Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Νοσταλγίες
Μοιάζω τους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες
και τις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία
παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους
να βλέπουνε, αμίλητοι, να φεύγουνε τα πλοία.
Τα μάτια τους, που είχανε δει κυκλώνες και ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικά τα παρακολουθούσαν,
καθώς σηκώναν τις βαρειές που τρίζαν άγκυρές τους
και μπρος στους φάρους ήρεμα, πελώρια περνούσαν.
Σε λίγο στην απέραντη τη θάλασσα αλαργεύαν
και χάνονταν, αφήνοντας στην πορφυρή τη δύση
ένα καπνό, που αυλάκωνε τον ουρανό πριν σβήσει:
κι’ όμως οι γέροι ναυτικοί, ακίνητοι στους φάρους
με τη μεγάλη πίπα τους σβησμένη πια στο στόμα,
προς τα καράβια που ’φυγαν εκοίταζαν – ακόμα…
Edward VI
Στου Γουεστμίνστερ το βουβό και σκυθρωπό Αββάτο,
στα πόδια των μεγάλων του προγόνων ξαπλωμένος,
το μαρμαρένιον ύπνο του ο Εδουάρδος ο Έκτος
– δεκάξι χρόνων βασιληάς – κοιμάται, αγνοημένος.
Ένα παιδί είταν σοβαρό, ευγενικό, θλιμμένο.
Έζησε μεσ’ στο κρύο του παλάτι με βιβλία
κι’ είχε επισκόπους κι’ αυστηρούς σοφούς για συντροφιά του:
ο θάνατός του είτανε η μόνη του ιστορία.
Ούτε έρωτες είχε ποτές, ούτε έκανε πολέμους.
γι’ αυτό στο μαρμαρένιο του τον τάφο δε σκαλίσαν
τα θριαμβικά οικόσημα που οι πρόγονοί του αφήσαν,
μα χάραξαν βασιλικό οικόσημό του άνθη:
τα κρίνα τα γαλατικά και του Τυδόρ τα ρόδα:
Κι’ ως να’ ταν τ’ άνθη αληθινά ο τάφος του ευώδα.
Οι χίμαιρες της νιότης μου
Οι χίμαιρες της νειότης μου πετάξαν σαν του Νώε
τα περιστέρια –και ποτές δεν εξαναγυρίσαν.
και γιατί χρόνια και καιρούς πλανήθηκα στα ξένα
με ξέχασαν οι φίλοι μου κι’ αυτές που μ’ αγαπήσαν.
Κι’ έτσι, σιγά, συνήθισα να μου είναι περιττοί
οι άνθρωποι, κι’ η γνώμη τους να μη μ’ ενδιαφέρνει:
ν’ αφήνουμαι μεσ’ στη ζωή σα μια λυμένη βάρκα
όπου το κύμα, παίζοντας, στην τύχη τηνέ φέρνει.
Ξέρω να βλέπω στη ζωή γαλήνια, και ξέρω
έξω απ’ τον ίδιο μου εαυτό ποτές να μη ζητάω
τίποτα. κι’ ούτε να μισώ, μα κι’ ούτε ν’αγαπάω.
Κι’ έτσι χωρίς να με κρατάει τίποτα πλέον σκλάβο,
δίχως ελπίδα απατηλή και δίχως πόθο πλάνο,
είμ’ έτοιμος πάσα στιγμή να ζήσω – ή να πεθάνω…