του Δημήτρη Γκάζη*
Όλο και περισσότερο, οι πόλεις μας μετατρέπονται σε απρόσωπους χώρους. Κι αν αυτό φαντάζει μια κοινοτοπία για τις μεγάλες μητροπόλεις, βλέπουμε το ίδιο να εξελίσσεται και στις μικρότερες πόλεις ή συνοικίες που χάνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.
Η οργάνωση της σύγχρονης πόλης, μοιάζει να ευνοεί την εξέλιξη των κατοίκων της σε απομονωμένα, αδιάφορα για το κοινωνικό σύνολο, εγωιστικά άτομα. Οι γειτονιές μοιάζουν όλο και περισσότερο απλά με ξενοδοχεία και υπνωτήρια. Οι δημόσιοι χώροι συνάθροισης ερημώνουν ή παραδίδονται σε ιδιωτικά συμφέροντα. Η διασκέδαση, η κοινωνικοποίηση, γίνονται εμπόρευμα, με το ξόδεμα του ελεύθερου χρόνου στα Mall. Τα φαινόμενα αυτά μετατρέπονται σε εφιάλτη εκεί όπου έρχεται και η έντονη τουριστικοποίηση, με περιοχές όπου το Airbnb και η εν γένει προσαρμογή στις απαιτήσεις του τουρίστα/πελάτη, κάνει την ζωή των κατοίκων αβίωτη. Στα παραπάνω, έρχεται να προστεθεί και το χτύπημα που έχει δεχτεί τα τελευταία χρόνια η κοινωνική συνοχή, η φυγή χιλιάδων νέων ανθρώπων που υπό κανονικές συνθήκες θα αποτελούσαν τον βασικό κορμό των τοπικών κοινωνιών, οι έντονες κοινωνικές ανισότητες που θέριεψαν με τα μνημόνια, η μεταναστευτική κρίση και η σχεδιασμένη απ’ το κράτος γκετοποίηση περιοχών.
Θα μπορούσε να υπάρξει μια πολιτική για την τοπική αυτοδιοίκηση που να συμβάλει στη συμμετοχή των πολλών για να ξαναγίνουν οι γειτονιές μας τόποι κοινωνικοποίησης. Το επίπεδο του Δήμου, παρά τον στενό κορσέ που του έχει επιβάλει η κεντρική διοίκηση, θα μπορούσε να αποτελέσει έδαφος για μια τέτοια προσπάθεια
Και ενώ οι Δήμοι θα έπρεπε να είναι εκεί, αν όχι για να ανατρέψουν την παραπάνω κατάσταση, τουλάχιστον για να διαχειρίζονται τα αποτελέσματά της, αμβλύνοντας τις συνέπειες της για του κατοίκους, βλέπουμε τον θεσμό της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης να μετατρέπεται σε θεσμό ετεροδιοίκησης. Στην καλύτερη περίπτωση, μοιάζει με έναν ακόμη γραφειοκρατικό μηχανισμό, μια ακόμη δημόσια υπηρεσία, που απλά μαζεύει τα δημοτικά τέλη και έχει και κάποιους υπαλλήλους για να κάνουν τα βασικά, χωρίς όραμα ή θέληση να ασχοληθεί με τα πραγματικά προβλήματα των πολιτών. Ενώ στη χειρότερη περίπτωση, που δεν είναι εξαίρεση δυστυχώς, έχουμε τους δημάρχους να μετατρέπονται σε μάνατζερς και να πουλάνε την ίδια τους την πόλη ως προϊόν, επιτιθέμενοι στους πολίτες που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις της «προόδου».
