Η κορεατική κρίση και η γεωπολιτική αντιπαράθεση των «μεγάλων»
του Ερρίκου Φινάλη
Να μαθαίνεις ότι πάνω από το κεφάλι σου πέρασε βαλλιστικός πύραυλος τρίτης χώρας δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Συμβαίνει βέβαια αρκετά συχνά, αλλά συνήθως οι πολίτες των… χωρών διέλευσης δεν το μαθαίνουν. Όταν όμως αυτή την Τρίτη η Βόρεια Κορέα πραγματοποίησε (επιτυχή) δοκιμή εκτόξευσης βαλλιστικού πυραύλου, ο οποίος πέρασε πάνω από το γιαπωνέζικο νησί Χοκάιντο, όλη η υφήλιος το πληροφορήθηκε, και έφριξε. Ή τουλάχιστον αυτή την αίσθηση έδωσαν τα διεθνή ΜΜΕ και οι αντιδράσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Ακόμη και οι κεντρικοί τίτλοι των υποτίθεται σοβαρών και μετρημένων δυτικών ΜΜΕ, όπως το βρετανικό BBC, πλημμύρισαν με ανατριχιαστικά ερωτήματα όπως: «Μπορούν οι ΗΠΑ να υπερασπίσουν τον εαυτό τους έναντι της Βόρειας Κορέας;».
Αυτού του είδους ο βομβαρδισμός της σκέψης στοχεύει βέβαια να αποκρύψει την πασιφανή γελοιότητα τέτοιων ερωτημάτων – αλλά και την ασυμφωνία, ακόμη και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, για τον τρόπο αντιμετώπισης του «τρελού Βορειοκορεάτη δικτάτορα». Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή… Ή μάλλον, όχι από την αρχή-αρχή, που εύλογα δεν θέλουν να τη θυμούνται οι Αμερικανοί, Ιάπωνες κ.ά. πολέμιοι του «τρελού», καθώς η γιαπωνέζικη κατοχή ως το 1945 και ο αμερικανοκίνητος πόλεμος της Κορέας (1950-53) εξόντωσαν σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού του Βορρά!
Μισές αλήθειες
Είναι πολλά αυτά που δεν λένε όσοι αναρωτιούνται αν οι ΗΠΑ (ή και… ο κόσμος ολόκληρος!) μπορούν να προστατευθούν από τη «βορειοκορεατική απειλή»*. Η οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ των δύο κρατών είναι επιεικώς αστεία. Καταρχήν, οι ΗΠΑ διαθέτουν περίπου 7.000 πυρηνικές κεφαλές τεράστιας ισχύος, όλες ικανές να εκτοξευθούν με διηπειρωτικούς πυραύλους από σταθερές βάσεις και υποβρύχια, ή να ριφθούν από βομβαρδιστικά αεροσκάφη. Η Βόρεια Κορέα διαθέτει λιγότερες από 10, χαμηλής ισχύος, και πολύ ογκώδεις για να προσαρμοστούν σε βαλλιστικό πύραυλο. Δηλαδή, σε απλά ελληνικά, αυτό που μέχρι στιγμής μπορεί να κάνει είναι να εκτοξεύσει πυραύλους… άσφαιρους, καθώς θα χρειαστεί χρόνια για να «σμικρύνει» αρκετά τα πρωτόγονα πυρηνικά όπλα της ώστε να μπορούν να εκτοξευθούν με πύραυλο.
Έπειτα, αποκρύπτεται ότι η Βόρεια Κορέα ακόμη και τώρα δηλώνει έτοιμη να σταματήσει το πρόγραμμα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων «εάν οι ΗΠΑ να τερματίσουν οριστικά την εχθρική πολιτική τους και την απειλή πυρηνικής επίθεσης στη Βόρεια Κορέα». Αυτό δήλωσε στις 4 Ιουλίου ο Κιμ Γιονγκ-ουν, αλλά όλα τα τηλεκατευθυνόμενα ΜΜΕ προτίμησαν να προβάλουν μόνο τη μισή δήλωσή του: «Δεν θα θέσουμε υπό διαπραγμάτευση το πρόγραμμα μας και δεν θα υποχωρήσουμε ούτε σπιθαμή από την απόφασή μας να γίνουμε πυρηνική δύναμη». Ξεχνώντας βολικά το δεύτερο σκέλος («εκτός εάν οι ΗΠΑ»…) ώστε να τον παρουσιάσουν ως ψυχοπαθή ικανό να ξεκινήσει τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο – και έτσι να αρχίσουν την προετοιμασία της διεθνούς κοινής γνώμης για τη δικαιολόγηση τυχόν «προληπτικής» αμερικανικής επίθεσης.
Το πραγματικό επίδικο
Κι εδώ μπαίνουμε στην ουσία της υπόθεσης, δηλαδή στην εμπλοκή όλων των μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων με αφορμή το «πείσμα» του βορειοκορεατικού καθεστώτος: από τη μια των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας (κυρίως), κι από την άλλη της Κίνας και της Ρωσίας. Η γεωπολιτική αντιπαράθεση μεταξύ τους έχει ως ένα από τα βασικά της επίκεντρα και επίδικα τον περιορισμό της ανερχόμενης Κίνας, η οποία πλέον αμφισβητεί ανοιχτά την αμερικανική επικυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή**. Από την άλλη η κυβέρνηση του Ιάπωνα πρωθυπουργού Άμπε επιχειρεί να αναθεωρήσει το Σύνταγμα (αλλά και την Ιστορία) ώστε να επισημοποιήσει αυτό που ήδη κάνει, δηλαδή την επέκταση της «επιχειρησιακής δράσης» του στρατού της και εκτός ιαπωνικού εδάφους – κάτι που μέχρι στιγμής τυπικά απαγορεύεται.
Η δε νοτιοκορεατική κυβέρνηση υπό τον νέο πρόεδρο Μουν Τζάε-ιν (που αναδείχθηκε μετά την ανατροπή της διεφθαρμένης φιλοδυτικής προκατόχου του) βρέθηκε με «δώρο» από την Ουάσιγκτον το «αντιπυραυλικό σύστημα» THAAD. Ένα όπλο που οι ΗΠΑ εγκατέστησαν εσπευσμένα και ετσιθελικά στη Νότια Κορέα λίγο πριν τις εκλογές, καθώς ο Μουν Τζάε-ιν είχε διακηρύξει την αντίθεσή του σε περαιτέρω κλιμάκωση της αντιπαράθεσης, εκφράζοντας και τα φιλειρηνικά αισθήματα της μεγάλης πλειοψηφίας των Νοτιοκορεατών. Δεδομένου ότι το THAAD στην πραγματικότητα στοχεύει την Κίνα αλλά και τη Ρωσία, οι αντιδράσεις του Πεκίνου και της Μόσχας είναι μετρημένες αλλά σαφείς. Από τη μια υπερψηφίζουν την καταδίκη της Βόρειας Κορέας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, κι από την άλλη στέλνουν ακόμη κι αυτήν την εβδομάδα σαφή μηνύματα (και) στην Ουάσιγκτον. Το ρωσικό ΥΠΕΞ με προχθεσινή δήλωσή του προειδοποίησε ότι «τυχόν ανάληψη στρατιωτικών ενεργειών από πλευράς των ΗΠΑ θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες». Και μόλις χθες ο Πούτιν, φτάνοντας στην Κίνα για τη Σύνοδο Κορυφής των BRICS, δήλωσε: «Η Ρωσία πιστεύει ότι η πολιτική άσκησης πίεσης στην Πιονγκ Γιανγκ ώστε να εγκαταλείψει το πυραυλικό της πρόγραμμα είναι εσφαλμένη και μάταιη. Οι προκλήσεις και η μιλιταριστική φρασεολογία οδηγούν σε αδιέξοδο».
Αντιθέσεις και εντός του αμερικανικού κατεστημένου
Μιλώντας για προκλήσεις, η απάντηση των ΗΠΑ στη δοκιμή του βορειοκορεατικού πυραύλου περιλάμβανε μια «άσκηση» στη διάρκεια της οποίας αμερικανικά βομβαρδιστικά πέταξαν πάνω από την κορεατική χερσόνησο πραγματοποιώντας προσομοίωση πυρηνικού πλήγματος κατά της Πιονγκ Γιανγκ. Αυτό βέβαια δεν είναι «υπερπτήση πάνω από ξένο έδαφος», ούτε «απειλή», αλλά «προάσπιση των στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ» (στην άλλη άκρη της γης)… Το ίδιο, δεν είναι απειλή η προχθεσινή ρήση του Τραμπ («Η συζήτηση με τους Βορειοκορεάτες δεν έχει πλέον νόημα»), είναι όμως το… πρώτο σκέλος της δήλωσης του Κιμ Γιονγκ-ουν που παραθέσαμε προηγουμένως.
