«Κι έτσι, βγαίνουμε για να ξεχάσουμε», λέει ο μετρ της electric-dance μουσικής Stromae στη σύνθεσή του Alors on danse, σε εκατομμύρια νέους που έχουν πληγεί από τις πολιτικές της λιτότητας και την ύφεση που μαστίζει την Ευρώπη.
Διαβάζω κι ακούω για την επιτυχία που έχουν οι πολιτικές συναυλίες και τα φεστιβάλ. Κατακαλόκαιρο η συναυλία για τις καθαρίστριες με την Αλεξίου γέμισε το Σύνταγμα, η συναυλία για το Κοινωνικό Ιατρείο στη Θεσσαλονίκη, γράφει μία φίλη στο facebook, είχε 15 χιλιάδες άτομα, στο Resistance που κάνει ο Δρόμος της Αριστεράς στη Γεωπονική ήταν πήχτρα το Σαββατόβραδο, στο Αντιρατσιστικό οι επισκέπτες μετρήθηκαν σε δεκάδες χιλιάδες κατά πως φάνηκε από την πολυκοσμία, στο Φεστιβάλ Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ κόπηκαν αρκετές χιλιάδες εισιτήρια, ενώ στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ στο πάρκο Τρίτση η κοσμοσυρροή ήταν πράγματι εντυπωσιακή, για να μην πάω και στη συναυλία του Manu Chao στη Θεσσαλονίκη που γράφτηκε για 50 χιλιάδες θεατές! Κι αν προσθέσει κανείς κι όλα τα άλλα φεστιβάλ, τις συναυλίες και τις γιορτές με πολιτικό περιεχόμενο που γίνονται σε όλη την Ελλάδα, έχει μια εικόνα κινητοποίησης αξιοσημείωτης κλίμακας. Αλλά τι εικόνα είναι αυτή; Τι δείχνει και τι μας λέει; Ποια είναι η προηγούμενη και ποια η επόμενη εικόνα; Εν ολίγοις, με τι συνδέεται, τελικά;
Γιατί υπάρχουν και οι εικόνες μέσα στις εικόνες, που δημιουργούν τουλάχιστον απορίες. Υπάρχουν, επίσης, και οι παράλληλες εικόνες, που συχνά αναιρούν τις εντυπώσεις που αφήνουν αυτές οι γενικές εικόνες στις οποίες προαναφέρθηκα.
Για παράδειγμα: η αίσθηση από τις εικόνες από τις ομιλίες και τις συζητήσεις που γίνονται στο πλαίσιο του κάθε φεστιβάλ είναι εντελώς αναντίστοιχη με τη γενικότερη εικόνα. Βλέπεις 30 άτομα σε μια συζήτηση για το περιβάλλον, 60 άτομα στην προβολή ενός ντοκιμαντέρ, άντε 100 και 150 σε μια εκδήλωση για την οικονομική κρίση με τρεις-τέσσερις «φίρμες» στο «πάνελ». Αλλά και οι κινούμενες εικόνες στους χώρους με τα τραπεζάκια οργανώσεων, εντύπων, κινημάτων, ξένων αντιπροσωπειών κ.λπ., είναι λίγος ο κόσμος, όπως λίγος είναι και στις θεατρικές ομάδες, στις εκθέσεις φωτογραφίας ή ντοκουμέντων. Ο πολύς κόσμος, αυτός που σχηματίζει τη γενική εικόνα από την οποία εξαρτιούνται και οι τελικές εντυπώσεις, προσέρχεται για τις συναυλίες, για τη μουσική και ειδικότερα για το πρώτο όνομα της βραδιάς, αφού και οι «δεύτερες» σκηνές δουλεύουν με μικρά ακροατήρια, αν εξαιρέσεις τις λαϊκές γωνιές που έχουν τραπεζάκια και καθίσματα, μουσική, φαγητό και χορό. Τα σουβλάκια πάνε καλά, οι μπίρες πάνε καλά, τα εξωτικά φαγητά από τις παρέες των μεταναστών πάνε καλά, μπορεί και τα t-shirt να πηγαίνουν καλά μαζί με τις πολύχρωμες μαντίλες και τις χειροποίητες καρφίτσες. Ούτε τα βιβλία πάνε καλά, ούτε οι κομματικές εφημερίδες. Έτσι είναι τα τελευταία χρόνια, εν μέσω κρίσης.
