Ανταπόκριση: Ιφιγένεια Καλαντζή*
Σε εορταστικό κλίμα, για τα 60 χρόνια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η φετινή διοργάνωση συμπεριέλαβε ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στις ταινίες του Ντούσαν Μακαβέγιεφ, τη διάλεξη του Τζον Γουότερς, έκθεση με τις επηρεασμένες από τη βυζαντινή και λαϊκή ζωγραφική εικαστικές δημιουργίες του Νίκου Κούνδουρου, μαζί με σκίτσα του από τις σκηνογραφικές και ενδυματολογικές μελέτες των ταινιών του, αλλά και ένα δυνατό Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα, με δεκατέσσερις ταινίες, από τις οποίες τρεις ελληνικές που συναγωνίζονται απόψε, από τις συνολικά δέκα οκτώ φέτος ελληνικές συμμετοχές.
Μεγάλη ποικιλία και ασυναγώνιστη πρωτοτυπία χαρακτηρίζει φέτος τη σκηνοθετική και μυθοπλαστική προσέγγιση των ελληνικών ταινιών, με θέματα πολιτικής επικαιρότητας, αλλά και ιστορικής αναφοράς στο πρόσφατο παρελθόν, έστω και μέσα από τραυματικές οικογενειακές σχέσεις, επενδύοντας και πάλι το ρόλο του σινεμά με μια κοινωνική διάσταση. Χρειάστηκαν χρόνο οι Έλληνες σκηνοθέτες για να αντικρίσουν κατάματα τη μετάλλαξη που έχει συντελεστεί και να καταγράψουν τον αντίκτυπο της ελληνικής κοινωνίας, μέσα από την κινηματογραφική μυθοπλασία.
Από τις πιο ολοκληρωμένες σεναριακά και σκηνοθετικά προτάσεις, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία «Ο Απόστρατος», του Ζαχαρία Μαυροειδή («Ο Ξεναγός»/2011), επικεντρώνεται στον τριαντάρη καλογυμνασμένο και ωραιόπληκτο Άρη (Μιχάλης Σαράντης), αποτυχημένο πωλητή μηχανών εσπρέσο, που βλέποντας τα οικονομικά του να συρρικνώνονται, επιστρέφει «προσωρινά», στην παλιά του γειτονιά, στου Παπάγου, στην αδειανή μονοκατοικία του παππού του Αριστείδη. Εκεί δένεται με τον Βάσο, τον ηλικιωμένο γείτονα, κολλητό φίλο του παππού, έναν «αμετανόητο συμμορίτη κομμουνιστή», που ο συντηρητικός στρατηγός παππούς τον έφερε σ’ αυτή τη γειτονιά, προκειμένου να «επανορθώσει την ιστορική αδικία». Ανάμεσα σε παρτίδες τάβλι με τον Βάσο και τις κουβεντούλες τους, όπως και με τον παππού, αρχίζει γεμάτος απορίες να ψάχνει τα πράγματά του και να διαβάζει τα ιστορικά βιβλία και τα ημερολόγιά του, προσπαθώντας να φανεί αντάξιος. Η καθυστερημένη ενηλικίωση του πρωταγωνιστή, εκπροσώπου μιας χαμένης νεολαίας που προσπαθεί να αντιπαρέλθει όπως-όπως τις συνέπειες της κατακλυσμιαίας κρίσης, μπλέκεται εύστοχα και γλυκά με ιστορικά στοιχεία της άγνωστης αντιστασιακής ιστορίας, της πρόσφατης κρίσης, με κομβικό σημείο της συνειδητοποίησης του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα τη δημόσια αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα, Απρίλη του 2012 και μιας νέας κατάστασης, που απεμπλέκει παλιές αγκυλώσεις και προκαταλήψεις γύρω από σεξουαλικά αλλά και ιδεολογικά ταμπού. Εξαιρετικές σεναριακές ισορροπίες, αιχμηρό χιούμορ και εκπληκτικές ερμηνείες από βετεράνους ηθοποιούς όπως οι Θανάσης Παπαγεωργίου και Ξένια Καλογεροπούλου.
