Για άλλη μια φορά ψάχνονται δημοσκόποι και ΜΜΕ, επειδή τα γκάλοπ ήταν… αλλού γι’ αλλού. Θα τιμωρηθεί κανείς για απόπειρα αλλοίωσης εκλογικού αποτελέσματος; Ή μήπως είναι αρκετή η ανυποληψία;
Του Χρήστου Πραμαντιώτη
Έχει γίνει κοινός τόπος, πλέον, η αδυναμία (για να το πούμε κομψά) των εταιριών δημοσκοπήσεων να εκτιμήσουν ορθά τις τάσεις του εκλογικού σώματος. Η παταγώδης αποτυχία τους στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές ακολούθησαν την αντιστοίχως παταγώδη αποτυχία τους να εκτιμήσουν τις τάσεις του ιδίου εκλογικού σώματος που απογείωσε το «όχι» στο δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου.
Δύο από τις εταιρίες έφτασαν, μάλιστα, να ζητήσουν δημοσίως συγγνώμη για την αποτυχία. Όμως τα ερωτήματα εξακολουθούν να πλανώνται. Ήταν απλώς αποτυχία ή έγινε συνειδητή παραπληροφόρηση; Παίζουν κάποιοι βρόμικα κομματικά και πολιτικά παιχνίδια ή όχι; Και πώς θα ζητούσαν εμπράκτως «συγγνώμη» από ένα κόμμα που το παρουσίαζαν να μην μπαίνει στη Βουλή, αν εξαιτίας αυτής της παρουσιαζόμενης εικόνας προκαλείτο ένα ρεύμα αναποφάσιστων που θα ψήφιζαν κάτι άλλο «για να μην πάει χαμένη η ψήφος»; Προκαλεί αυτό αλλοίωση εκλογικού αποτελέσματος και επομένως εμπλοκή στη δημοκρατική διαδικασία; Και πρέπει να τιμωρηθεί κάποιος γι’ αυτό ή μήπως απλώς ο γέγονε γέγονε (αφού έτσι κι αλλιώς θα ξαναγίνει); Και μέχρι πότε θα μπορούν οι πολιτικές δημοσκοπήσεις να δημιουργούν κλίμα, αέρα νίκης, αέρα ήττας κλπ., χωρίς αυτό να θεραπεύεται εμπράκτως;
Δύσκολη δουλειά
Καταρχάς, είναι λογικό να δεχτεί κανείς ότι η δουλειά των δημοσκόπων έχει δυσκολέψει εξαιτίας πολλών λόγων: Έχουν μειωθεί οι σταθερές τηλεφωνικές συνδέσεις καθώς οι ερευνώμενοι δεν αντέχουν οικονομικά τους λογαριασμούς και σταθερού και κινητού. Κι ακόμη, υπάρχει ένα έντονο ρεύμα στους ερευνώμενους να μην παίρνουν, πλέον, στα σοβαρά τις δημοσκοπήσεις (μετά τις διαρκείς «αστοχίες» των εταιριών που δημιουργούν υπόνοιες για πολιτικό παιχνίδι) κι αυτό τους ωθεί να δίνουν απαντήσεις «ό,τι να ’ναι». Επιπλέον, οι αναποφάσιστοι των εκλογών (που έχουν γίνει πλέον πάρα πολλοί) αποφασίζουν τελευταία στιγμή αν και πού θα ρίξουν την ψήφο τους και συνεπώς οι δημοσκόποι δεν καταφέρνουν να πάρουν την πολυπόθητη πρόθεση ψήφου. Όλα αυτά είναι κατανοητά ως δυσκολίες.
