Ο γεννημένος στο Μάλι 46χρονος Γάλλος Λατζ Λι, μετά το εντυπωσιακό ντεμπούτο του «Άθλιοι» (2019), στη δεύτερη ταινία του «Οι Παρείσακτοι», επανέρχεται στο ίδιο αστικό περιβάλλον των γκέτο, με τις ξεχαρβαλωμένες εργατικές πολυκατοικίες, για να διερευνήσει τις πολιτικές αντιμετώπισης της κοινωνικής στέγασης. Βασισμένος σε πραγματικά γεγονότα βίαιων εξώσεων, αναφέρεται στην «επιλεκτική» μεταναστευτική πολιτική της γαλλικής κυβέρνησης, που επιλέγει Χριστιανούς πρόσφυγες, έναντι των πιο ευάλωτων κοινωνικά αφρικανικής καταγωγής αραβόφωνων μεταναστών, πληθυσμούς που ελέγχει με καταστολή και απαγορεύσεις. Αποκαλύπτοντας την υποκρισία και τις απάτες της εξουσίας, σχολιάζει πώς επιβάλλουν νόμους υφαρπαγής της γης, πετώντας στο δρόμο τους μετανάστες, ενώ φανερώνει τη διαβρωτική φύση της εξουσίας, σε ένα συναισθηματικό δράμα.

Σαν μακάβριο ανέκδοτο καταγράφεται στην αρχή ο θάνατος από καρδιακή ανακοπή του Δημάρχου του Μονβιγιέ, αμέσως μετά την προβληματική έκρηξη κατεδάφισης συγκροτήματος εργατικών κατοικιών. Με τον πρώην Δήμαρχο στο στόχαστρο της Δικαιοσύνης, προτείνεται ως διάδοχος ένα άπειρο, αλλά «άφθαρτο» μέλος του δημοτικού συμβουλίου, ο νεαρός παιδίατρος Πιερ (Αλεξίς Μανεντί), για να συνεχίσει το σχέδιο ανάπλασης των προαστίων. Παράλληλα, η αφρικανικής καταγωγής δημοφιλής νεαρή Χαμπί (Αντά Ντιάου), κάτοικος στις εργατικές πολυκατοικίες, ασκούμενη στο Δήμο και Πρόεδρος μιας ένωσης εύρεσης κατοικίας, ανακαλύπτει την αυθαίρετη αλλαγή των αρχικών σχεδίων ανάπλασης, που ακυρώνει τη στέγαση πολυμελών οικογενειών, δηλαδή την πλειοψηφία των κατοίκων.

Προβάλλοντας ένα ευαισθητοποιημένο προσωπείο απέναντι στις κατηγορίες της αντιπολίτευσης, για «επιλεκτική μετανάστευση», η δημοτική αρχή καλωσορίζει Σύριους πρόσφυγες, παραβλέποντας την οργή όσων μεταναστών διαμένουν εκεί επί δεκαετίες. Όταν το αυτοκίνητο της συζύγου τού δημάρχου βρεθεί βανδαλισμένο, ο διορισμένος Δήμαρχος κλιμακώνει επικίνδυνα την αντιπαράθεση με τους κατοίκους, διατάζοντας την εκκένωση ενός υπαίθριου συνεργείου, με βίαιη καταστολή και συλλήψεις. Όσο η Χαμπί υποστηρίζει το μαζικό κίνημα διαμαρτυριών, ο οργισμένος νεαρός φίλος της Μπλαζ (Αριστότ Λουγιντουλά) ριζοσπαστικοποιείται βίαια. Σε μια κίνηση ρουά-ματ απέναντι στην ανάλγητη στάση του Πιερ, η Χαμπί αποφασίζει να βάλει υποψηφιότητα για Δήμαρχος. Η πυρκαγιά όμως, στο διαμέρισμα που στέγαζε το παράνομο εστιατόριο της πολυκατοικίας, μετατρέπεται σε «χρυσή ευκαιρία» για τον Πιερ, να εκκενώσει άμεσα το κτίριο, για λόγους ασφαλείας, ξεσπιτώνοντας τους μετανάστες, παραμονή Χριστουγέννων, με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Αναφερόμενος σε προσωπικά βιώματα και γεγονότα στο Κλισύ-σου-μπουά και στο Σέν-Σεν-Ντενί, αλλά και σε πραγματικά σκάνδαλα διαφθοράς στους γαλλικούς δήμους, ο σκηνοθέτης διαμορφώνει ένα στιβαρό δράμα, που τοποθετείται σε μια φανταστική γαλλική πόλη. Μέλος πολιτικής κινηματογραφικής κολεκτίβας, μαζί με τον Ρομέν Γαβρά, ο Λατζ Λι έχει δηλώσει πως επέλεξε τον τίτλο της ταινίας του -στα γαλλικά «Κτίριο 5»- επειδή είναι το πραγματικό όνομα του κτιρίου στο οποίο μεγάλωσε και ο ίδιος στο Μονφερμέιγ, τονίζοντας πως έζησε ένα αντίστοιχο με αυτό που περιγράφει σχέδιο αστικής ανάπλασης.

