του Γιώργου Αλεξάτου
Με σημάδεψε κι εμένα στην εφηβεία μου, όταν διάβασα το βιβλίο του για τον Ζορμπά κι αμέσως μετά το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Στην ηλικία που αναζητάς τον δρόμο και ψάχνεις για αναφορές, ακόμη και για πρότυπα. Κι ήταν τόσο διαφορετικοί οι κεντρικοί ήρωες των δύο αυτών έργων του!
Διάβασα και τον «Ξένο» του Καμύ εκείνο τον καιρό και σ΄ εκείνο το μικρό βιβλίο τσέπης προτάσσονταν τα «Γράμματα σ’ έναν Γερμανό φίλο».
Αυτά τα γράμματα ήταν που με έβγαλαν από τη δίνη. Και τα θυμήθηκα ξανά και ξανά στο μέλλον. Και τα σκεφτόμουν επίμονα, όταν κατάλαβα πως ο Καζαντζάκης πέρασε τη ζωή του μέσα σε μια διαρκή αναζήτηση χωρίς κατάληξη.
Με σταθερό το ερώτημα του τι αξίζει ετούτος ο κόσμος και αν έχει κάποιο νόημα η ζωή. Αν έχει νόημα η αντίσταση στο κακό κι αν υπάρχει το καλό. Αν η απάντηση βρίσκεται στον ξυπόλητο σταυρωμένο ή στον Υπεράνθρωπο του Νίτσε. Στον ασκητή ή στον γλεντοκόπο Ζορμπά. Στον αγώνα κατά του ναζισμού ή στην απόσυρση στην Αίγινα μέχρι να περάσει –κι αν περάσει– το κακό.
Ο μεγάλος νεοέλληνας λογοτέχνης, που πέθανε σαν προχτές, στις 26 Οκτωβρίου 1957, ήταν εκτός όλων των άλλων και η πλέον τυπική περίπτωση στοχαστή που στηλίτευε την αδράνεια, που χρέωνε με ευθύνες: «Αν δεν σωθεί ο κόσμος, εσύ θα φταις».
Και την ίδια στιγμή ήξερε πως δεν θα τον έσωζε τον κόσμο. Δεν είχε τη δύναμη να αναλάβει την ευθύνη, την οποία μας καλούσε ν’ αγαπήσουμε.
Κι εκεί ήταν που ο Καμύ μου έδειξε τον δρόμο:
«Θα ‘θελα να ‘μουν ήσυχος και ν’ ασχολούμαι με όσα ευχάριστα μπορεί να μου προσφέρει η ζωή, χωρίς ευθύνες και αξιώσεις για ηρωικές πορείες, ενδεχομένως και προς τον Γολγοθά. Να, όμως, που, όπως έλεγε ο Μάο, “το δέντρο θέλει την ησυχία του. Ο άνεμος δεν το αφήνει”.
Δεν αγωνίζομαι για να σώσω τον κόσμο. Εγώ δεν αντέχω να ζω την αθλιότητα και την παλιανθρωπιά γύρω μου. Κι αυτό το “γύρω” ξεκινάει από δω που βρίσκομαι και φτάνει μέχρι την άλλη άκρη της Οικουμένης.»