Προπαγάνδα των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών μέσω Χόλιγουντ
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Όταν οι διαρροές των Wikileaks για τα απόρρητα έγγραφα εμπλοκής της CIA στον πόλεμο του Αφγανιστάν, αναδημοσιεύτηκαν το 2010, στις εφημερίδες Νιου Γιορκ Τάιμς, Γκάρντιαν και Σπίγκελ, ο ακτιβιστής Τζούλιαν Ασάνζ, συνιδρυτής και αρχισυντάκτης του ιστότοπου, υπέρμαχος της ελευθερίας στη διαδικτυακή ενημέρωση (Fifth Estate), βρέθηκε στο επίκεντρο ενός κυκεώνα πολιτικών διώξεων, καταλήγοντας το 2012, στην πρεσβεία του Ισημερινού, στο Λονδίνο, όπου παραμένει με πολιτικό άσυλο μέχρι σήμερα. Αυτή η υπόθεση σύγχρονης κατασκοπείας και αποκάλυψης συνομωσιών, που αναδύει ψυχροπολεμικό άρωμα, δεν ξέφυγε από τη δαγκάνα του Χόλιγουντ.
Η καθηλωτική κατασκοπευτική ταινία The Fifth Estate, με το φαεινό ελληνικό τίτλο Ο άνθρωπος που πούλησε τον κόσμο, αποσκοπεί στη συκοφάντηση του Ασάνζ, παρακάμπτοντας, φυσικά, την ουσία όσων απεκάλυψε. Βασιζόμενος στο βιβλίο του συνεργάτη του Ασάνζ, Ντάνιελ Μπεργκ, ο σκηνοθέτης Μπίλ Κόντον ανέλαβε να προωθήσει μέσω του Χόλιγουντ, την προπαγάνδα των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών. Ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς ενσαρκώνει τον Ασάνζ, πλάι σε δυο γοητευτικούς ηθοποιούς, που έχουν ξεχωρίσει σε ρόλους «εναλλακτικών», τον Ντάνιελ Μπρούλ (Goodbye Lenin!), ως Μπεργκ και τον Μόριτζ Μπλάιμπτροϊ (Το πείραμα).
Μια γραφομηχανή στην αρχή, υπέρτατο αλλοτινό δημοσιογραφικό εργαλείο, προϊδεάζει για μια ταινία-φόρο τιμής στην «τέταρτη εξουσία», σε αντιδιαστολή με την «πέμπτη», που υποστηρίζει την ελευθερία του Τύπου στο Διαδίκτυο. Ξεκινώντας απ’ τα γραφεία των εφημερίδων σε αναβρασμό, λόγω των αποκαλύψεων, η ταινία επιστρέφει στο παρελθόν, στο 2008, όταν ο Μπεργκ, συντάκτης στο Wikileaks, ενθουσιάζεται με την ομιλία του Ασάνζ για τους ελεύθερους ακτιβιστές και την προοπτική κοινωνικής δικαιοσύνης μέσω νέων τεχνολογιών, σ’ ένα συνέδριο στο Βερολίνο, όπου πρωτογνωρίστηκαν. Στην εξέλιξη της φιλίας τους, ο Μπεργκ παρουσιάζεται ως αφελής που τον παραπλάνησε ο σατανικός Ασάνζ. Η ασταθής προσωπικότητα του μυθοπλαστικού χαρακτήρα κατευθύνει τα συμπεράσματα του κοινού, σε μια ταινία που προβάλλει ως ηθικό επιχείρημα τον κίνδυνο στον οποίο έθεσε ο Ασάνζ πληροφοριοδότες που τον εμπιστεύτηκαν, για να τον χαρακτηρίσει ως ανεύθυνο και προδότη, χωρίς να θίγει την ανηθικότητα της απόκρυψης πληροφοριών και τη σημασία της αλήθειας.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η δίωξη του Ασάνζ φανερώνει το μέγεθος της ζημιάς που προκάλεσαν οι αποκαλύψεις του σε ένα διεφθαρμένο σύστημα που ποντάρει σε μια μαφιόζικη ομερτά, με το σάλο που προκλήθηκε, ένα χρόνο μετά, με την υπόθεση Έντουαρντ Σνόουντεν.
Η ταινία χρησιμοποιεί μια εναλλακτική αισθητική αντισυστημικών διαλόγων, ανακατεύοντας τη μετακυβερνητική κουλτούρα των χάκερς, με καταλήψεις αναρχικών, όπου κινούνται οι ήρωες, ρέιβ κλάμπ και το βερολινέζικο άντερκγραουντ, με αναφορές στον Σολζενίτσιν πασπαλισμένες με αναρχικές ιδέες, πολιτικής ισοπέδωσης.
Οι γρήγοροι ρυθμοί στο μοντάζ και πλάνα από κάμερα στο χέρι δημιουργούν αίσθηση διαρκούς κίνησης, χαρακτηριστική στις κατασκοπευτικές ταινίες. Η απεικόνιση του ήρωα στα αεροδρόμια, να ταξιδεύει μ’ ένα σακίδιο στον ώμο, εντείνει αυτή την αίσθηση, παραπέμποντας και στη συνεχή ροή πληροφοριών στο Διαδίκτυο.
Η ταχύτητα της κίνησης, από τις πρώτες κατακτήσεις του σινεμά ως ένδειξη της νεωτερικότητας, ήδη απ’ τους πειραματισμούς του Τζίγκα Βερτόφ, που σηματοδότησε έναν ουτοπικό οραματισμό, καθυποτάχτηκε πλέον στο κυριαρχικό χολιγουντιανό μοντέλο, εκφράζοντας ακόμα την ασυγκράτητη ορμή της τεχνολογίας, χωρίς όμως οραματισμούς, όταν η εξέλιξη παρουσιάζεται φοβική, επιστρέφοντας σε μια μεσαιωνική απόκρυψη γνώσης.
Στη νουάρ ατμόσφαιρα συμβάλλει το χιονισμένο αστικό τοπίο, με τη νυχτερινή αίσθηση να τονίζεται από τις πολύχρωμες αντανακλάσεις στα πρόσωπα, που βρίσκονται διαρκώς μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή. Η αισθητική ενός «ψαγμένου» περιβάλλοντος ελεύθερου λογισμικού, μακριά από τα ευρέως διαδεδομένα «παράθυρα», συνθέτουν λεπτομέρειες που παραπέμπουν σ’ ένα τεχνολογικό σύμπαν, ενώ η εναλλακτική προσέγγιση εκφράζεται μέσα από την αντιθετική σύζευξη της νεωτερικότητας με μια ρετρό αρχιτεκτονική: συνύπαρξη παραδοσιακών κτισμάτων στις καταλήψεις, με μοντέρνα κτίρια από γυαλί και μέταλλο, της νέας διαδικτυακής εποχής.
Η ταινία θέτει, αναμφίβολα, πολλά υπαρκτά ζητήματα, σχετικά με την ελεύθερη διακίνηση γνώσης στο διαδίκτυο και την εγκυρότητα μιας μη ελεγχόμενης ενημέρωσης, με πρωταρχικό ερώτημα ποιοι διαχειρίζονται την πληροφορία και ποια συμφέροντα εξυπηρετούν.
Είναι πάντως πασιφανές ότι οι ισχυροί της γης συσπειρώνονται σε σύγχρονα ιερατεία, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να εμποδίσουν τη διάδοση τέτοιων πληροφοριών στις λαϊκές μάζες, επιστρατεύοντας ακόμα και το σινεμά.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου