Ο πρώτος γύρος των περιφερειακών εκλογών στη Γαλλία έλαβε χώρα την περασμένη Κυριακή, και τα αποτελέσματά του συζητιούνται σε όλη την Ευρώπη – όπως θα συζητηθούν και τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου που θα πραγματοποιηθεί αύριο. Ο λόγος είναι η πρωτιά του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν. Μια πρωτιά που, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, δεν βολεύει μόνο τη Λεπέν. Γι’ αυτό και σχεδόν οι πάντες αποσιωπούν μιαν άλλη πρωτιά, και μάλιστα… απόλυτα πλειοψηφική: την αποχή, που έφτασε το 50,1%. Μαζί με το 4% των λευκών και άκυρων ψηφοδελτίων, το διαζύγιο της κοινωνικής πλειοψηφίας με σύμπαν το πολιτικό σύστημα βγάζει μάτι.
Δημοσιεύουμε παρακάτω αποσπάσματα από την ανακοίνωση μιας από τις λίγες αριστερές συλλογικότητες που υπογραμμίζουν αυτά τα στοιχεία. Πρόκειται για το Κομμουνιστικό Κόμμα Εργατών Γαλλίας (PCOF), το οποίο συμμετέχει στο Μέτωπο της Αριστεράς. Ένα Μέτωπο σε κρίση, που δεν βοήθησε να διαφανεί μια εναλλακτική προοπτική, έστω και μέσα από την εκλογική τακτική του. Ή μάλλον, ακριβώς λόγω έλλειψης ενιαίας τακτικής, αφού οι δύο μεγαλύτερες συνιστώσες του (το Γαλλικό Κ.Κ. και το Κόμμα της Αριστεράς του Μελανσόν) σε άλλες περιφέρειες συμμετείχαν μαζί και σε άλλες κονταροχτυπήθηκαν.
Επέτειναν έτσι τη σύγχυση και την απογοήτευση, που τροφοδοτείται από αλλεπάλληλες διαψεύσεις των ελπίδων. Η αλήθεια είναι ότι λίγους πια συγκινεί μια Αριστερά που ακόμη θεωρεί ότι ανήκει στην ίδια οικογένεια με τους σοσιαλιστές. Που υπερψηφίζει νόμους έκτακτης ανάγκης και σύρεται πίσω από τον Ολάντ ή και τη Δεξιά(!) για να σταματήσει τάχα τη Λεπέν – ενώ στην πραγματικότητα της χαρίζει το ψευδές αλλά πιασάρικο επιχείρημα «όλοι οι άλλοι είναι ίδιοι και γι’ αυτό με πολεμούν».
Χάσμα ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και τον λαό
Στην ανακοίνωσή του το Κ.Κ. Εργατών Γαλλίας σημειώνει μεταξύ άλλων ότι: «Ο πρώτος γύρος των περιφερειακών εκλογών σημαδεύτηκε από πολύ υψηλή αποχή: 22 εκατομμύρια εκλογέων, δηλαδή πάνω από το 50% των εγγεγραμμένων, δεν συμμετείχαν. Επιπλέον, 900.000 ψήφισαν λευκό και άκυρο. Η μεγαλύτερη αποχή παρατηρήθηκε στις λαϊκές περιοχές, με ποσοστά από 60 έως 70% στα προάστια του Παρισιού. Αυτό το υψηλό ποσοστό αποχής, που επαναλαμβάνεται από τη μια εκλογική διαδικασία στην άλλη, αποτελεί έκφραση του χάσματος που βαθαίνει μεταξύ από τη μια ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, ιδίως αυτών που πλήττονται περισσότερο από τις πολιτικές λιτότητας, και του συστήματος πολιτικής εκπροσώπησης από την άλλη.
»Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων μόνο ως ποσοστών, διογκώνει τεχνητά την αντιπροσωπευτικότητα των ψηφοδελτίων. Έτσι, όλοι μιλούν για “ιστορικό ποσοστό του Εθνικού Μετώπου”, ενώ αυτό πήρε περίπου 6 εκατομμύρια ψήφων, δηλαδή κάτι λιγότερο απ’ ό,τι στις τελευταίες προεδρικές εκλογές. Φυσικά τόσες ψήφοι είναι πολλές – πάρα πολλές. Αλλά το ποσοστό σχετικοποιείται αν συγκριθεί με τα 22 εκατομμύρια που απείχαν. Κι αυτό ισχύει βέβαια για όλα τα κόμματα.
»Οι εκλογές αυτές έλαβαν χώρα στο φόντο των τρομοκρατικών επιθέσεων και της επιβολής κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Αυτό καλλιέργησε κλίμα φόβου. Εδώ και βδομάδες τα ΜΜΕ έκαναν κεντρικό θέμα τους τα αγαπημένα ζητήματα του Εθνικού Μετώπου. Το Εθνικό Μέτωπο βγαίνει πρώτο σε ποσοστά σε 6 περιφέρειες, αφαιρώντας ψήφους κυρίως από τη Δεξιά. Πρόκειται για ήττα του Σαρκοζί, που μάταια έλπιζε ότι θα κερδίσει ψηφοφόρους του Εθνικού Μετώπου κοπιάροντας την ακροδεξιά προπαγάνδα για τη μετανάστευση, την ανασφάλεια και, πλέον, και την “καταπολέμηση της τρομοκρατίας”.
»Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, την ήττα του οποίου προεξοφλούσαν πολλοί εδώ και μήνες, μείωσε τις ζημιές του χάρη στον εκβιασμό της “χρήσιμης ψήφου” ενάντια στο Εθνικό Μέτωπο. Οι Πράσινοι, των οποίων οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις έχουν βγει σε κοινή θέα εδώ και καιρό, πλήρωσαν επίσης την αλλοπρόσαλλη πολιτική συμμαχιών τους. Οι λίστες που υποστηρίχθηκαν από τις δυνάμεις του Μέτωπου της Αριστεράς, συχνά και με τη συμμετοχή των Πράσινων ή αριστερών πτερύγων του Σοσιαλιστικού Κόμματος, με διαφορετική σύνθεση από περιφέρεια σε περιφέρεια, δεν κατάφεραν να εκφράσουν την αμφισβήτηση στην πολιτική του Ολάντ και της κυβέρνησής του. Ένας από τους πολλούς λόγους είναι η απουσία σαφούς διαχωρισμού από την κυβερνητική πολιτική, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την ψήφιση της παράτασης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Συνεχίζουμε να λέμε όχι στην πολιτική της κυβέρνησης και των σοσιαλιστών, πόσο μάλλον που τώρα δεν πρόκειται μόνο για λιτότητα αλλά και για επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ποινικοποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας και ενίσχυση της προσφυγής στον πόλεμο. Αυτή η πολιτική είναι που τρέφει την αντίδραση. Κι αυτές οι εκλογές δείχνουν τα όρια και τα αδιέξοδα μιας πολιτικής μάχης που αυτοεγκλωβίζεται αποκλειστικά σε εκλογικές διαδικασίες».