Επιμέλεια: Θανάσης Μουσόπουλος

Η ζωή μας ένα μακρύ κορδόνι που μας δένει με το παρελθόν. Μυστήριο που ζωντανεύει και δίνει νόημα στη ζήση μας. Μπορεί να μην το νιώθουμε, αλλά το σκοινί αυτό μας πάει πολύ μακριά. Θυμάμαι τον καθηγητή μας, τον πολυσέβαστο και αγαπητό Γιάννη Κακριδή, που μας έλεγε ότι ογδόντα παππούδες μας χωρίζουν απ’ τον Όμηρο! Έχει μάλιστα ένα σημαντικό βιβλίο με τίτλο «Οι αρχαίοι Έλληνες στην Νεοελληνική Λαϊκή παράδοση», όπου φαίνεται ολοκάθαρα η διαχρονία και η συνοχή. Η ίδια κατάσταση βέβαια διαπιστώνεται και στις χριστιανικές εκδηλώσεις που πατούν πάνω στα αρχαιοελληνικά και συνεχίζονται ως τις μέρες μας.

Η Λαμπρή, όπως ο λαός μας με αγάπη και ευαισθησία το Πάσχα ονόμασε, είναι πεδίο όπου η ιστορία και η παράδοση συμπλέκονται. Ο λαϊκός και ο λόγιος πολιτισμός και η τέχνη του λόγου δίνουν ένα διαρκές παρόν.

Το Πάσχα έχουμε μια σειρά τελετών και εθίμων. Κάθε χρόνο επαναλαμβάνονται με το ίδιο τυπικό. Το ερώτημα είναι αν κάθε χρόνο γιορτάζουμε με τον ίδιο τρόπο τη Λαμπρή.

Η ελληνική φύση συμμέτοχος στο μυστήριο της Ανάστασης, της Αναγέννησης, της Αναζωογόνησης. «Αι τελευταίαι ακτίνες του ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δύο ράχεις, ένθεν και ένθεν της κοιλάδος. Κάτω, εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά ηπλούτο. Κορμοί κισσοστεφείς και κλώνες χιαστοί εσχημάτιζον ανήλια συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης).

Και η θρακική φύση και Άνοιξη, παρούσα και τα πάντα πληρούσα. «Η άνοιξη είχε μπει. Η Θράκη ήταν ντυμένη τις ανοιξιάτικές της ομορφιές. Οι κάμποι της θαυμαστοί και καταπράσινοι. Τα πουλιά κελάδησαν, το χαμομήλι – γαλαξίας ατέλειωτος – σκέπασε τη γη, και το λελέκι κατέφθασε ταξιδιάρικο και στέκοντας πάνω σ’ ένα ποδάρι στο καμπαναριό, επισκοπεί τα γύρω, αγναντεύοντας προς τα μεγάλα ποτάμια (Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου).

Η Λαμπρή, όπως ο λαός μας με αγάπη και ευαισθησία το Πάσχα ονόμασε, είναι πεδίο όπου η ιστορία και η παράδοση συμπλέκονται. Ο λαϊκός και ο λόγιος πολιτισμός και η τέχνη του λόγου δίνουν ένα διαρκές παρόν

Κάθε χρόνο με άλλες προοπτικές γιορτάζουμε το Πάσχα

Το 2021 είχαμε τα 200 χρόνια από το 1821. Έρχεται στο μυαλό μας η Μεγάλη Σφαγή της Χίου το Πάσχα του 1822 που βρίσκει τους Χιώτες απροετοίμαστους και μόνους. Ο Δημήτρης Βικέλας στον «Λουκή Λάρα» μιλά για το Πάσχα εκείνο.

«Εις την εξοχικήν ιδίως εκκλησίαν συνηντώμεθα, και εις τον αυλόγυρόν της, μετά την απόλυσιν των ακολουθιών, εγίνετο η συναναστροφή. […] Την αυγήν της Μεγάλης Πέμπτης ηκούσαμεν την λειτουργίαν και εκοινωνήσαμεν των θείων μυστηρίων. Ήτο λαμπρά εαρινή πρωία και ότε επεστρέψαμεν εκ της εκκλησίας, αντί να μείνω εντός της οικίας, λαβών εις χείρας την νηστήσιμον τροφήν μου υπήγα να προγευθώ επί του εξώστου. Αλλ’ άμα ήνοιξα την επ’ αυτού θύραν και ύψωσα το βλέμμα προς το πέλαγος, είδα θέαμα, το οποίον με κατέπληξε. Παράτησα το πρόγευμα και έδραμα προς τον πατέρα μου. Με ηκολούθησεν επί του εξώστου και εβλέπομεν αμφότεροι προς την θάλασσαν.

