Περιμένει ευλογία ο Άγιος Ανδρέας
Του Βασίλη Λαδά *
Η ιστορία της πόλης είναι δεμένη απόλυτα με την περιοχή του Αγίου Ανδρέα, εκεί που η πόλη βρέχεται από τον Πατραϊκό και βλέπει κατευθείαν στο Ιόνιο και τη Δύση.
Οι επιχωματώσεις δημιούργησαν, επί οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη συνοικία Τσιβδί των Εβραίων αργυραμοιβών.
Ο Άγιος Ανδρέας είχε πάντα ναό στο μέρος που μαρτύρησε, όπου παλιότερα υπήρχε ναός της Δήμητρας και πηγή. «Το αγίασμα». Νότια του ναού εκτεινόταν μια αμμουδερή παραλία, βρόμικη και με φύκια, όπου πρόλαβα τους Πατρινούς να κάνουν μπάνιο και λασπόλουτρα, θεραπευτικά υποτίθεται. Βορειότερα, στα επιχωματωμένα, πρόλαβα το κοκκινόχωμα, γήπεδο τένις των αστών κι ένα κανόνι με την κάννη προς τη θάλασσα.
Το όνομα της κατασκευάστριας εταιρείας το πήρε ο Νίκος Καχτίτσης (σαράντα χρόνια φέτος από το θάνατό του, ένας από τους σημαντικότερους νεοτερικούς συγγραφείς της Ελλάδος που απεβίωσε 44 ετών) και το έδωσε στον ήρωα των δύο εκτενών αφηγημάτων του.
Μεταξύ του γηπέδου τένις και της βρομερής αμμουδιάς υπήρχε βικτωριανό καφενείο, του Βουρνά.
Στον Μεσοπόλεμο έπαιζαν μπάντες και ζογκλέρ έκαναν τα κόλπα τους και τ’ ακροβατικά τους. Μεταπολεμικά παράκμασε. Στο πρώην γήπεδο τένις έπαιζαν ποδόσφαιρο τα παιδιά των γειτονικών συνοικιών. Ο γέροντας ενοικιαστής του αναψυκτηρίου τα κυνηγούσε.
Προ του κοκκινοχώματος ήταν το πάρκο του Αγίου Ανδρέα με το άγαλμα του ρομαντικού ποιητή του 19ου αιώνα, Βασιλειάδη, καμωμένο από τον Τήνιο γλύπτη Βιδάλη.
Νότια του ναού και σε απόσταση πενήντα με εκατό μέτρα από την παραλία, ήταν εν λειτουργία ο σιδηροδρομικός σταθμός του Αγίου Ανδρέα, μεγάλος, που χρησίμευε και για μηχανοστάσιο. Ένας δρόμος μέσα σε δέντρα και πράσινο ξεκινούσε από τον Άγιο Ανδρέα και έφτανε στις Ιτιές, ένα παραθαλάσσιο προάστιο, έμβλημα της καλοπέρασης.
Η όλη περιοχή, λοιπόν, ήταν χώρος κυρίως ψυχαγωγίας και το βράδυ ερώτων, πράγμα που ενοχλούσε τον κλήρο του Αγίου Ανδρέα, αφού μάλιστα πίσω ακριβώς από τον ναό ήταν η αρχιεπισκοπή, επί της οδού Ευμήλου.
Στην οδό Ευμήλου ήταν αποθήκες ξυλείας και σκοτεινιά.
Δεν έζησε η περιοχή τη σύγχρονη ιστορία που γραφόταν στις λαϊκές συνοικίες των προσφυγικών, των Ταμπάχανων, του Ζαβλανίου. Τη θυμούνται τα παιδιά που έπαιζαν και κολυμπούσαν, όσοι σκιρτούσαν από έρωτα στα ραντεβού τις νύχτες και οι θεοσεβούμενοι την ημέρα.
Σήμερα το κοκκινόχωμα έχει καταστραφεί, το πάρκο έχει συρρικνωθεί, οι αποθήκες ξυλείας είναι πολυκατοικίες. Η συνοικία Τσιβδί τσιμέντο. Δεσπόζει ο νέος ναός του Αγίου Ανδρέα, ένα υβριδικό βυζαντινό μπαρόκ, άσχημα αγιογραφημένο. Καταπιέζει με τον όγκο του τον παλιότερο παρακείμενο ναό, μια βασιλική αγιογραφημένη, alla franca, από τον συγγραφέα της Βαβυλωνίας Βυζάντιο.
