Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Τέσσερις παρατηρήσεις για το Κυπριακό:
1. Το νέο Σχέδιο Ανάν, σύμφωνα με όσα έγιναν, ιδίως γνωστά από τις σχετικές δηλώσεις του προέδρου του Σοσιαλιστικού Κόμματος Μαρίνου Σιζόπουλου έχει, ουσιαστικά, την ίδια δομή που εξασφαλίζει τη μετατροπή της Κύπρου σε μεταμοντέρνο προτεκτοράτο του διεθνούς (δυτικού) παράγοντα.
2. Μερικοί και ιδίως η πλειοψηφία της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας της Κύπρου και της Ελλάδας μπορεί να νομίζουν ότι αυτό συνιστά λύση. Μακροχρόνια, όμως, ο δυτικός «παράγοντας» χρειάζεται το νησί για την ανυπέρβλητη στρατηγική του θέση, που ελέγχει όλη την Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς να κινδυνεύει το ίδιο εύκολα με κατάληψη. Ο πιο σίγουρος τρόπος για να το αποκτήσει είναι να διώξει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, με διάφορους τρόπους από εκεί, γιατί όσο ζει λαός και είναι πλειοψηφία, πάντα θα μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Παραχωρώντας τη λαϊκή, κρατική και εθνική κυριαρχία σε ξένους, ο πληθυσμός του νησιού χάνει το κύριο όπλο που διαθέτει για να μείνει στον τόπο του. Θα μείνουν ασφαλώς μακροχρόνια κάποιοι Έλληνες στην Κύπρο. Μερικοί ως «αποικιακή Διοίκηση» και μερικοί για να μπορεί να εκβιάζεται εσαεί η Αθήνα με την τύχη τους. (Εάν, δηλαδή, υποθέσουμε ότι θα υπάρχει και στο μέλλον ελληνικό κράτος, κάτι που μόνο βέβαιο δεν είναι).
3. Η Τουρκία είναι ασφαλώς εχθρός της Κύπρου και η αμυντική, διπλωματική και πολιτική θωράκιση του νησιού απέναντί της ζωτικά απαραίτητη. Αλλά δεν είναι ούτε ο κύριος, ούτε ο μόνος εχθρός της Κύπρου. Από αρχαιοτάτων χρόνων, η ιστορία του νησιού είναι η ιστορία των κατακτήσεών του ή των προσπαθειών να κατακτηθεί, ακριβώς λόγω της τεράστιας στρατηγικής του σημασίας.
Το Κυπριακό είναι πρωτογενώς και παραμένει βαθιά αποικιακό πρόβλημα, μόνο δευτερογενώς υπήρξε εθνοτική σύγκρουση ή ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός.
Πολύ πιο επικίνδυνος εχθρός από την Τουρκία είναι οι αποικιακές δυνάμεις που θέλουν να ελέγξουν το νησί και οι οποίες, άλλωστε, έβαλαν στο παιχνίδι την Άγκυρα από τη δεκαετία του 1950, την ενθάρρυναν στις δύο εισβολές του 1974, αλλά και της προσδιόρισαν ακριβώς τα όρια στα οποία έπρεπε να σταματήσουν οι δυνάμεις της.
Αυτές οι δυνάμεις δεν θέλουν ούτε ελληνική, ούτε τουρκική κυριαρχία στην Κύπρο. Δεν υπάρχει ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο να επιτρέψουν στην Τουρκία να την καταλάβει, όπως δεν της επέτρεψαν το 1974. Δικό τους θέλουν το νησί, δεν θέλουν να το κυβερνάνε ούτε Έλληνες, ούτε Τούρκοι.
Κανονικά, οποιοδήποτε κάπως ενημερωμένο άτομο μπορεί να τα αντιληφθεί αυτά. Εκτός αν δεν θέλει να τα αντιληφθεί, γιατί έχει λόγους ή συμφέρον να μη θέλει να τα βάλει με τις δυνάμεις που πραγματικά επιβουλεύονται τη Μεγαλόνησο. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι η πολιτική ηγεσία δεν θέλει να τα πει για λόγους διπλωματικής σκοπιμότητας, αν και πάντα υπάρχουν τρόποι, ένας λαός που θέλει να επιβιώσει πρέπει να έχει συνείδηση τι του συμβαίνει, ποιος και γιατί τον απειλεί.
4. Πολύ πιο επικίνδυνη απειλή για την Κύπρο, όπως και για την Ελλάδα, από τους Δυτικούς και από τους Τούρκους, είναι η «εγχώρια» κυπριακή και ελλαδική ολιγαρχία. Όχι μόνο δεν προστατεύει τα ελληνικά λαϊκά και εθνικά συμφέροντα, αλλά και με την τερατώδη ενδοτικότητά της και το βαθιά «ανατολίτικο», δηλαδή υποτελή χαρακτήρα της
(των «ευρωπαϊστών», αλλά έμμεσα και των «εθνικοφρόνων», κάπως «εθνικιστών» περιλαμβανομένων), ανοίγει την όρεξη στους ξένους να προτείνουν απίθανες τερατωδίες όπως το Σχέδιο Ανάν στην Κύπρο ή η αυτοκατάργηση της Ελλάδας με τα τέσσερα Μνημόνια.
Γιατί αν οι ξένοι έβρισκαν στην «καθ’ ημάς Ανατολή» κάπως σοβαρούς ανθρώπους, που είναι έτοιμοι για λογικούς συμβιβασμούς, αλλά δεν παζαρεύουν τον πυρήνα της κυριαρχίας, θα ‘ταν και αυτοί πιο μετρημένοι στις φιλοδοξίες τους.
Ο Θεός να βάλει το χέρι του…