Εβλέπομεν σειράν μακράν πλοίων μεγάλων πλεόντων προς τον λιμένα μας. Απείχον εισέτι πολύ, αλλ’ ήτο διαυγής η ατμόσφαιρα και διεκρίνοντο τα ιστία, καμπύλα υπό του ανέμου την πνοήν, και αι διπλαί και αι τριπλαί λευκαί ζώναι επί των μαύρων σκαφών […] Δεν ήτο δύσκολον να εννοήσωμεν τι συνέβαινεν. Ο Τουρκικός στόλος κατήρχετο ισχυρός, οι δ’ επαναστάται ανεχώρουν. Αλλ’ οι Χίοι τι έμελλον ν’ απογίνωσιν; […] Την Κυριακήν του Πάσχα ετελέσθη του Αγίου Μηνά το τρομερόν ολοκαύτωμα».

Το 2022 έχουμε τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Πληγή του 1922. Πώς πέρασαν το Πάσχα εκείνες τις μέρες; Διαβάζουμε στην εφημερίδα Έθνος : «Ούτε εφέτος η Ελλάς εορτάζει Πάσχα ειρήνης. Μακράν εις τα βάθη της Ελληνικής Μικράς Ασίας αγρυπνούν οι Ακρίται της με το όπλον ανά χείρας, ενώ εις την Θράκην έτερον τείχος λογχών εμπνέει τον σεβασμόν εις την Βουλγαρικήν παλιμβουλίαν. […] Μετά το Πάσχα του συναγερμού των ψυχών, θα έλθη το Πάσχα της γαλήνης και της χαράς, και μαζύ με την Ανάστασιν του Σωτήρος, θα πανηγυρισθή και η Ανάστασις της Μεγάλης και Ισχυράς Ελλάδος».

 *  *  *

Τις μέρες της Λαμπρής ακούμε συνέχεια για Γολγοθά, για Σταύρωση, μα και για Ανάσταση. Το μεγαλειώδες «Θανάτω θάνατον πατήσας». Και δεν μιλούμε θεολογικά, μιλούμε καθημερινά. Αναιρείς τον θάνατο, αναιρώντας τον φόβο του θανάτου. Ναι, δε φοβούμαι το θάνατο! Ο Πέτρος τρεις φορές αρνήθηκε τον Ιησού, ξανασηκώθηκε, συνήρθε και προχώρησε.

Η Ζωή και ο Θάνατος. Η Λαμπρή είναι το σάλπισμα της Ζωής διά μέσου του Θανάτου. Όλα αυτά αποτυπώνονται στα κείμενα, κυρίως την ποίηση τη λαϊκή και τη λόγια.

Από τα εκκλησιαστικά βυζαντινά και τα δημοτικά ως τις μέρες μας, φύση και άνθρωπος, θάνατος και ζωή.

Ω γλυκύ μου έαρ, / γλυκότατόν μου τέκνον,
πού έδυσου το κάλλος; / Η δάμαλις τον μόσχον,
εν ξύλω κρεμασθέντα, / ηλάλαζεν ορώσα.
Ω φως των οφθαλμών μου, / γλυκύτατόν μου τέκνον,
πώς τάφω νυν καλύπτη;