Από το σημείο αυτό και μετά αρχίζουν, όμως, τα πιο πραγματικά προβλήματα. Εφόσον μια προεκλογική δημοσκόπηση παραγγέλλεται, διεξάγεται (και χρυσοπληρώνεται, βεβαίως) για να δείξει την τάση και τις προθέσεις των εκλογέων, ποιο νόημα έχει αν δεν μπορεί να κάνει ούτε καν αυτό; Εφόσον, επίσης, σε μεγάλους αριθμούς η κοινωνία δεν θέλει να παίξει στο παιχνίδι των δημοσκοπήσεων θεωρώντας το κακοστημένο και βρόμικο, ποια λογική εξυπηρετεί η διεξαγωγή τους; Κι ακόμη: επειδή οι πολίτες έχουν πλέον γνώση ότι την πολιτική δημοσκόπηση στην οποία απαντούν θα τη δουν σε λίγα βράδια να δημιουργεί «κλίμα», να παίζει και να προκαλεί περισπούδαστες πολιτικές αναλύσεις στα γνωστά και ανυπόληπτα πλέον συστημικά ΜΜΕ, για ποιο λόγο να θέλουν να συμβάλουν στο παίγνιο;
Με λίγα λόγια, σε μια εποχή που η γενικευμένη δυσπιστία των πολιτών απέναντι σε ό,τι θυμίζει τους όρους και τις εκφράσεις του πολιτικού συστήματος, είναι δυνατόν να ανακτήσει την τρωθείσα αξιοπιστία της η μία πλευρά αυτού του παιχνιδιού (οι εταιρίες δημοσκοπήσεων); Και (προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα) τι έχει να κερδίσει η κοινωνία από την ανάκτηση της αξιοπιστίας των εταιριών δημοσκοπήσεων; Την… δειγματοποίησή της στα πάνελ «έγκυρων» δημοσιογράφων και ερευνητών; Και τι είναι αυτό που κάνει απαραίτητη τη δημοσιοποίηση των προεκλογικών δημοσκοπήσεων μέχρι και την τελευταία Παρασκευή πριν από τις κάλπες (κάτι για το οποίο πρωτοστάτησαν και μάλιστα με μεγάλη ένταση τα Μedia και οι εταιρίες δημοσκοπήσεων, τον καιρό που απαγορευόταν η δημοσιοποίηση για αρκετές μέρες πριν την εκλογική διαδικασία);
Ας μη γελιόμαστε. Η «χρησιμότητα» των εταιριών δημοσκοπήσεων δεν έγκειται απλώς στην αποτύπωση των τάσεων του εκλογικού σώματος. Ούτε στην «κατάλληλη» διατύπωση του ερωτήματος προκειμένου να εκμαιεύσει την επιθυμητή απάντηση και να αποτυπώσει τις τάσεις. Έγκειται (ακόμη κι αν τηρούν όλους τους κανόνες δεοντολογίας) στη χειραγώγηση αυτών των τάσεων – και προκύπτει από το πάντρεμα των εταιριών με τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης και την απόπειρα των τελευταίων να επηρεάσουν αυτές τις τάσεις, να τις μεταστρέψουν. Και έγκειται, επίσης, στην ανάγκη που έχουν πολιτικοί και κόμματα να διαβλέψουν τις τάσεις αυτές, κάτι για το οποίο δεν έχουν άλλο τρόπο από τη στιγμή που είναι πλήρως αποξενωμένοι από την κοινωνία και το λαό.
Και ημερίδα
Δεν είναι φανερό ποιες από όλες τις παραπάνω ερωτήσεις μπορούν να απαντηθούν εποικοδομητικά από τα ίδια τα υποκείμενα του προβλήματος. Κι όμως, μια τέτοια ημερίδα διοργανώνει την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου ο ΣΕΔΕΑ (Σύλλογος Εταιριών Δημοσκόπησης και Έρευνας Αγοράς) μετά το θόρυβο που έχουν προκαλέσει τα μονίμως ανεπιβεβαίωτα δημοσκοπικά ευρήματα των τελευταίων μηνών, «αναγνωρίζοντας την ανάγκη της κοινωνίας να λάβει απαντήσεις στα ζητήματα που την απασχολούν και ανταποκρινόμενος στο θεσμικό του ρόλο». Όπως αναγράφεται στο σχετικό Δελτίο Τύπου, θέμα της ημερίδας είναι ο ρόλος και οι μέθοδοι των πολιτικών δημοσκοπήσεων στις δημοκρατικές κοινωνίες, και θα συνδιοργανωθεί με το ΕΚΚΕ (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών). Είναι προφανές ότι θα ξαναειπωθούν οι μεγάλες αλήθειες: οι εταιρίες-μέλη του ΣΕΔΕΑ ακολουθούν τη δεοντολογία, οι πολιτικές δημοσκοπήσεις είναι μια φωτογραφία της στιγμής κι όχι εκλογική κάλπη, είναι επιστημονικό εργαλείο, κοινωνική έρευνα κ.λπ. κ.λπ. Κι έτσι το πραγματικό πρόβλημα θα κρυφτεί και πάλι κάτω από το χαλί των επιστημονικών ερμηνειών. Διότι το πραγματικό πρόβλημα είναι αν και πότε οι πολιτικές δημοσκοπήσεις θα σπάσουν τα δεσμά με τους πελάτες και συνεργάτες τους: κόμματα και συστημικά Μέσα Ενημέρωσης. Είναι, δηλαδή, σαν να λέμε να αλλάξουν φύση.