Ένας Τουρκοκύπριος ποιητής στην Αθήνα
Πεθαίνουν οι δολοφόνοι ένας ένας
Με φυσικό θάνατο
Δε μιλάνε, δε μαρτυρούνε
Που είναι το θύμα, πού είναι θαμμένο;
Όχι όταν υπογράφεται συμφωνία ειρήνης,
Αλλά όταν και ο τελευταίος δολοφόνος έχει πεθάνει
Και έχουν ξεθαφτεί τα κόκκαλά του
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ
Μόνο τότε θα ενωθεί ξανά ετούτο το νησί
Γκιουργκέντς Κορκμάζελ, Ο τελευταίος αγνοούμενος
Διαβάζω τα ποιήματά του που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά. Ένα ανθολόγιο από διάφορες συλλογές με τον τίτλο «Η τελευταία μέρα του Αρθούρου Ρεμπώ στο νησί» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν. Η μετάφραση και το επίμετρο είναι της Αγγελικής Δημουλή και η εισαγωγή του Λευτέρη Παπαλεοντίου.
Και φυσικά όταν μαθαίνω πως βρίσκεται στην Αθήνα θέλω να τον συναντήσω. Ο Γκιουργκέντς Κορκμάζελ είναι Τουρκοκύπριος ποιητής. Και ή αλήθεια είναι πως δεν έχω γνωρίσει ποτέ κάποιον Τουρκοκύπριο στη ζωή μου.
Ήδη από τα ποιήματά του καταλαβαίνω ότι κανένα στερεότυπο δεν ισχύει. Ένας άνθρωπος που όχι μόνο γράφει συχνά – πυκνά για τους αγνοούμενους, αλλά έχει γράψει κι ένα ποίημα πραγματικά συγκλονιστικό. Δεν υπάρχει πια ο «άλλος», ο «ξένος», ο «εχθρός»…
Διαγουμίσαμε τα μαγαζιά τους.
Τ’ αγάλματά τους καταστρέψαμε.
Λογχίσαμε τα γουρούνια τους και τα κάψαμε μαζί με τις παιδικές τους φωτογραφίες.
Καλύψαμε τα χαντάκια τους. Με μπουλντόζες ισοπεδώσαμε
και πάνω στα μνήματά τους χτίσαμε γήπεδα ποδοσφαίρου.
Γκρεμίσαμε πλίθινους τοίχους μες τις αναμνήσεις τους.
Κόψαμε τα δέντρα τους. Σκοτώσαμε και τη σκιά τους ακόμα.
Νομίσαμε πως ποτέ δε θα γυρίσουν
Αλλά ήρθαν. Με τα κλειδιά της πόρτας μας στα χέρια τους…
(Η κατάρα της λεηλασίας)
Αυτό το ποίημα, που έχω σημειώσει και τσακίσει τη σελίδα, τριγυρίζει στο μυαλό μου.
«Πηγαίνουμε σε σχολεία και πανεπιστήμια με τον Λευτέρη Παπαλεοντίου και συζητάμε για την ειρήνη. Συχνά υπάρχουν αντιδράσεις. Μου έχουν πει να σηκωθώ να φύγω σε ορισμένες περιπτώσεις. Άλλες φορές πάλι, όταν διαβάζω ποιήματα όπως «Η κατάρα της λεηλασίας», βλέπω τα μάτια τους δακρυσμένα. Απορούν πως μπορεί ένας Τουρκοκύπριος να έχει γράψει κάτι τέτοιο… Το όνειρό μου είναι να είναι μία η Κύπρος. Και πιστεύω ότι θα ενωθεί. Τα σύνορα που μας χωρίζουν είναι ενάντια στη φύση. Όλα εδώ συμβαίνουν αργά και για να γίνουν οι αλλαγές χρειάζεται να δουλέψουμε πολλοί άνθρωποι μαζί για την ειρήνη. Να πάψουμε να κατηγορούμε τους άλλους. Να κάνουμε αυτοκριτική»
Ο ίδιος έχει γεννηθεί στο χωριό Σταυροκόννου της Πάφου και το 1974, με την εισβολή, η οικογένειά του εγκατέλειψε το χωριό και εγκαταστάθηκε στη Λύση, κωμόπολη στην πεδιάδα της Μεσαορίας. Έχει ζήσει αρκετά χρόνια έξω, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά γύρισε πίσω στην Κύπρο. Σκοπεύει να μην ξαναφύγει. «Εδώ θέλω να πεθάνω» μου λέει και ελπίζει τα παιδιά του να ζήσουν στην ενωμένη Κύπρο που ονειρεύεται.
Αφιερώνει ένα ποίημα στον Γιώργο Μολέσκη με τίτλο «Η δική σου Λύση». Το χωριό στο οποίο ο ίδιος ο Γκιουργκέντς ήρθε ως πρόσφυγας:
Ρωτάω για τις παιδικές σου φωτογραφίες:
Καμιά! Αλλά βρήκαν δύο μαύρους σκελετούς κρεβατιού,
τρία χάλκινα κατσαρολάκια
δυο πήλινα βάζα, ένα με χεράκι κι ένα χωρίς
και εγκυκλοπαίδειες στα ελληνικά
σ’ αυτό το σπίτι που μετακόμισαν πριν τριάντα χρόνια…
Χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως Κύπριο ποιητή, παρ’ όλα αυτά γράφει:
Τόση ποίηση για ένα τόσο μικρό νησί
μη γράφετε άλλο πια
φυτέψτε δέντρα
ή νερό!
Το ποίημα μάλιστα το αφιερώνει στους Κύπριους ποιητές και πέρα από την οικολογική διάσταση, που μου λέει ότι ήθελε να δώσει, πιστεύω ότι είναι και ένα ποίημα παρακίνησης σε δράση…
Τον ρωτάω αν έχει επισκεφθεί το χωριό που γεννήθηκε
«Ναι. Πήγα. Και είμαι τυχερός που υπάρχει ακόμη το σπίτι μας και μπόρεσα να το δω. Άλλοι δεν βρίσκουν τίποτα. Μένει τώρα ένας παππούς με δυο σκυλιά. Τον γνώρισα και μιλήσαμε. Δεν με νοιάζει που μένει κάποιος άλλος. Έχω ζήσει σε πολλές χώρες και πολλά σπίτια. Μου αρκεί που είναι το σπίτι ζωντανό…»
Παρ’ όλα αυτά γράφει για το χωριό του:
Το νεκροταφείο άδειο
Ακόμα και οι νεκροί σηκώθηκαν
Πήραν τους επιτάφιούς τους
Και ακολούθησαν τους πρόσφυγες
Πολλά συζητήσαμε ακόμη με τον Γκιουργκέντς. Για το γάμο, για τα παιδιά, για τον έρωτα, για τον τρόπο που μέσα από την ποίηση του προκαλεί…
Όταν νιώθεις πόσο κοντά, πόσο ίδιος είσαι…
Αποφασίζω να του αφιερώσω τη σημερινή σελίδα.