Όταν η πολιτική αποτυχία κρύβεται πίσω από επικοινωνιακά κόλπα
Του Δημήτρη Ουλή
Είναι γνωστή η αποστροφή του Οδυσσέα Ελύτη στη Μαρία Νεφέλη: Θέ μου, τι μπλε ξοδεύεις για να μην σε βλέπουμε. Αν θα τολμούσα να εφαρμόσω το ποιητικό σχήμα επί της σοβούσας προσφυγικής νέμεσης, θα έλεγα: Αριστερή μου κυβέρνηση, πόσο «ανθρωπισμό» ξοδεύεις για να μη βλέπουμε την ενοχή σου. Πόσα άνοστα επικοινωνιακά κόλπα, πόσες υπεκφυγές και μισόλογα, για να μην φανεί η καθολική σου πολιτική αποτυχία. Εντελώς ενδεικτικά, επιτρέψτε μου να υποδείξω τρία μόνο σημεία της κυβερνητικής αυτής καπηλείας του ανθρωπισμού.
Σημείο πρώτον: το προσφυγικό αποτελεί πολιτικό πρόβλημα κατ’ εξοχήν, για την αντιμετώπιση του οποίου απαιτείται επιτελικός κυβερνητικός σχεδιασμός – δηλαδή στρατηγική. Επισείοντας τους διαύλους ανθρωπισμού -τους οποίους υποτίθεται ότι μονάχα η «αριστερή» κυβέρνηση κατέστησε εφικτούς- ως απάντηση στο πρόβλημα, μετατοπίζουμε το κέντρο βάρους του από την πολιτική στην ηθική σφαίρα, δημιουργώντας την εντύπωση ότι απαιτείται πρωτίστως μια ηθική, και όχι μια πολιτική συστράτευση.
Η διαρκής επίκληση του ανθρωπισμού εν αναφορά προς το προσφυγικό πρόβλημα, με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην αντιμετώπισή του, αλλά λειτουργεί πρωτίστως ως μοχλός εμπέδωσης της μεταπολιτικής: μίας αντίληψης, δηλαδή, η οποία φιλοδοξεί να πείσει ότι η πολιτική πράξη οφείλει πλέον να επιτελείται αποκλειστικά και μόνο μέσω ανθρωπιστικών σταυροφοριών, προώθησης «καλών» σκοπών και αυξημένης εμπιστοσύνης σε ειδήμονες και διαχειριστές (για περισσότερες λεπτομέρειες επί του θέματος, συνιστώ ανεπιφύλακτα το βιβλίο της Σαντάλ Μουφ Επί του Πολιτικού, μετάφραση Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Αθήνα: Εκκρεμές, 2010).
Σημείο δεύτερον: H αέναη ανακύκληση της ανθρωπιστικής ρητορείας δημιουργεί μία φαντασιακή εικόνα περί κοινωνικής συνοχής και εθνικής ενότητας, η οποία όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική και κοινωνικοπολιτική συνθήκη της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά δεν έχει επίσης την παραμικρή σχέση με τα καθαυτό πραγματολογικά δεδομένα της προσφυγικής κρίσης. Η επιτόπια έρευνα απέδειξε σε πολλές περιπτώσεις, λόγου χάρη, ότι η ελληνική κοινωνία επέδειξε μια διφορούμενη και εν πολλοίς αντιφατική στάση απέναντι στα τράνζιτ αυτά υποκείμενα της οδύνης -μια στάση που συνδύασε την ευαισθησία με την αναλγησία.
Μαρτυρίες για αλλεπάλληλες κρούσεις αισχροκέρδειας, εκβιασμών, προπηλακισμών και κυνικής εκμετάλλευσης -σε συνδυασμό με τη δραματική επανάκαμψη της ναζιστικής ρητορικής περί «υγιεινολογικής βόμβας», την οποία υποτίθεται ότι συνιστούν οι πρόσφυγες- είδαμε να συνυπάρχουν εξαρχής με συγκινητικές χειρονομίες αλληλεγγύης και φιλανθρωπικής αυταπάρνησης.
Μια ψυχραιμότερη και εκ του σύνεγγυς ματιά σε αυτό που συμβαίνει, θα μπορούσε συνεπώς να δείξει ότι το Προσφυγικό δεν λειτούργησε μονοσήμαντα υπέρ μιας υποτιθέμενης εθνικής ενότητας και ομοψυχίας (πολλώ δε μάλλον υπέρ του πολυθρυλούμενου εθνικού μας «φιλότιμου»), αλλά κατέστησε ακόμα πιο ανάγλυφες τις ιδεολογικές αποκλίσεις και ταξικές διαφορές της νεοελληνικής κοινωνίας.
Σημείο τρίτον: επιμένοντας στη ρητορική του ανθρωπισμού, η κυβέρνηση υφαίνει έναν φαντασιακό μανδύα συγκάλυψης των ανατριχιαστικών πολιτικών της λαθών, της ευθείας σύμπραξής της με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μετατροπή της χώρας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, και της απώλειας κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας. Αλλά το κακό δεν σταματά εδώ: διότι προβάλλοντας τον ανθρωπισμό ως διαρκές επικοινωνιακό άλλοθι, η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να δημιουργεί προοδευτικά τους απαραίτητους θύλακες κοινωνικής νομιμοποίησης των ανθρωπιστικών μπίζνες.
Δεν είναι μόνο οι 3.000 θέσεις που προκηρύχθηκαν από τον ΟΑΕΔ για «κοινωφελή εργασία» στα hot-spots, τα οποία μετατρέπουν προοδευτικά το προσφυγικό σε felix culpa και ευτυχή συγκυρία – νέες θέσεις εργασίας! Ας πανηγυρίσουμε! Είναι, επίσης, ότι η συγκεκριμένη ρητορική δημιουργεί ένα τέτοιο μωσαϊκό ασάφειας και γκρίζων ζωνών, ώστε οι πρωταίτιοι των πολέμων και των κρίσεων, τα golden boys που η νεοελληνική κοινωνία καλείται να πληρώσει από τις περικοπές και τις αιματηρές «θυσίες» της, να εμφανίζονται τώρα ως καλοί Σαμαρείτες και μπεάτοι της φιλανθρωπίας.
Όταν, όμως, ο ανθρωπισμός της κυρίας Βαρδινογιάννη και του κυρίου Ρουβά εξισώνεται ηθικά με τον ανθρωπισμό της 92χρονης που μοιράζει σάντουιτς, σε ποια πολιτικά συμπεράσματα μπορούμε να καταλήξουμε; Ποια αντανακλαστικά αντίστασης περιμένουμε να λειτουργήσουν; Και όταν η Αριστερά προσλαμβάνει με πεντακόσια ευρώ την απελπισία των ανέργων για να «διαχειριστεί» την απελπισία των προσφύγων, τότε τι θα πρέπει να περιμένουμε από τη Δεξιά;
Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, το προσφυγικό επιζητεί την επιστροφή της πολιτικής πράξης και του πολιτικού στοχασμού. Όχι μόνο λόγω της οριακότητας και περιπλοκότητάς του. Αλλά διότι κατέδειξε με τη μεγαλύτερη δυνατή ενάργεια πόσο η κοινοβουλευτική τούτη Αριστερά είναι νεκρότερη από νεκρή. Την περίοδο 1989-1991 πέθανε το σώμα της. Τώρα, οι πρόσφυγες μας δείχνουν ότι πέθανε και η ψυχή της.
Φωτογραφία : Ειδομένη 07/3/2016 – Μ.Λώλος