Η περιοχή έχει αρκετό πράσινο ακόμη, το μοναδικό σχεδόν στην πόλη – ένα μικρό αλσύλλιο που θα μπορούσαν να παίζουν παιδιά μαντρώθηκε από τους ιερείς με την αιτιολογία ότι κατέφευγαν τοξικομανείς κι ερωτευμένοι. Κι ο ναός του Αγίου Ανδρέα, επίσης, είναι σιδερόφρακτος. Μα τόσο φοβούνται; Προς τη θάλασσα όμως ο Οργανισμός Λιμένος έχει κατασκευάσει παιδική χαρά κι έναν πεζόδρομο, κι έχει τοποθετηθεί από τους Ισπανούς το άγαλμα του Θερβάντες, ώστε να βλέπει τα νιάτα του στο έβγα του Πατραϊκού όπου πολέμησε και τραυματίστηκε στο χέρι στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571. Ανάσα αυτό το άγαλμα στο αλαλούμ της περιοχής που επιπλέον διασχίζεται από λεωφόρο κι από τη σιδηροδρομική γραμμή.
*Ο Βασίλης Λαδάς είναι Πατρινός δικηγόρος και συγγραφέας. Το τελευταίο βιβλίο του «Μουσαφεράτ – Οι χίλιες και μία νύχτες ενός καταυλισμού προσφύγων» κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Futura.
Η ζωή από… αλλού
Σαν προμήνυμα του μέλλοντος είναι η εμφάνιση των Αφρικανών προσφύγων στον Άγιο Ανδρέα. Νοτιότερα είναι έτοιμο να παραδοθεί το νέο λιμάνι
Όμως η ζωή στην περιοχή έρχεται από αλλού. Από τη ρημαγμένη Αφρική, από τη Σομαλία, το Σουδάν, την Ερυθραία. Φυγάδες, πρόσφυγες, νέα παιδιά είκοσι χρονών ρίχνουν χαρτόνια, είτε κάτω από τα εγκαταλειμμένα βαγόνια του πρώην σιδηροδρομικού σταθμού, είτε κάτω από τους ευκαλύπτους και τις λεύκες, για να κοιμηθούν. Την ημέρα τριγυρίζουν να βρουν φαγητό, μια στάλα νερό, να δουλέψουν.
Η πολιτεία έχει στραμμένα τα νώτα της, ο δε δήμος, στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορεί, στη χειρότερη πιέζει να συλληφθούν και να εξαφανισθούν από το πρόσωπο της πόλης. Η Κίνηση Υπεράσπισης Μεταναστών τους στηρίζει. Πηγαίνει φαγητό, φροντίζει για νομική υποστήριξη. Στο στέκι της διδάσκει ελληνικά. Όμως η στήριξη είναι ελάχιστο λαδάκι στην πληγή, δεν είναι γιατρειά. Έτσι υποστήριζε η Κίνηση και τους Αφγανούς, μέχρι που έκαψαν τον καταυλισμό τους οι συνήθεις «άγνωστοι» της εξουσίας, και συνεχίζει να τους συνδράμει κι αυτούς εκεί που κρύβονται, στα βόρεια της πόλης. Τα θηράματα της εξουσίας είναι, λοιπόν, και στο νότο, όπου είναι ο Άγιος Ανδρέας, και σε βορρά.
Σαν προμήνυμα του μέλλοντος είναι η εμφάνιση των Αφρικανών προσφύγων στον Άγιο Ανδρέα. Νοτιότερα είναι έτοιμο να παραδοθεί το νέο λιμάνι. Σχεδόν κοντά στο παλιό λιμάνι της Ρωμαιοκρατίας. Εκεί θα μετακινηθεί μεγάλο μέρος της ζωής της πόλης. Ήδη εκεί κατασκευάζονται νέες οικονομικές μονάδες, στα χαλάσματα των παλιών εργοστασίων της αποβιομηχανοποιημένης Πάτρας. Στα ερείπια της βιομηχανίας που άνθιζε μεταπολεμικά μέχρι και επί Χούντας. Η Πατραϊκή, ο Λαδόπουλος, ο Σπηλιόπουλος στέκονται ακόμη ακίνητα, έτοιμα να τ’ αρπάξουν τα γραφεία των μεσιτών, τώρα που είναι μεγάλη η πενία του κράτους μας.
Οι καταδιωγμένοι, οι κοινωνικά κυνηγημένοι, φαίνεται πως καλύτερα από τους εφησυχασμένους νιώθουν τη βοή των επερχόμενων γεγονότων. Γι’ αυτό καταφεύγουν σε αυτή τη γωνία, όπου τα παλιά ερείπια και οι νέοι σκελετοί μπετόν. Στο μεταίχμιο του παλιού και του νέου.