του Ηλία Μπιστολά
Οι Πέρσες, η αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία, παρουσιάζουν ένα φαινομενικά ανυπέρβλητο πρόβλημα που έχει να κάνει με την ταυτότητα του έργου. Είναι οι Πέρσες ένα έργο αντιπολεμικό; Είναι ένας ύμνος στην αθηναϊκή δημοκρατία ή μήπως είναι μια πρώτη απόπειρα δημιουργίας μιας ασιατικής «καρικατούρας»; Και αν αυτά τα ερωτήματα είναι ως έναν βαθμό «ακαδημαϊκά», για τον σκηνοθέτη αναφύεται ένα ακόμα πιο κρίσιμο ζήτημα. Είναι οι Πέρσες ένα έργο που θα μιλήσει στις καρδιές των σύγχρονων θεατών; Και αν ναι πως; Μια πετυχημένη απάντηση στα παραπάνω δίνει ο Άρης Μπινιάρης με τους δικούς του Πέρσες, οι οποίοι επέστρεψαν για δεύτερη χρονιά στο Ηρώδειο, για δύο μοναδικές παραστάσεις. Αφήνοντας απ’ έξω –τουλάχιστον άμεσα– την όποια ενδεχόμενη πολιτική προβληματική του έργου, η παράσταση αποτελεί σύμφωνα με τον σκηνοθέτη: «…ένα ταυτόχρονα θεατρικό και μουσικό γεγονός και προτείνει μια ζωντανή σύνθεση ποιητικού λόγου, μουσικής και θεατρικής δράσης. Απελευθερώνει την ουσία του αισχυλικού έργου και οδηγεί τον θεατή στην κατανόηση του πανανθρώπινου χαρακτήρα του αρχαίου δράματος. Οι ηθοποιοί προσεγγίζουν τα νοήματα, τους ρυθμούς και τους ήχους του ποιητικού κειμένου, με τη μουσικότητα ως όχημα για την αναπαράσταση και τη μεταμόρφωση…». Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν μέσω της μουσικότητας απελευθερώνεται η ουσία του αισχυλικού έργου, άλλωστε έχουμε χάσει τον αριθμό των αποκεκαλυμμένων ουσιών του κάθε τραγικού κειμένου, ωστόσο ο δρόμος που έχει επιλέξει ο σκηνοθέτης οδηγεί σε μια πιο γνήσια «εμπειρία» μιας αρχαίας παράστασης από όσο και η ίδια πιστεύει.
* * *
Συνήθως η «κριτική» έχει ως σημείο εστίασης έναν ιδανικό αρχαίο Αθηναίο θεατή, που κάθεται σε προνομιακή θέση, συλλάμβανε απαραίτητα όλα τα υψηλά νοήματα της τραγωδίας, άκουγε καθαρά λέξη προς λέξη τον αρχαίο λόγο, και βέβαια αναγνώριζε κάθε φορά πως ενώπιόν του έχει ένα αριστούργημα. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Είναι γνωστό πως η μουσική έπαιζε σημαντικό ρόλο στην κάθε παράσταση και είναι αρκετά πιθανό ορισμένα χορικά να έμειναν στη μνήμη των θεατών εξαιτίας του ρυθμού. Ένας μέσος θεατής ήταν αρκετά πιθανό να παρασυρόταν από τη μουσική της παράστασης και όχι από το κείμενο. Οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν κυκλοφορούσαν με τον Αριστοτέλη στην τσέπη, πόσο μάλλον ο Αριστοτέλης και η Ποιητική του απέχουν από την πρώτη παράσταση των Περσών πάνω από 100 χρόνια. Έχουμε τόσο συνηθίσει να σεβόμαστε τις αρχαίες τραγωδίες σαν μουσειακά κειμήλια, ώστε συχνά ξεχνάμε πως σε μια παράσταση δεν είναι σημαντικός μόνο ο λόγος. Αλλά και ο ήχος. Και η μάσκα. Και το κουστούμι. Και ο θεατής.
