασία)