«Yπάρχει μια νοσταλγία της διαλεκτικής, και δίχως άλλο η πιο λεπτή διαλεκτική είναι κατεξοχήν νοσταλγική. Όμως, ακόμη βαθύτερα, υπάρχει στον Μπένγιαμιν και στον Αντόρνο μια άλλη τονικότητα, που προέρχεται από μια μελαγχολία συνδεδεμένη με το ίδιο το σύστημα, αθεράπευτη τούτη εδώ και πέρα από κάθε διαλεκτική. Αυτή η μελαγχολία των συστημάτων παίρνει σήμερα το πάνω χέρι μέσα από τις ειρωνικά διάφανες μορφές που μας περιβάλλουν. Κι είναι αυτή που γίνεται το θεμελιακό μας πάθος.

Δεν είναι πλέον το άχθος (spleen) ή η δυσθυμία του τέλους του αιώνα. Δεν είναι ούτε ο μηδενισμός, που στοχεύει κατά κάποιο τρόπο να διευθετήσει τα πάντα με την καταστροφή – πάθος της μνησικακίας. Όχι, η μελαγχολία είναι η θεμελιακή τονικότητα των λειτουργικών συστημάτων, των σύγχρονων συστημάτων προσομοίωσης, προγραμματισμού και πληροφόρησης. Η μελαγχολία είναι μια ιδιότητα εγγενής στον τρόπο εξαφάνισης του νοήματος, στον τρόπο εξαέρωσης του νοήματος μέσα στα επιχειρησιακά συστήματα. Και είμαστε όλοι μελαγχολικοί.»

Ζαν Μπωντριγιάρ,
Για τον μηδενισμό, Ομοιώματα και προσομοίωση, 1981

 

Η μελαγχολία είναι ύποπτη στις μέρες μας. Καθώς απλώνεται σαν επιδημία στον δημόσιο χώρο, φαίνεται να υπονομεύει τη θετική στάση που απαιτείται για τη θρυλούμενη έξοδο από την κρίση. Να ένας σοβαρός λόγος (μαζί με τις προφανείς εκλογικές σκοπιμότητες) να κατηγορηθούν όσοι εγκατέλειψαν απογοητευμένοι την κυβερνώσα αριστερά για νοσηρή προσκόλληση σε μια ξεπερασμένη ιδεολογική καθαρότητα. Μάλιστα, για την κατανόηση του «φαινομένου», η διανόηση του κόμματος επιστρατεύει βαριά ονόματα, όπως του Φρόυντ και του Μπένγιαμιν, και ιστορικές ετικέτες όπως αυτή της αριστερής μελαγχολίας. Η κατηγορία ωστόσο είναι άστοχη, τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική άποψη.

Για να τελειώνουμε με τις θεωρητικές αναφορές, που φαίνεται να θολώνουν αντί να καθαρίζουν τα νερά: αν η φροϋδική έννοια της μελαγχολίας μπορεί ενδεχομένως να εφαρμοστεί στην περίπτωση των καθηλωμένων παραδοσιακών αριστερών, η «αριστερή μελαγχολία» για την οποία μιλούσε ο Μπένγιαμιν το 1931 δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό. Αναφέρεται αντίθετα στην πόζα μιας ριζοσπαστικής ιντελιγκέντσιας των τελευταίων χρόνων της Βαϊμάρης, η οποία, συνδεδεμένη με καλλιτεχνικές μόδες (Ακτιβισμό, Εξπρεσιονισμό, Νέα Αντικειμενικότητα), μεταποιούσε επαναστατικές χειρονομίες σε πολιτιστικά αγαθά προσαρμοσμένα στις καταναλωτικές ανάγκες της αγοράς και της μεσαίας τάξης.*

***

Από κει και πέρα, αν θέλει να βρει κανείς αναλογίες με τη σημερινή ελληνική κατάσταση, παρά τις πολύ διαφορετικές συνθήκες, μάλλον στους οπαδούς της νέας διακυβέρνησης θα πρέπει να αναζητήσει τη μοιρολατρική αριστερή μελαγχολία που εννοούσε ο Μπένγιαμιν. Οι άλλοι, όσοι έφυγαν ή θα φύγουν στο μέλλον, δεν είναι κατά κανόνα λάτρεις της ιδεολογικής καθαρότητας. Οι τελευταίοι άλλωστε σπανίως μελαγχολούν: είτε βρίσκονται μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, σε φράξιες εσωτερικής αντιπολίτευσης, είτε απέξω, στο ΚΚΕ και σε αριστερίστικα και αντιεξουσιαστικά γκρουπούσκουλα, νιώθουν δικαιωμένοι μέσα στη χαιρεκακία τους («Εγώ σας τα ’λεγα!» – φράση που βρήκε μάλιστα τη θέση της όχι μόνο στα στόματα δεξιών αλλά και σε αφίσα αναρχικών πλάι στο πορτρέτο του Μπακούνιν!) Οι άλλοι λοιπόν, που απομακρύνονται, αριστεροί οι περισσότεροι, μα κάθε είδους προέλευσης και προσανατολισμού, έκαναν υπομονή πολύ καιρό τώρα, όσο κρατούσε η διαπραγμάτευση, αντέχοντας στις διαδοχικές υποχωρήσεις. Αυτό που κλονίστηκε δεν ήταν το ιδεολογικό τους οικοδόμημα (έτσι κι αλλιώς οι απόψεις τους δεν ανάγονται σε κάποια μαρξιστική ή άλλη ορθοδοξία, έρχονται από ετερόδοξες πηγές, ανάκατες θεωρίες και εμπειρίες), ήταν τα όνειρα και οι ελπίδες που διαψεύστηκαν, η στοιχειώδης ανταπόκριση λόγων και έργων, επαγγελίας και πραγματικότητας. Αυτό που ένιωσαν να καταρρακώνεται δεν ήταν ο «ναρκισσισμός των μικρών διαφορών» τους όσο η σχέση τους με τους άλλους και με τον κόσμο. Εξ ου και η μελαγχολία τους, ανάμεικτη με απογοήτευση και αγανάκτηση, παραίτηση και οργή.

Εξάλλου, η μελαγχολία δεν είναι μόνο υποκειμενική προδιάθεση, είναι επίσης μια αντικειμενική διάσταση των πραγμάτων, συστατικό στοιχείο, όπως λέει ο Μπωντριγιάρ, των συστημάτων που κυβερνούν τον σύγχρονο κόσμο. Υπάρχει πράγματι μια μελαγχολία διάχυτη σ’ όλους τους μηχανισμούς οικονομικής διαχείρισης, δημόσιας διοίκησης, κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης, μαζικής επικοινωνίας… Έχει να κάνει με την ίδια την αυτονόμηση των διαδικασιών τους από τα πράγματα, με την απώλεια των πραγματικών αντικειμένων, εμπειριών και πρακτικών που επιδιώκουν πλέον να διευθετήσουν από τα πάνω μέσω προκατασκευασμένων μοντέλων και ομοιωμάτων. Διαποτίζει την καθημερινή λειτουργία αυτών των συστημάτων, κατακάθεται στις ψυχρές εγκαταστάσεις τους, τα κενά γραφεία, τα λαμπερά στούντιο, τους θλιβερούς θαλάμους, δεν είναι παρά η άλλη όψη της κυνικής, ειρωνικής διαφάνειας και ορθολογικότητας, της ακατάσχετης αιμορραγίας του νοήματος που τα χαρακτηρίζει.

***

Όλα αυτά, ή πολλά απ’ αυτά, η αριστερά υποσχέθηκε να τ’ αλλάξει. Ότι δεν θα τα κατάφερνε, όλοι το ήξεραν – και οι πολλοί που έλεγαν «δύο απ’ τα δέκα που μας έταξε αν κάνει, ευχαριστημένοι θα ’μαστε», και οι ίδιοι οι αριστεροί που διάβαζαν από τα μέσα τους κακούς οιωνούς. Όποιος έχει ζήσει μερικές δεκαετίες στον πλανήτη γνωρίζει τις τεράστιες δυνάμεις καταστολής και ενσωμάτωσης του νεοκαπιταλιστικού και μεταδημοκρατικού συστήματος: ειδικότερα τα υποσυστήματα της χρεοκρατίας, της βιοπολιτικής, της μιντιοκρατίας και της στρατοκρατίας που καμία αριστερά δεν θα μπορούσε να υπερνικήσει, πόσο μάλλον όταν δεν καταλαβαίνει ακριβώς τη σημασία τους και δεν έχει επεξεργασμένα σχέδια αντιμετώπισής τους. Η ελπίδα ήταν παρ’ όλα αυτά κάποια «όχι» να επιβεβαιωθούν και οι κόκκινες γραμμές να κρατηθούν, κάποια ταμπού να σπάσουν και ορισμένα περάσματα, καλά φυλαγμένα μέχρι τώρα, να ελευθερωθούν, έτσι ώστε ο λαός, το πλήθος, οι μάζες να φτάσουν επιτέλους στη γιορτή – κι έπειτα… (η ουτοπία αχνοφέγγει πάντα στον ορίζοντα). Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι ότι η «πρώτη φορά αριστερά» δεν χάραξε το δρόμο για το σοσιαλισμό, ούτε ότι δεν κέρδισε τη διαπραγμάτευση, αλλά ότι βιάζεται να σφραγίσει όπως-όπως τις λίγες ρωγμές που άνοιξαν στο τείχος της ΤΙΝΑ, αποκαθιστώντας και σταθεροποιώντας τα απειλημένα (και ραγισμένα άραγε;) συστήματα.

Ναι λοιπόν, όλοι και ιδίως οι νέοι έχουν κάθε λόγο να μελαγχολούν, όχι επειδή δεν δικαιώθηκαν τα οράματα και οι αγώνες της αριστεράς, αλλά επειδή παρά τη νίκη της –και πια με την εγγύησή της– το σύστημα εκπέμπει τα ίδια μονότονα μηνύματα συμμόρφωσης, ασφυξίας και εξαθλίωσης. Ναι, αν υπάρχει μια μελαγχολία που δεν εξαντλείται στην υποκειμενική ποιητική αγωνία των ρομαντικών και των καταραμένων, παρότι εμπνέεται ακόμη από κείνη, αν υπάρχει μια πολιτική μελαγχολία (όχι κατ’ ανάγκη «αριστερή») που στέκεται στο ύψος των πραγμάτων επειδή δεν παραγνωρίζει τη θανατερή μελαγχολία του συστήματος, παρά τροφοδοτείται απ’ αυτήν και τη μεταστρέφει εναντίον του – τότε ναι, είμαστε όλοι μελαγχολικοί, κι αυτό μπορεί να είναι το τελευταίο πάθος που μας έμεινε.

 

(*) Γύρω από το θέμα της «αριστερής μελαγχολίας», μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο τόσο το αρχικό κείμενο του Μπένγιαμιν, όσο και τα κείμενα της Wendy Brown και του φίλου Κώστα Δουζίνα που εισάγουν την παρεξήγηση, καθώς και το κείμενο της Jodi Dean που τη διορθώνει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!