Του Σωκράτη Μαντζουράνη

Το τελευταίο διάστημα συχνά-πυκνά, μου έρχεται στο μυαλό ο συχωρεμένος ο Μαρίνος, ο πατέρας μου.
Ήταν  ένας ανήσυχος και ευαίσθητος μπακάλης της Μυτιλήνης ο Μαρίνος και είχε πολλά ανεκπλήρωτα όνειρα.
Ένα όμως τον ταλάνιζε πιο πολύ απ’ όλα.
Ο Πύργος του Άιφελ.
Κάθε φορά που σταματούσαμε το κλάδεμα στο κτήμα μας, στο Καγιάνι για κολατσιό, μου έλεγε πάντα με παράπονο:
-Αχ Σουκρατέλ’ μουρό μ’, θα πεθάνω και ποτέ δε θα δω του Πύργου του Άιφελ
Πέθανε και δεν τον είδε.
Εδώ και πολύ καιρό, αρχίζω να νιώθω όπως ο Μαρίνος.
Ο καημός μου δεν είναι ο Πύργος του Άιφελ -ευτυχώς τον είδα- αλλά κάτι άλλο. Η «λαϊκή οργή».
Χρόνια τώρα την ακούω, την αισθάνομαι, τη μυρίζω, τη νιώθω, όμως δεν τη βλέπω. Ξέρω πως υπάρχει.
Υπάρχει στα μάτια της παρέας της κόρης μου, που είναι όλα τα παιδιά χρόνια τώρα άνεργα, τη διακρίνω στο πικρό χαμόγελο του Νίκου και της Τόνιας που έφυγαν μετανάστες στην Ολλανδία, είναι ολοφάνερη στην καλοντυμένη κυρία που ψάχνει δειλά-δειλά κάθε βράδυ το σκουπιδοτενεκέ μας και στην κυρα-Καίτη που μαζεύει ό,τι πέφτει από τους πάγκους της λαϊκής στα Λουτρά.
Τη διαβάζεις τούτη την οργή στα σημειώματα που αφήνει ο κόσμος στο Κερατσίνι για τον αδικοχαμένο Φύσσα, στα μάτια των συμμαθητών της 13χρονης Σάρας που της στερήσαμε τόσο απάνθρωπα τη ζωή, στα απελπισμένα σημειώματα των τραγικών αυτόχειρων που δεν άντεξαν, στα γράμματα των παιδιών στον Άι-Βασίλη που ζητάν σαν δώρο, δουλειά για το μπαμπά.
Τη νιώθω καθαρά και έντονα τούτη την οργή, στις πλατείες, στις πορείες, στα συνθήματα, στα εργοστάσια με τους απλήρωτους εργάτες, στα γραφεία με τους απολυμένους, στα χωράφια με τους απελπισμένους αγρότες, στα πανεπιστήμια, στα σχολειά, στις Σκουριές.
Είναι προκλητικά παρούσα τούτη η οργή, στα κοινωνικά ιατρεία και παντοπωλεία, στα συσσίτια των απελπισμένων, στα παγκάκια των φτωχοδιάβολων, στα χαρτόκουτα-σπίτια μέσα στις στοές με τα κλειστά μαγαζιά.
Ακόμα-ακόμα αν στήσεις καλά το αφτί σου, θα την ακούσεις τούτη την οργή, στις κομματικές συνεδριάσεις και συζητήσεις της Αριστεράς, σε αριστερά έντυπα και άρθρα, στο Διαδίκτυο και σε ημερίδες.
Είναι διάχυτη τούτη η οργή, πανταχού παρούσα, σαν τον αγέρα που ανασαίνουμε. Παντού και αφανέρωτη.
Ποιος κερατάς δεν την αφήνει να τη δούμε ζωντανή και εκδικήτρα, να τη χαρούμε στους δρόμους χαλάστρα και ζωοδότρα, ποιος τη φοβάται και ποιος τη ξεστρατίζει;
Ποιος, τέλος πάντων, μου απαγορεύει να δω τον Πύργο του Άιφελ;
Κάποιους τους ξέρω και τους καταλαβαίνω απόλυτα. Εγώ τους λέω «σύστημα». Έχουν επιστρατεύσει το φόβο, τις υποσχέσεις, το Νόμο και την Τάξη, τη λογική, το ρεαλισμό, τις πανίσχυρες αγορές, την ψευδαίσθηση ότι η «Εξουσία» θα τους δώσει πάλι, κάτι, κάποτε.
Ξέρω και τους «άλλους», τους δικούς μου, που όμως δυσκολεύομαι να τους καταλάβω. Ποιος είναι αυτός που μεταμορφώνει τούτη την οργή από πλεονέκτημα, σε «θέμα προς διαχείριση»; Ποιος είναι αυτός, που όταν όλα έχουν φτάσει στα άκρα, στα άκρα των άκρων, φοβάται να ενθαρρύνει τούτη την «οργή» για να μην τον χαρακτηρίσουν «άκρο»;
Ποιος πιστεύει πως θα επιβιώσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς, με απούσα από τους δρόμους και την πολιτική, τούτη τη λαϊκή οργή;
Όμως, κι εσάς δεν καταλαβαίνω…
Εσάς που την οργή και το θυμό σας τον κρύβετε στην υπομονή, στο «δεν ξέρω, δεν απαντώ», εσάς που έχετε αναθέσει σε άλλους να σας πάνε στον Πύργο του Άιφελ, εσάς που είχατε την ψευδαίσθηση πως ήσασταν και θα ξαναγίνετε νοικοκυραίοι.
Άντε να το παλέψουμε, να τη βγάλουμε στη φόρα την οργή μας μήπως και σταθούμε πιο τυχεροί απ’ τον Μαρίνο.
Μόνο έτσι θα δούμε τον Πύργο του Άιφελ πριν μας πεθάνουν. Γιατί, αλλιώς, δεν θα τον δουν ούτε τα εγγόνια μας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!