Βέβαια το ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά τις πολεμικές ιαχές του Τραμπ είναι ότι δεν πέρασε ούτε 24ωρο πριν δεχθεί ψυχρολουσία από τον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ Τζέιμς Μάτις που, όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει τη δήλωση του Τραμπ, είπε, όχι πολύ διπλωματικά: «Οι ΗΠΑ πάντα διαθέτουν διπλωματικές λύσεις». Είναι εμφανείς δηλαδή οι αποκλίνουσες πολιτικές ακόμη και εντός της κυβέρνησης, με τους υπουργούς Άμυνας και Εξωτερικών (Μάτις και Τίλερμαν) να μη διστάζουν να διαφοροποιηθούν δημόσια από τον πρόεδρό «τους». Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει, ούτε θα είναι η τελευταία, μιας και η Ουάσιγκτον έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο την ανησυχητική ανάδυση παγκόσμιων και περιφερειακών δυνάμεων που αμφισβητούν την παντοκρατορία της (αν και δεν συγκαταλέγεται σ’ αυτές η… Βόρεια Κορέα), αλλά και την έλλειψη ενιαίας στρατηγικής του βορειοαμερικανικού κατεστημένου.
Η «προϊστορία» της σύγκρουσης
Μέχρι και τη δεκαετία του 1980, τα πράγματα ήταν σχετικά απλά: ο Βορράς ήταν σύμμαχος (κατά καιρούς άβολος) της Κίνας και της ΕΣΣΔ, και ο Νότος χωράφι των ΗΠΑ. Με την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, η Δύση και οι περιφερειακοί σύμμαχοί της θεώρησαν ότι ήρθε η ώρα να ξεμπερδεύουν με το βορειοκορεατικό καθεστώς. Δεν δίστασαν γι’ αυτό να χρησιμοποιήσουν σαν όπλο και τις αλλεπάλληλες περιόδους ξηρασίας που έπληξαν το Βορρά, απαγορεύοντας στους διεθνείς οργανισμούς να στείλουν επισιτιστική βοήθεια – παρόλο που μέχρι τη δεκαετία του 1980 η Βόρεια Κορέα συγκαταλεγόταν στους μεγαλύτερους δωρητές των σχετικών εκστρατειών του ΟΗΕ για την καταπολέμηση της πείνας και φυσικών καταστροφών στην Αφρική και αλλού…
Τότε άρχισε το καθεστώς της Πιονγκ Γιανγκ να σχεδιάζει το πυρηνικό του πρόγραμμα, αρχικά ως «εκβιασμό» προς τη λεγόμενη διεθνή κοινότητα ώστε να σταματήσει η πολιτική επισιτιστικού και ενεργειακού στραγγαλισμού από τη Δύση. Πράγματι, με τη συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ ΗΠΑ και Βόρειας Κορέας το 1994, το πυρηνικό πρόγραμμα πάγωσε και οι εγκαταστάσεις τέθηκαν υπό διεθνή επίβλεψη, με αντάλλαγμα την παροχή βοήθειας. Οχτώ χρόνια αργότερα, επί Μπους, η συμφωνία κατέρρευσε με ευθύνη της Ουάσιγκτον, που δεν εκπλήρωνε όσα είχε υποσχεθεί. Και η Πιονγκ Γιανγκ ξανάρχισε την επεξεργασία πλουτωνίου αλλά και την ανάπτυξη πυραυλικού προγράμματος, με στόχο να αποκτήσει βαλλιστικούς πυραύλους εξοπλισμένους με πυρηνικές κεφαλές, διακηρύσσοντας ότι τα θεωρεί όπλα αποτροπής μιας ολομέτωπης επίθεσης των ΗΠΑ εναντίον της.
** Βλ. μεταξύ άλλων το φύλλο 349.