Την ίδια στιγμή, στο περιθώριο αυτής της κατάστασης, βλέπουμε, ή βασικά βιώνουμε, τους πολλούς να ασφυκτιούν. Πολλούς να επιμένουν και να δημιουργούν στον τόπο τους. Βλέπουμε τη στροφή μεγάλου μέρους του κόσμου στον πολιτισμό, ως μια διέξοδο και μορφή κοινωνικοποίησης. Βλέπουμε, έστω και περιορισμένα, προσπάθειες νέων ανθρώπων, στην κλίμακα που θεωρούν πιο βιώσιμη, σε επίπεδο κοινότητας, ή μικρού δήμου, να ασχοληθούν με τα τοπικά πράγματα. Βλέπουμε ακόμη και πιο συντονισμένες προσπάθειες, από φορείς που αρνούνται απλά τον διακοσμητικό ρόλο που τους δίνεται, να στηρίζουν μια άλλη προοπτική, παραγωγική, συλλογική. Προσπάθειες όμως που χάνονται μέσα στο γενικό κλίμα, και συνήθως βιώνουν μια μεγάλη «μοναξιά», λόγω της έλλειψης ενός συνολικού αναγεννητικού οράματος στον τόπο μας, αλλά και λόγω της προσπάθειας των ελίτ να μονοπωλήσει τον δημόσιο βίο οτιδήποτε υποτάσσεται στο φαύλο σύστημα της κομματοκρατίας.
Θα μπορούσε να υπάρξει μια πολιτική για την τοπική αυτοδιοίκηση που να συμβάλει στη συμμετοχή των πολλών για να ξαναγίνουν οι γειτονιές μας τόποι κοινωνικοποίησης. Το επίπεδο του Δήμου, παρά τον στενό κορσέ που του έχει επιβάλει η κεντρική διοίκηση, θα μπορούσε να αποτελέσει έδαφος για μια τέτοια προσπάθεια.
Άρνηση του παρασιτισμού. Ενίσχυση παραγωγικών δραστηριοτήτων και συντονισμός φορέων και πολιτών για να σχεδιαστεί το παραγωγικό μέλλον της κάθε πόλης, ανάλογα με τις επιμέρους ιδιαιτερότητες και εμπειρίες. Συνέργεια και με τα πανεπιστήμια προς την κατεύθυνση αυτή. Όχι μοιρολατρική υποταγή στη μονοκαλλιέργεια των υπηρεσιών, του τουρισμού και της κατανάλωσης.
Απελευθέρωση του δημόσιου χώρου και απόδοσή του στη γειτονιά. Πάρκα, χώροι πολιτισμού, σχολικές αυλές, μπορούν να γίνουν χώροι συνάντησης και δημιουργίας, μη διαμεσολαβούμενες απ’ το χρήμα. Μπορούν να γίνουν χώροι κοινωνικοποίησης, ειδικά για τη νεολαία.
Ανάδειξη της ιστορίας των πόλεων, όχι μόνο ως μουσειακό θέαμα για τους τουρίστες, αλλά και ως βίωμα για του πολίτες. Η συμφιλίωση του παρόντος με την ιστορική μνήμη, είναι προϋπόθεση για την κοινωνική συνοχή, και πιθανή πηγή έμπνευσης για το μέλλον.
Ενίσχυση του «από κοινού» για την διαχείριση της καθημερινότητας. Απ’ την καθαριότητα και τη συντήρηση των δημόσιων χώρων, μέχρι την ιεράρχηση των μεγάλων αποφάσεων των δήμων, πρέπει να τονωθεί η συμμετοχή και συνέργεια των πολλών, που θα δώσουν τις δικές τους πρωτότυπες λύσεις, λύσεις πιο αποτελεσματικές απ’ αυτές που δίνει –ή βασικά δεν δίνει– η γραφειοκρατία ή η αγορά.
Τα παραπάνω είναι απλά κάποιοι οδοδείκτες, που σκοπό έχουν όχι να καλύψουν το θέμα, αλλά να δείξουν ότι υπάρχει η δυνατότητα, με σημείο εκκίνησης την τοπική πολιτική, την πόλη ως τόπο συμπύκνωσης όλων των κεντρικών ζητημάτων, να επιδιωχθεί μια αναγεννητική προσπάθεια που θα δώσει ξανά νόημα στην κοινωνική συμμετοχή.
* Ο Δ. Γκάζης είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με την κίνηση «Μένουμε Θεσσαλονίκη»