Ταινίες με ψυχολογική προσέγγιση μέσα από τα μάτια μικρών παιδιών, τάση που είχε επαναφέρει δυο χρόνια πριν «Ο Γιος της Σοφίας» (2017), της Ελίνας Ψύκου, κερδίζουν ολοένα έδαφος, με τις δυο επόμενες ελληνικές του Διαγωνιστικού να περιστρέφονται γύρω από αυτή την προβληματική, με διαφορετικό τρόπο.
Υπαρξιακό ψυχολογικό θρίλερ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το «Ζίζοτεκ», του Βαρδή Μαρινάκη, όπου σε ένα ανάστατο διαμέρισμα, ο μικρός Ιάσωνας (Αύγουστος Λάμπρου-Νεγρεπόντης) μαγειρεύει για να ταΐσει την καταθλιπτική και θρησκόληπτη μητέρα του, που καπνίζει διαρκώς, μετά την αδιευκρίνιστης αιτίας απουσία του πατέρα. Το βαρύ κλίμα σπάει, όταν ένα πρωί η μητέρα αποφασίζει να κινήσουν με το τρένο προς Βορρά, σε ένα υπαίθριο πανηγύρι με θρακιώτικες γκάιντες και τοπικά αποκριάτικα έθιμα με κουδουνοφόρους, όπου η φορτισμένη ψυχικά μητέρα, προσκυνάει την εικόνας της Παναγίας, χορεύει εκστασιασμένη και λίγο μετά, τρέχει να προλάβει το τρένο, εγκαταλείποντας τον Ιάσονα. Φοβισμένος και αποκαμωμένος περιπλανιέται στο σκοτεινό δάσος, καταλήγοντας σε μια καλύβα, όπου ζει ένας τραχύς γενειοφόρος ερημίτης, ο Μηνάς (Δημήτρης Ξανθόπουλος), που έχει παραμείνει βουβός μετά τον χαμό του αδερφού του. Μηνάς και Ιάσωνας, καταφέρνουν να αναπτύξουν βαθιά σχέση, δίχως λόγια, καθώς μοιράζονται ανείπωτα τραύματα. Στα βουνά, μακριά από γραφειοκρατικές περιπλοκές, υιοθετούν στοργικούς ρόλους πατέρα-γιου, απολαμβάνοντας τη φύση, σ’ ένα ειδυλλιακό ιντερμέτζο, καθώς το παιδί καταζητείται και η σχέση τους είναι καταδικασμένη.
Φέρνοντας στο νου ταινίες όπως «Παρίσι-Τέξας» (1984/ Βιμ Βέντερς) και «Ο Κλέφτης των παιδιών» (1992/Τζάνι Αμέλιο), ο Μαρινάκης συνδυάζει μικρούς συμβολισμούς και αινιγματικές σεναριακές διαδρομές, με μια πολύ δημιουργική ασάφεια, για να μεταφέρει κινηματογραφικά ανείπωτα εσώτερα συναισθήματα, όταν οι λέξεις δεν μπορούν να φτάσουν τη σημασία που αποκτά η παρουσία και το άγγιγμα του άλλου, μπρος στην οδύνη της απώλειας. Από τη δίχως συγκεκριμένο νόημα συνθηματική λέξη του τίτλου, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να σμιλέψει τον εύθραυστο ψυχισμό ενός παρατημένου παιδιού, που βρίσκει συμπόνια, στοργή και αγάπη στο πρόσωπο ενός περιθωριοποιημένου μοναχικού άντρα. Το σκοτεινό δάσος και η απόκοσμη παρουσία της φύσης, έντονη και στο «Μαύρο Λιβάδι» (2009) του Μαρινάκη, εδώ, μεταφέρει παγανιστικά στοιχεία και δεισιδαιμονίες, χτίζοντας παραμυθένιο φυσιολατρικό σύμπαν που περιβάλλει φοβίες και ανασφάλειες ενός μικρού παιδιού, με αντίστοιχη μεταφυσική διάσταση όπως στις τούρκικες ταινίες. Πέρα από τις απίστευτες ερμηνείες των πρωταγωνιστών, εξαιρετικά αποδίδεται και η κινηματογραφική αίσθηση του απειλητικού, γεμάτου πυκνή ομίχλη δάσους της Ξάνθης, καθώς και τα απάτητα χιονισμένα ορεινά τοπία του Παρνασσού.