Δεν μπορώ μετά βεβαιότητας να πω αν αυτή η πιο πολυδιάστατη εικόνα των εκδηλώσεων δείχνει κάτι καλό ή κάτι ανησυχητικό. Γιατί ο κόσμος συρρέει στους χώρους αυτούς ξέροντας ότι είναι χώροι πολιτικής έκφρασης. Απ’ την άλλη, όμως, την επόμενη μέρα, π.χ., στη διαδήλωση για την Παλαιστίνη που κατασφάζονται και θάβονται ζωντανοί χιλιάδες άνθρωποι στη Γάζα ή στη συγκέντρωση αλληλεγγύης στους Κούρδους που πολιορκούνται στη Βόρεια Συρία, συμμετέχουν μόνο μερικές εκατοντάδες άνθρωποι. Η άλλη ταυτόχρονη όψη της πραγματικότητας. Κι όταν την παραμονή του φεστιβάλ στην Πανεπιστημιούπολη στέλνονται απεγνωσμένα μέιλ για να καλυφτούν οι βάρδιες στις εισόδους κι αλλού, σε νεολαίους κάποιας ηλικίας, αναρωτιέσαι ποια εικόνα είναι πιο αληθινή; Κι αν είναι και οι δύο αληθινές, που είναι, τι συμβαίνει και γιατί συμβαίνει αυτό;
Πού είναι όλος αυτός ο κόσμος που είναι παρών στις συναυλίες; Πού είναι όλη αυτή η νεολαία, εκτός εορτών και πανηγύρεων;
Κόψαμε 15 χιλιάδες εισιτήρια, λένε ευχαριστημένοι οι οργανωτές και πιο ευχαριστημένοι οι άλλοι που έκοψαν 25 χιλιάδες. Ωραία, αλλά μπορεί και κάποιος να βγάλει μια ανακοίνωση να μας πει πώς αισθάνεται που από τις χιλιάδες παραβρισκόμενους στη συναυλία της Αλεξίου, απειροελάχιστοι ανταποκρίθηκαν στα άλλα καλέσματα για παρουσία δίπλα στις καθαρίστριες που ξεροσταλιάζουν στο πεζοδρόμιο επί μήνες;
Μπορεί κάποιος να βγει και να μας πει γιατί φθίνει η συμμετοχή στις διαδηλώσεις για τις απολύσεις, για τα χαράτσια, για τις εκποιήσεις του δημόσιου πλούτου, για τους πλειστηριασμούς σπιτιών και επιχειρήσεων, για την κρατική βία και για την καταπάτηση του Συντάγματος;
Γιατί όλοι αυτοί οι νέοι συμμετέχουν πολύ μαζικά στις εκδηλώσεις μόνο ως προς το καθαρά διασκεδαστικό τους σκέλος; Πρέπει να δολοφονείται κάθε φορά ένα παλικάρι, για να ενεργοποιούνται τα ανακλαστικά των πολιτικοποιημένων νέων;
Εάν τα φεστιβάλ ήταν η κατάληξη μιας χρονιάς αγώνων ή η αφετηρία για τους αγώνες της επόμενης περιόδου, θα είχε μια λογική η ενωτική ψυχαγωγική τους πλευρά. Αλλά όταν λειτουργούν σαν ψυχαγωγικές νησίδες μέσα σε ένα πεδίο παθητικότητας ή εξαιρετικά χαμηλής συμμετοχής, είναι σαν να έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους.
Οι οργανώσεις της Αριστεράς σιωπούν. Δεν τα θίγουν αυτά τα θέματα, δεν τα ανοίγουν, δεν τα ψάχνουν. Νομίζουν ότι έτσι αποφεύγουν τις δύσκολες απαντήσεις και κερδίζουν χρόνο. Κι όταν δεν βρέχει και τα εισιτήρια στα φεστιβάλ είναι πολλά, οι οργανωτές γυρίζουν στα σπίτια τους ευχαριστημένοι. Οι ποιοτικές αναλύσεις των πεπραγμένων μας δεν φαίνεται να είναι ψηλά στις επιλογές μας.
Κι έτσι, μπορεί κανείς, εξ αποστάσεως, όσο πιο ψύχραιμα γίνεται, να κάνει μόνος του τις πιο ανήσυχες σκέψεις. Μήπως, άραγε, εξαντλείται η πολιτικοποίηση των νέων σε ένα αριστερό λάιφ-στάιλ; Ή ισχύει, υπεράνω όλων, το κλασικό λαϊκό ρητό «η φτώχεια θέλει καλοπέραση»;
Αλλά κι αν ισχύει η επισήμανση του Βελγοαφρικανού Stromae, ότι οι νέοι βγαίνουν για να ξεχάσουν, μήπως καλό θα ήταν τα φεστιβάλ των πολιτικών ομάδων να λάβουν υπόψη τους αυτή τη διάσταση και να αλλάξουν προσανατολισμό; Μήπως, στις ζοφερές καταστάσεις που ζούμε, και τις ζοφερότερες που μας επιφυλάσσουν οι κρατούντες, καλύτερα θα ήταν να στήνουμε εκδηλώσεις που θα έχουν ως συνέπεια να βγαίνουν οι νέοι για να θυμηθούν παρά για να ξεχάσουν; Εξάλλου, την προώθηση της λήθης και της αφασίας την έχει αναλάβει και την κάνει πολύ καλά το σύστημα.
Μάλλον, η Αριστερά πρέπει να ξαναδεί εκ θεμελίων το θέμα του περιεχομένου των εκδηλώσεών της. Αλλιώς θα συνεχίσουν οι μεγαλύτεροι να πηγαίνουν νωρίς για να φάνε και να ακούσουν ωραία τραγούδια και οι νεότεροι after midnight για να ξενυχτήσουν με μια μπίρα στο χέρι, όρθιοι, με τον εκάστοτε σταρ της εναλλακτικής, τρόπος του λέγειν, σκηνής. Σαν να μην συμβαίνει τίποτα παραέξω. Σαν να είναι τα φεστιβάλ οάσεις ψυχαγωγίας μέσα σε ένα κόσμο που καταρρέει αβοήθητος. Γι’ αυτό, ευκαιρία είναι, βλέποντας όλες τις ταυτόχρονες εικόνες, να ξανασκεφτούμε το χαρακτήρα των συμμαζώξεών μας, που μπορούν να είναι, μετά μουσικής και σίτισης, κινητήρες αντίστασης και ουσιαστικού πολιτισμού, για να μην εξελιχθούν σε Disneyland της Αριστεράς.