Τις περισσότερες φορές, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με την αρχαία τραγωδία, αντί για κριτική σε μια παράσταση, κάνουμε σύγκριση με ένα φιλολογικά κατασκευασμένο παρελθόν, από την οποία σχεδόν πάντα η σύγχρονη παράσταση θα βγαίνει χαμένη. Από τη στιγμή που δεν έχουμε τα εργαλεία για να αναδομήσουμε πλήρως μια αρχαία τραγωδία (και να είχαμε βέβαια δεν θα καταφέρναμε τίποτα άλλο παρά μια ιστορική και όχι συγκινησιακή αναβίωση) ας εστιάσουμε όχι σε εκείνο που ίσως να εννοεί το κείμενο, αλλά σε αυτό που σίγουρα προκαλεί στους θεατές. Και ο Άρης Μπινιάρης τα καταφέρνει άριστα σε αυτό το σημείο. Αυτό που φτάνει στο σύγχρονο κοινό δεν είναι το έλεος στη θέα ενός ξεπεσμένου βασιλιά, ούτε ο θρήνος των χαμένων και άγνωστων σε εμάς Περσών ηρώων, αλλά το επαναλαμβανόμενο «μίσος» ή το ρυθμικό «αίμα». Μουσικότητα υποστηρίζει ο Μπινιάρης, και έχει δίκιο που μιλάει για μουσικότητα και όχι για μουσική. Αν η μουσική είναι το γίγνεσθαι, η μουσικότητα λαξεύεται στο είναι, αποτελεί μια ιερογλυφική εντολή για αναζήτηση. Δερβίσηδες, άγριοι ρυθμοί, ανατολίτικα μουρμουρίσματα, οι Πέρσες δεν αναζητούν τον λυρισμό, αλλά την κραυγή, τον ίδιο ολολυγμό που ακούγεται από τα ερέβη των μυστηρίων. Με λίγα λόγια ο Άρης Μπινιάρης, με τη μουσικότητά του, δεν επεδίωξε μια μελωδία, αλλά μια μυσταγωγία και εν πολλοίς τα κατάφερε. Και μόνο ο δεκάλεπτος στροβιλισμός της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, όσο δηλαδή διαρκεί η εμφάνιση του φαντάσματος του Δαρείου, ήταν αρκετός για να δημιουργήσει συνθήκες ιεροτελεστίας και σίγουρα είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους για να δει κάποιος την παράσταση.
* * *
Στα επιμέρους, ο Νίκος Ψαρράς ως Δαρείος έδωσε μια αρκετά σοβαρή και μετρημένη ερμηνεία, σε αντίθεση με τον Ξέρξη – Αντώνη Μυριαγκό, του οποίου η υπερβολή στις χειρονομίες και στον τρόπο που απέδωσε τον ρόλο του ήταν εκτός κλίματος. Λαμβάνοντας υπόψη τις ικανότητες του Μυριαγκού μάλλον ήταν μια λανθασμένη επιλογή του σκηνοθέτη με σκοπό να παρουσιάσει έναν Ξέρξη καταποντισμένο σε σχέση με το μυστηριακό υψηλό της βασίλισσας-μητέρας του και του Χορού. Όσο για την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη απέδωσε την Άτοσσα με μια μεγαλοπρεπή απλότητα. Όπως προαναφέρθηκε η επίκληση και ο χορός που ακολούθησε την εμφάνιση του νεκρού άντρα της αποτελούσαν τις κορυφαίες στιγμές της παράστασης. Κλείνοντας, πολλά ακούστηκαν για τη «μέταλ» αισθητική της παράστασης κτλ. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν όντως είχε κάτι τέτοιο κατά νου ο Άρης Μπινιάρης. Το βέβαιο είναι πως μια από τις πιο πετυχημένες παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας υπήρξε από τον Άρη Ρέτσο, όταν με μια μάσκα και ένα έγχορδο απέδωσε όλα τα λυρικά μέρη της Αντιγόνης. Και εκεί, με τη γνωστή βαραθρώδη φωνή του, και με τον μεταλλικό ήχο της χορδής, η Αντιγόνη μετατράπηκε σε κάτι ακόμα πιο επώδυνο και σκληρό. Στο ίδιο μονοπάτι κινήθηκαν και οι Πέρσες του Μπινιάρη.