***

Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια
Με γέλασαν κι μου ‘πανε, πως φέτος δεν πεθαίνω.
Φκιάχνω το σπίτι μου, ψηλά-ψηλά κι ανωγιασμένο
Κι ακόμα δεν το πόφκιαξα, βγαίνω στο παραθύρι
Βλέπω τον χάρο να ‘ρχεται, στους κάμπους καβαλάρης.
Μαύρος είν’ μαύρα φορά, μαύρο κι τ’ άλογο του.
Ζυγώνω κι τον αρωτώ, γλυκά τον κουβεντιάζω:
– Ασε με χάρε μ’ άσε με, ακόμα για να ζήσω
Εχω γυναίκα κι πίδια, πού να τα παρατήσω
Το Σάββατο για να λουστώ, την Κυριακή ν’ αλλάξω
και τη Δευτέρα το πρωί, θα έρθω μοναχός μου.
– Μένα μ’ έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.
– Τάξε του χάρου τάξε του, μεταξωτό μαντίλι.
Για να μ’ αφήνει να ‘ρχομαι, πολλές φορές το χρόνο
Του Χριστού για κοινωνιά και του Βαγιού για βάγια
Και τη Λαμπρίτσα το πρωί, για το Χριστός Ανέστη.

Απόστολος Γεραλής, Τα αυγά της Λαμπρής

Στη νεοελληνική ποίηση η Λαμπρή έχει συχνή και ποικίλη παρουσία. Οι δημιουργοί συχνά συνδυάζουν τη Λαμπρή με την Ελλάδα. Όπως ο Κώστας Βάρναλης:

Ἀνάσταση

Νὰ τ᾿ ἡ μεγάλη νύχτα! Καλὴ νύχτα!
Ψηλὰ τὸ κυπαρίσσι σὲ καλεῖ.
– Ἔλα, δὲν ἔχεις τίποτα νὰ χάσεις
μάιδε νὰ θυμηθεῖς καὶ νὰ ξεχάσεις.

Πατρίδα; Πουλημένη στὸ σφυρί!
Λεφτεριά; Μὲ χαλκᾶδες δὲν μπορεῖ!
Παιδιά; Ποῦ τὰ χεῖ ἂς κλαίει μέχρι θανάτου,
θά ῾ναι σκλαβ᾿ ἢ προδότες τὰ ὀρφανά του! […]

Ἂν ἔκανες τὸ χρέος σου στὸ λαό,
σὰν ξεχυθεῖ μὲ πάθος παλαιὸ
τὴν πᾶσαν ἀτιμία νὰ συνεπάρει,
μ᾿ ἄλλους πολλοὺς θά ῾χει κ᾿ ἐσὲ μπροστάρη.

Όπως και στη μεταπολεμική ποίηση. Ο Τάσος Λειβαδίτης:

Ο Θεός χρειάζεται τη βοήθειά μας

Κάτωχρος κι εξαντλημένος ο Ιησούς στάθηκε κοντά στον τάφο.
«Λάζαρε, βγες έξω», φώναξε. Όλοι περίμεναν. Κι ο φτωχός
νεκρός, που ένιωσε ότι εδώ στον τάφο του παίζεται η τύχη του
κόσμου, τι να ’κανε; Η γη είχε χαθεί,
πώς θ’ άφηνε χωρίς ανάσταση έναν ολάκερο ουρανό…

Και ένα τελευταίο δικό μου ποίημα, από τη συλλογή «Ο Ήλιος Σκιάδιο» (1978):

Η μοναξιά στο σκοτάδι χάνεται / και γίνεται μια διαρκής παρουσία / και λειτουργεί με τη μυσταγωγία
της Αναστάσεως / και τα κεριά που κρατήσαμε
από το παρελθόν. / Τότε, δεν είμαι μόνος.
Έχω κοντά μου τα πάντα / κι η λειτουργία αρχίζει ανάποδα
και κατεβαίνει απ’ το “Χριστός Ανέστη” / στις ευλογίες της πρώτης στιγμής. / τότε που πρωτοβγήκαμε στην πύλη της ζωής./ Οι στιγμές μου τότε γυρνούνε πίσω / κι ανταμώνουνε το χτες και το προχτές / κι ακόμα πίσω που γράψαμε το πρώτο
το ποίημα για σένα με τα χέρια / κι είδαμε πόσο καλά τα ποιήματα / των χεριών μας. Στο τέλος μόνο η Ανάσταση
μπερδεύτηκε και δε γνωρίζουμε / αν είναι πριν από το θάνατο.
Η μοναξιά στο σκοτάδι χάνεται / και γίνεται μυστήριο
σε γοτθικό ναό, / χωρίς πρόναο και κολυμβητήριο
χωρίς κεριά και θάνατο / ανάσταση μονάχα.

***

Ολόγιομη Ανάσταση!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!