Επιλέγοντας έναν μελοδραματικό ρεαλισμό, για να υπογραμμίσει με πολιτική εντιμότητα τη βιωμένη πραγματικότητα, ο σκηνοθέτης δίνει έμφαση στο σενάριο και στους αντιπαραθετικούς χαρακτήρες. Οι διαφορετικές πολιτικές απόψεις καθενός ανοίγουν διάλογο για τις νέες μορφές αντίστασης στη βία της εξουσίας, με την ιστορία να εξελίσσεται μέσα από το δραστικό μοντάζ, που προχωράει παράλληλα τις διαφορετικές διαδρομές τους. Η λειτουργία του κατεστημένου σχολιάζεται μέσα από τον Πιερ, που η αναπάντεχη διαδοχή του στην εξουσία τον αλλοτριώνει, μετατρέποντάς τον σε τύραννο. Ο Μπλαζ εκπροσωπεί την απελπισμένη, δίχως μέλλον νεολαία, που σπρώχνεται στη βία και στο έγκλημα. Μετά τον ξυλοδαρμό και τη φυλάκισή του, το μίσος που φωλιάζει μέσα του ενεργοποιεί μια τυφλή βία, στον αντίποδα της ελπιδοφόρας παρουσίας της Χαμπί, που ως «Γαλλίδα του σήμερα», διεκδικεί τα δικαιώματά της, τιμώντας τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης, ως άλλη «Μαριάν», εθνικό σύμβολο της γαλλικής Δημοκρατίας. Με σύνθημα «όχι άλλη ηττοπάθεια», η Χαμπί εκπροσωπεί τη νέα γενιά ακτιβιστών και πολιτικών ηγετών, που θα συνδιαλλαγούν με τις νέες σκληρές συνθήκες. Στη δεύτερη ταινία του, ο Λατζ Λι αναφέρεται στον τρόπο που νικήθηκε η Απόλυτη Μοναρχία στη Γαλλία, μέσα από την επεξήγηση μιας βουλευτίνας προς τον νέο Δήμαρχο, αποσαφηνίζοντας πως οι βουλευτές φοράνε την τρικολόρε τιμητική κορδέλα εθνικών χρωμάτων, με το κόκκινο επάνω, σε αντίθεση με τον δήμαρχο, επειδή αυτοί ψηφίσανε τον αποκεφαλισμό του Λουδοβίκου του 16ου, με το κόκκινο κοντά στον λαιμό, να υπενθυμίζει ότι αυτοί χύσανε το βασιλικό αίμα.

Περιορίζοντας τα γυρίσματα στο χέρι, κινηματογραφούνται οι χώροι των κτιρίων, αναδεικνύοντας το συσχετισμό δυνάμεων της εξουσίας. Το εναρκτήριο πλάνο με την κάμερα από εναέρια λήψη που καταγράφει το κτίριο από ψηλά, προσδιορίζει το κοινωνικό και αστικό πλαίσιο. Βασίζοντας τη σκηνοθετική δομή στην αρχιτεκτονική δομή των εργατικών πολυκατοικιών, ο σκηνοθέτης δανείζεται από τον μελοδραματισμό της οπερετικής σκηνογραφίας το κλιμακοστάσιο, αναδεικνύοντας ως δομικό δραματικό στοιχείο μια στενή σκάλα, όπου όλοι αναγκάζονται να στριμωχτούν, σε ένα αφημένο στην τύχη του κτίριο, όπου κανένα ασανσέρ δεν λειτουργεί. Η σκηνή με την κηδεία στην αρχή εισάγει δραματική ένταση, αναδεικνύοντας το συνωστισμό μέσα από κοφτά πλάνα γεμάτα κόσμο στο στενό κλιμακοστάσιο, καθώς μεταφέρουν το φέρετρο. Όπως και στην προηγούμενη ταινία, καταγράφεται αρχικά από ψηλά, η έφοδος των ειδικών δυνάμεων, όταν μπουκάρουν πάνοπλοι και χτυπούν πόρτα-πόρτα, εξαναγκάζοντας τον κόσμο να εγκαταλείψει άμεσα το κτίριο και ολόκληρη ζωή, σε μια στιγμή. Στην εξαιρετική σπαρακτική σκηνή που ακολουθεί, κορυφώνεται το δράμα των μεταναστών, με κάμερα στο χέρι, σε κοφτά πλάνα, καταγράφοντας ξεχωριστά στιγμιότυπα στις σκάλες, με παιδιά που αναζητούν αρκουδάκια και γιαγιάδες σε αναπηρικό καροτσάκι, σε ένα χαοτικό κομφούζιο, με κατσαρολικά, κατοικίδια και μωρά, ενώ απελπισμένοι πετούν απ’ τα παράθυρα ό,τι δεν μπορούν να μεταφέρουν, υπό τη θλιμμένη πρωτότυπη μουσική των Pink Noise, σε κυκλικά πλάνα από ψηλά, βίαιη διαδικασία, που Δήμαρχος, Αντιδήμαρχος και οι μονάδες καταστολής παρακολουθούν ηδονοβλεπτικά, θυμίζοντας παρελθούσες εποχές μιας Γαλλίας υπό ναζιστική κατοχή.