Στην τρίτη ελληνική ταινία του Διαγωνιστικού «Cosmic Candy», της Ρηνιώς Δραγασάκη, η παρουσία της 9χρονης φασαριόζας Πέρσας, μετά την εξαφάνιση του πατέρα της, συνταράσσει καθοριστικά τη μοναχική καθημερινότητα της γειτόνισσάς της, μιας μοναχικής 35άρας ταμία σούπερ μάρκετ, της Άννας, αφυπνίζοντας το μητρικό της ένστικτο, μέσα σε μια πολύχρωμη νοσταλγική περιπέτεια.
Ποπ παιχνιδιάρικος παλιμπαιδισμός στους εφιάλτες της ανέραστης Άννας, χαρακτήρας που σκιαγραφείται μέσα από κουσούρια, όπως η εμμονική αναπόληση μυρουδιάς και γεύσεων από τα παιδικά καραμελάκια, που σκάνε στον ουρανίσκο σαν γευστικά πυροτεχνήματα, αλλά και οι ψυχαναγγαστικές συνήθειές της, με τις κονσέρβες απόλυτα στοιχισμένες στα ντουλάπια της κουζίνας, καθώς και οι φετιχιστικές εμμονές με τη ροζ στολή εργασίας, σε μια κιτς αισθητική, χαρακτηριστική της δεκαετίας του ’80, αναγνωρίσιμο στυλιστικό στοιχείο σε σκηνοθέτες αντίστοιχης ηλικίας. Ανάμεσα στο ανταγωνιστικό εργασιακό περιβάλλον, που εξελίσσεται στους ιδωμένους μετωπικά διαδρόμους, σε προοπτική σουπερμάρκετ, όπου χρωματιστά προϊόντα λαμπυρίζουν στα όνειρα της Άννας, οι αναμνήσεις μπερδεύονται με τους βαρύγδουπους στίχους για τη Μαντώ Μαυρογένους, από τις σχολικές γιορτές, σκανδαλιστικά λερώματα με κέτσαπ και μουστάρδα σε αργή κίνηση, στους ρυθμούς ηλεκτρονικής ποπ μουσικής του Felizol, ενίοτε με λάτιν φινίρισμα κρουστών και ιδιαίτερους ελληνικούς στίχους σε λιλιπουπολίτικο στυλ της Λένας Πλάτωνος, για τηγανιτές αυγόφετες.
Η στυλιζαρισμένη εικαστικά φετιχιστική αισθητική της γαλλικής σχολής του «σινεμά του βλέμματος», της δεκαετίας του ’90 (Ζαν-Πιερ Ζενέ, Μαρκ Καρό, Λυκ Μπεσόν) έχει επηρεάσει καθοριστικά τη γενιά τριαντάρηδων σκηνοθετών, παρά τους χαλεπούς καιρούς της κρίσης.
Από τις υπόλοιπες ελληνικές ταινίες, στον αντίποδα του παλιμπαιδισμού, μια εξίσου τραυματική οικογενειακή ιστορία σε μεγαλύτερο συσχετισμό με τον «Απόστρατο», αποτελεί «Η Ανάκριση» του Παναγιώτη Πορτοκαλάκη, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημά του Ηλία Μαγκλίνη, όπου μέσα από τις σχέσεις πατέρα-κόρης, αναμοχλεύεται το πρόσφατο τραυματικό παρελθόν της χούντας.
Μια όμορφη νεαρή καλλιτέχνης-περφόρμερ, η αυτοκαταστροφική Μαρίνα (Πηνελόπη Τσιλίκα), με ζόρικη πανκ εμφάνιση, μονίμως οργισμένη, στην κρίσιμη περίοδο του θανάτου της άρρωστης μητέρας της αναγκάζεται να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τον πατέρα της (Γιώργος Κέντρος), που τον κατακρίνει επειδή υπέκυψε στα βασανιστήρια της χούντας. Εθισμένη σε σαδομαζοχιστικές συμπεριφορές, αυτοτραυματίζεται, αναζητώντας καταφύγιο στην ηδονή του πόνου, ενώ υποφέρει σωματικά και ψυχικά, προσπαθώντας να εκφραστεί μέσα από την τέχνη σε ακραίες μορφές. Στην προσπάθειά της να προσεγγίσει τον πατέρα της, που αποφεύγει να της ανοιχτεί, φέρεται αλλόκοτα. Πεπεισμένη όμως πως πρόκειται για μια διαδικασία επούλωσης και για τους δυο, αναμοχλεύει αρχεία και επιχειρεί να μάθει ποιοι υπήρξαν οι βασανιστές του.
