Απαντά η Σύλβια Κοιλάκου, πρόεδρος του Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών.
Η απεργία στις 24/2 έσπασε το κλίμα της συναίνεσης, δημιούργησε μια μεγάλη ρωγμή στο μαύρο τοπίο που θέλουν να επιβάλουν οι δυνάμεις του συστήματος. Η απεργία σφραγίστηκε από την είσοδο στο προσκήνιο ενός πρωτοπόρου, αγωνιστικού, μαζικού κομματιού. Κυριάρχησαν συνθήματα εναντίωσης στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ΟΝΕ, για την ανατροπή του προγράμματος σταθερότητας, κατά των τραπεζών. Πολύ μεγάλη ήταν η συμμετοχή των σωματείων συντονισμού στο Μουσείο, ενώ εξαιρετικά «ισχνή» η συγκέντρωση της ΓΣΕΕ στο Πεδίο του Άρεως. Το γεγονός αυτό δείχνει την ανυποληψία του εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού. Πρέπει να σημειωθεί η μεγάλη συμμετοχή εργαζόμενων της επισφάλειας και μεταναστών, η μαχητικότητα των διαδηλωτών απέναντι στην αστυνομία, οι συγκρούσεις στο υπουργείο Οικονομίας κ.λπ. Παρά τη μεγάλη επιτυχία της απεργίας, εξακολουθεί ένα μεγάλο τμήμα των εργαζόμενων να πιστεύει πως η επίθεση δεν μπορεί να ανατραπεί. Αναδεικνύεται πολύ περισσότερο η ανάγκη για τη μέγιστη συγκέντρωση κοινωνικών δυνάμεων, αλλά και για σαφή στόχευση και ένα αναγεννημένο, απειλητικό εργατικό κίνημα. Ακόμα, η ανάγκη για πολιτικούς στόχους πάλης, που μπορούν να «ξετυλίγουν το κουβάρι» της αντιπαράθεσης, όπως η ανατροπή του «προγράμματος σταθερότητας», η απειθαρχία και ρήξη με την Ε.Ε. κ.λπ.
H στάση της Αριστεράς είναι κρίσιμη, καθώς για να συμβάλει στην ανατροπή της επίθεσης, οφείλει να δώσει απαντήσεις στρατηγικού χαρακτήρα. Πρέπει να απαλλαγεί από λογικές «εναλλακτικών» λύσεων μέσα στο σύστημα, τη φοβική αντιμετώπιση της κρίσης, τις λογικές διαπραγμάτευσης του λιγότερου κακού, την πεποίθηση ότι δεν αλλάζουν οι συσχετισμοί, από αδιέξοδες λογικές περί αντινεοφιλελεύθερου ή αντιμονοπωλιακού μετώπου κ.λπ. Η συνέχεια του αγώνα είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς μια ενδεχόμενη στρατηγική ήττα του εργατικού κινήματος δεν θα αφήσει τίποτα όρθιο. Απέναντι στη λογική ότι τα μέτρα είναι μονόδρομος, πρέπει να υπάρξει ο ανυποχώρητος αγώνας των εργαζομένων, με κλιμακούμενες απεργίες, με μαζικές συνελεύσεις, επιτροπές αγώνα, με αγωνιστικό συντονισμό των σωματείων. Η «πρωτοβουλία πρωτοβάθμιων σωματείων» και πολλές ομοσπονδίες σχεδιάζουν τους επόμενους σταθμούς, ανεξάρτητα από τις ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, με νέα απεργία το Μάρτη, αλλά και πολύμορφες δράσεις. Ο συντονισμός των σωματείων πρέπει και μπορεί να διευρυνθεί με νέες δυνάμεις που αποδεσμεύονται από την υποταγή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, αλλά και τα αδιέξοδα του «κομματικού συνδικαλισμού».