Ο νεόκοπος δήμαρχος που στέκεται πάνω από τη μακέτα της πόλης ανακαλεί «Τα χέρια πάνω από την πόλη» (1963/Φρανσέσκο Ρόσι), ενώ τα πολιτικά μαγειρέματα στην ιδιωτική συνάντηση Δημάρχου, Αντιδημάρχου και βουλευτίνας εύστοχα κινηματογραφούνται σε διαδοχικά ημικυκλικά τράβελινγκ, τοποθετώντας στο κέντρο την εξουσία, καθώς ο Πιερ υποστηρίζοντας πως «υπάρχουν νόμοι και αστυνομία που τους επιβάλει», υιοθετεί το μότο «Dura lex, sed lex», με την κατάσταση να εκτροχιάζεται.

Σχολιάζοντας τα ανεπούλωτα τραύματα προσφυγιάς, οι μετανάστες γονείς των πρωταγωνιστών μιλούν ακόμα τη μητρική τους γλώσσα, θεωρώντας προσωρινή τη διαμονή τους στη Γαλλία, όπως και ο νεοφερμένος Σύριος πρόσφυγας. Η αλληλεγγύη στο περιθώριο τονίζεται όταν ο πατέρας του Μπλαζ παίρνει με το φορτηγάκι του όσους περιμένουν στη στάση λεωφορείου, σε μέρα απροσδόκητης απεργίας.

Η πρωτότυπη μουσική εντείνει το συναισθηματισμό ενίοτε με κορυφώσεις τσέλου, είτε σε μιναμαλιστικό στυλ, στα κοφτά πλάνα με την Χαμπί κατά την προεκλογική εκστρατεία, παράλληλα με την αντίστοιχη προετοιμασία του Δημάρχου. Μόλις το πλάνο γεμίζει αραβικά ακούσματα ακούγεται το «Kilometre» του Νιγηριανού Burna Boy, ενώ το «Sowa» της Fatoumata Diawara, από το Μάλι, δίνει ρυθμό όταν η Χαμπί διασχίζει σε συνεχόμενη λήψη το γεμάτο από κόσμο διαμέρισμα, που λειτουργεί το εστιατόριο.

Η ατρόμητη Χαμπί λάμπει σαν ακατέργαστο διαμάντι, μέσα στο βούρκο της απελπισίας των μεταναστών, σε μια προσπάθεια του σκηνοθέτη να φωτίσει την εναλλακτική ενός νέου δρόμου διεκδικήσεων. Παραμένοντας και στη δεύτερη ταινία του εμπνευσμένος από το «Μίσος» (1995/Ματιέ Κασσοβίτς), εισάγει το πολιτικό σημαινόμενο στους επεξεργασμένους διαλόγους, διερευνώντας τη συμπερίληψη της βίας, ως θεμιτό ή μη μέσο αντιεξουσιαστικού αγώνα. Με αναφορές στο πολιτικό σινεμά κοινωνικών διεκδικήσεων του Κεν Λόουτς και με συναισθηματική ένταση της καθαρτήριας κορύφωσης τύπου αρχαίας τραγωδίας, στο ευαίσθητο ψυχοκοινωνικό σινεμά του Μάικλ Λι, ο Λατζ Λι δημιουργεί ένα εκρηκτικά αυθεντικό αποτέλεσμα, μην αφήνοντας κανέναν ασυγκίνητο. 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
ifigenia.kalantzi@gmail.com

INFO

Ξεκίνησαν οι 30ές Νύχτες Πρεμιέρας (2-14/10/2024) στους κινηματογράφους Άστορ, Άστυ, Δαναός και Cinobo Οπερα, με πολυαναμενόμενες πρεμιέρες των Κόπολα, Ρασούλοφ και Οντιάρ, Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα και αφιερώματα στον Ακίρα Κουροσάβα και στο Βρετανικό Σινεμά του ’80. Πληροφορίες: www.aiff.gr/nea/arthro/30_aiff_tickets_presale-15556535/

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!