Ενδιάμεσα εμβόλιμα πλάνα με θραύσματα αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας, αλλά και αναπαραστατική προσέγγιση των βασανιστηρίων του πατέρα σκιαγραφούν τη βιωμένη φρίκη που επιχειρεί να κατανοήσει η κόρη, σε μια επώδυνη ιστορία για το ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα των βασανιστηρίων πολιτικών κρατουμένων, που μεταφέρει μια μοιραία ανάδραση από τη γενιά της χούντας, στη γενιά των παιδιών της.
Βαθιά τραυματισμένος ψυχικά και σωματικά ο πατέρας, που απέκλεισε αμυντικά κάθε έκφραση στοργής και αγάπης προς την κόρη του, συνδέεται σε μια μοιραία αλληλοσυμπληρωματική σχέση με τη βίαιη υπόστασή της, επειδή εξέλαβε ως απόρριψη την πατρική ψυχρότητα, εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο σαδομαζοχιστικό κύκλο αυτοτιμωρίας.
Το χάσμα των γενεών εδώ μεταφέρεται ως μια μοιραία αλληλοσυμπληρούμενη σχέση διά μέσου της σωματικής οντότητας που συνδέεται με την ανάγκη για λήθη της περασμένης γενιάς όσο και την ανάγκη της μνήμης για την επόμενη.
Η έκρηξη του airbnb και οι συνέπειες στις γειτονιές της Αθήνας βρίσκονται στο επίκεντρο του παραμυθένιου «@9:Στα εννιά» του Άγγελου Σπάρταλη. Το απόσπασμα στην εισαγωγή από την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», ως εκπροσώπου της καταπιεσμένης παιδικής ηλικίας, σχετίζεται με την μικρή πρωταγωνίστρια, ένα κορίτσι-φάντασμα που στοιχειώνει τα σπίτια του κέντρου της Αθήνας, που οι μεσίτες βιάζονται να αδειάσουν, ακόμα κι αν κατοικούνται.
Πανέξυπνη δραστήρια και ανεξάρτητη η μικρή, τα καταφέρνει όλα τέλεια μόνη της: ξυπνάει στην ώρα της για το σχολείο, πλένεται, χτενίζεται, μαγειρεύει μόνη της, ενώ παίζει σκάκι και χορεύει υπέροχα. Όλα αυτά σε ασπρόμαυρο φιλμ όπως και η μυστηριώδης εναπόθεση λουλουδιών που βαστάει στον τάφο της «Κοιμωμένης» του Χαλεπά, στο Α’ Νεκροταφείο, ως η μυστήρια «Αλίκη, στην Αθήνα του airbnb», με μηνύματα στους τοίχους, όπως «οι γειτονιές μας δεν θα γίνουν θεματικά πάρκα για τουρίστες». Το παραμυθένιο κωμικό στοιχείο υποστηρίζεται από χαρακτήρες με επώνυμα ζώων, όπως κύριος Μέρμηγκας και κυρία Αρκουδέα, κύριος Κουνέλης, κύριος Περιστέρης, ο νεαρός μεσίτης, κύριος και κυρία Αλεπουδέλη το νέο ζευγάρι που αναζητά σπίτι, σε μια πετυχημένη σεναριακή ιδέα με παιχνιδιάρικη διάθεση, πειραματική σκηνοθετική προσέγγιση μεταξύ ασπρόμαυρου και έγχρωμου φιλμ και άφθονη κλασικίζουσα μουσική με διασκευασμένες μελωδίες της 9ης του Μπετόβεν, σε αναγεννησιακό στυλ.
Είναι χαρακτηριστική η αρχή, με όψεις της Αθήνας, όπου σχεδόν σε όλες τις γειτονιές του κέντρου υπάρχουν εργασίες ανακαίνισης των παλιών διαμερισμάτων, με τα πεζοδρόμια γεμάτα από παλιά κουφώματα, είδη υγιεινής, χαλασμένα ρολά και παλιομοδίτικους καναπέδες.
Στη νέα του ταινία «Το Θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών», που έκανε πρεμιέρα στην Μπερλινάλε, ο Σύλλας Τζουμέρκας δημιουργεί ένα συναρπαστικό φιλμ νουάρ, με ηρωίδες δυο κατεστραμμένες για διαφορετικούς λόγους παθιασμένες γυναίκες, που τις ενσαρκώνουν εξαιρετικά η Αγγελική Παπούλια και η Γιούλα Μπούνταλη. Καλογραμμένοι σε βάθος γυναικείοι χαρακτήρες, με την μία αλκοολική Διοικητή Αστυνομίας και την άλλη εσωστρεφή εργάτρια στην παραγωγή χελιών. Οι δυο γυναίκες γνωρίζονται στη διαλεύκανση μιας αυτοκτονίας. Καψούρικα λαϊκά και παραδοσιακές μουσικές με ζουρνά και νταούλια συνθέτουν τους διαφορετικούς παραδείσους των ηρωίδων. Η «ασυνάρτητη» επαρχία μπλέκει με την αυθεντική λαϊκότητα του Βιετνάμ, του Βούλγαρη, με τον ερωτισμό του Παζολίνι, την αθυροστομία του Οικονομίδη και τα θρησκευτικά κιτς οράματα του Λιντς, με τις εξαιρετικές εναέριες λήψεις πάνω από τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου να φέρνουν στο νου το Μικρό Νησί (2014), του Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ.
Στο Διαγωνιστικό του νέου τμήματος Γνωρίστε τους γείτονες παρουσιάστηκε η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία «Δε θέλω να γίνω δυσάρεστος αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό», του Γιώργου Γεωργόπουλου, σκηνοθέτη του «Tungsten» (2011). Λίγο πριν ανακοινωθεί επίσημα μια μυστήρια θανατηφόρα επιδημία όπου κυρίως γυναίκες σωριάζονται νεκρές στο δρόμο, η μια μετά την άλλη, ένας αριβίστας τεχνοκράτης (Όμηρος Πουλάκης), γραβατωμένο στέλεχος εταιρίας, ανακαλύπτει τυχαία πως είναι φορέας αυτού του νεόφερτου, σεξουαλικώς μεταδιδόμενου άγνωστου ακόμα, θανατηφόρου υιού και επιδίδεται σε έναν αγώνα αναζήτησης των ερωτικών συντρόφων του των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, για να τις ενημερώσει, επιχειρώντας να ανακαλύψει την πρωταρχική φάση της επιμόλυνσης. Η εντόπισή τους δεν είναι εύκολη, η σκληρή συμπεριφορά τους προδίδει μια συστηματικά ανεύθυνη και κακόβουλη στρατηγική προσέγγισης από την πλευρά του, ενώ διαφορετικές προσωπικότητες γυναικών αναδύονται κάθε μια με τη δική της ιστορία.
Με ιδιαίτερα πρωτότυπο σενάριο και στοιχεία ταινιών είδους επιστημονικής φαντασίας και θρίλερ επιδημίας, όσο και μια κριτική στον εργασιακό τομέα όπου θερίζουν απολύσεις και εργασιακές αυθαιρεσίες, η ταινία έχει μπόλικο χιούμορ, ηλεκτρονική ατμοσφαιρική μουσική, πλοκή και ζηλευτό καστ με τους Βαγγέλη Μουρίκη, Προμηθέα Αλειφερόπουλο, Ιωάννα Παππά και Κόρα Καρβούνη. Η σκηνοθετική προσέγγιση με μετωπικά, συμμετρικά πλάνα και κατόψεις από ψηλά, αναδεικνύουν το τεχνοκρατικό περιβάλλον μιας φουτουριστικής Αθήνας, πέριξ μεγάλων αυτοκινητοδρόμων στα Βόρεια Προάστια, όπου δεσπόζει το περίφημο στέγαστρο Καλατράβα.
Θα μπορούσε η θανατηφόρα επιδημία να παραπέμπει σε μια αλληγορική ανάγνωση της κρίσης. Από την άλλη, περιέχει και μια ηθική διάσταση γύρω από το συχνό φαινόμενο της εποχής, τις δηλητηριασμένες διαπροσωπικές σχέσεις, ως μέσο εκτόνωσης, επιβεβαίωσης και εξουσιαστικής πυγμής.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]